Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ο μεγάλος γυρνάει από φαντάρος τον άλλο μήνα

Τον άλλο μήνα γυρνάει ο μεγάλος από φαντάρος. Του χρόνου τέτοιον καιρό πάει κι ο μικρός. Τι θα κάνουν αυτά τα παιδιά; Τι κάναμε γι’ αυτά τα παιδιά εμείς οι γονείς τους; Ο Γιάννης δουλεύει τώρα ένα μεροκάματο τη βδομάδα, και αν… Εγώ μέρα παρά μέρα, και σε κάθε σπίτι κάθε δεκαπέντε πια. Πούναι τα χρόνια που πήγαινα σε δυο σπίτια τη μέρα, κι εκείνος ντρεπόταν να απαντάει ότι δεν προλαβαίνει! Η μέση μου σακατεμένη, τα χέρια μου τα βλέπεις. Τον Γιάννη αρχίσανε να τον λογαριάζουνε για μεγάλο, φύρα· και μόλις τώρα γίνεται 40. Δε θα σου πω ψέματα, πτυχία δεν είχαμε στην Αλβανία, μήτε γιατροί, μήτε δάσκαλοι είμαστε. Μεροκάματο παλεύαμε κι εκεί, υποσχέσεις για θέσεις παίρναμε ψεύτικες, χωράφια, λίγα στρέμματα οι γονείς μου, πέτρα και ξεραΐλα, καμία σχέση με τον ευλογημένο τόπο εδώ. Φύγαμε όπως πολλοί τότε, μια ζωή ξένους μας λογαριάζανε εκεί, ακούγαμε ότι εδώ μας περιμένουν σαν αδέρφια, και πες μου εσύ, όταν βλέπεις πλιάτσικο, αναρχία, σε λένε φταίχτη κάθε φορά, δε θα σηκωθείς να φύγεις; Αχ, πόσα περάσαμε και πόσο δουλέψαμε κι οι δυο! Χαλάλι, λέγαμε, για τα παιδιά μας νάχουνε μια καλύτερη ζωή από μας. Ελληνικό σχολείο
πήγανε, δεν τα καταφέρανε καλά, πες ότι φταίμε κι εμείς, αλλά ούτε φροντιστήριο είχαμε να δίνουμε λεφτά, ούτε δύναμη μας έμενε να βλέπουμε που πάνε και τι κάνουν. Μας λέγανε κι ότι το επαγγελματικό το σχολείο είναι καλό, καλύτερο από το γενικό, κι ο μεγάλος έκανε και το μαστοράκι στο μπαμπά του μέχρι να πάει φαντάρος. Πόσο τράβηξε κι αυτό, να βγούνε τα χαρτιά, επιτέλους, αφού ήρθαμε με ειδική κάρτα από κει, το λέει Βόρεια Ήπειρο, πόσα λεφτά μας φάγανε δικηγόροι και σύλλογοι, και πόσο κρατητήριο ο Γιάννης τον πρώτο χρόνο. Και πού φτάσαμε; τι κάνουμε; τι να παραδώσουμε στο μεγάλο που θάρθει στο σπίτι από φαντάρος απ’ το νησί, πώς το λένε, Λήμνος, τι να κάνει τώρα στο Ηράκλειο; Κι ύστερα, σε δυο χρόνια κι ο μικρός -πήγε κι ο Γιάννης τρεις μήνες. Κι εσύ λες για την τράπεζα και το ευρώ, πες μου κι εμένα· τ’ είναι καλύτερο να κάνουμε; εμπιστοσύνη στις τράπεζες εκεί δεν είχαμε, όλα εδώ τα βάλαμε, πόσα θαρρείς; ντρέπομαι να σου πω, λογαριάζαμε με τα χέρια μας, να πάρουμε λίγη γη, να χτίσουμε εδώ ένα σπίτι, από ένα σπιτάκι για το κάθε παιδί, τα χέρια μας πιάνουνε και των δυο, και των τεσσάρω να πω καλύτερα. Και πες μου εσύ, πόσα απ’ τα λεφτά αυτά θα είναι στην τράπεζα μετά τις εκλογές και του χρόνου; Τι να κάνω τον μεγάλο τώρα; τι κάναμε για τα παιδιά μας, χειρότερα από μας είναι, μετά από τόσο παίδεμα και κούραση. Είχαμ’ εμείς πατρίδα, ό,τι ήτανε πατρίδα ήτανε, την αφήσαμε για τούτη την πατρίδα, τα παιδιά εδώ μεγάλωσαν, ο μικρός εδώ γεννήθηκε, κάναμε καλά; κάναμε στραβά; γι’ αυτά ρωτάω, εμάς ξέγραψέ μας, να αφήσουμε ό,τι έχουμε εκεί που είναι στην τράπεζα, ή θα τα χάσουμε, να κάνουμε το σπίτι που λέμε, ή δεν έχει μέλλον εδώ για τα παιδιά; άλλη πατρίδα δεν έχουν αυτά, πάνε στο χωριό το καλοκαίρι, βλέπουνε τους παππούδες, αλλά μετά από λίγο πίσω ζητάνε να γυρίσουν, κι εδώ, πόσες φορές μούχουνε πει «μάνα, δεν είναι αυτός τόπος μου». Τα πρώτα λεφτά που μαζέψαμε, το σπίτι εκεί φτιάξαμε. Διορθώσαμε των γέρων, ρημαγμένο ήταν, κι ο Γιάννης μόνος του σχεδόν έκανε από δίπλα ένα, άμα θα γυρίζαμε, λέγαμε… Και τα παιδιά δε θέλουνε ούτε να μένουνε εκεί όταν πάνε, στους παππούδες κάθονται. Να φύγουμε πάλι; να τα μαζέψουμε όλα, δεύτερη φορά, άμα λογαριάζεις κράτος, τέταρτη άμα λογαριάζει μέρος, πόλη, πώς άλλαξε έτσι η Κρήτη σε πέντε χρόνια μέσα, να πάμε πού σε ποιο κράτος τώρα; έρχεται μεθαύριο από φαντάρος ο μεγάλος μας… Η γυναίκα του γιατρού μ’ ειδοποίησε να μην ξαναπάω να καθαρίσω.