Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Το μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων

Και ο δρόμος του Άι Βλάσση.
Είναι θέμα που επανέρχεται συχνά. Παρουσιάζεται αυτός ο δρόμος ως αναγκαίος για να έρχονται προσκυνητές εύκολα από Κρανίδι μεριά, για να περνάει συγκοινωνία κ.λ.π.
Δεν μπορούν όλα να γίνουν ...δρόμος και ούτε όλη η γη μας να μπει στη λογική των εξοχικών, των αγροτεμαχίων και των ‘οικισμών’.

Στο βάθος η συλλογιστική είναι αρκετά παλιά: Το μοναστήρι που έχει γη που πρέπει να την μοιράσει στους ακτήμονες, που πρέπει να διευκολύνει τη συγκοινωνία, τους προσκυνητές, του λουόμενους, τι θέλουν την περιουσία οι καλόγριες κ.λ.π.
Το μοναστήρι είχε γη που έφτανε μέχρι και το Μουζάκι, κάποτε και μέχρι τα Φλάμπουρα, όπως είχε και η Μονή του Αυγού. Μέγα μέρος αυτής ορθώς του αφαιρέθηκε υπέρ ακτημόνων και άλλων παραγωγών και μέρος αυτής δόθηκε από το ίδιο το μοναστήρι. Σήμερα η κτηματική του περιουσία περιορίζεται γύρω από το μοναστήρι και αποτελεί τον ζωτικό του χώρο που εξασφαλίζει και την έννοια του ησυχαστηρίου όχι μόνον για τις Μοναχές και τους προσκυνητές, αλλά για όλους μας. Λόγω αυτής της ιδιοκτησίας του δεν πλησίασαν τα εξοχικά και οι βίλες κοντά του, λόγω αυτής της ιδιοκτησίας δεν περνά από την είσοδό του πολύβουος ασφαλτοστρωμένος δρόμος, λόγω αυτής της ιδιοκτησίας δεν αστικοποιήθηκε το μοναστήρι και διατηρεί τη παλιά μαγεία όλη η περιοχή γύρω από αυτό, λόγω αυτής της ιδιοκτησίας διασώθηκε και ο αρχαιότερος ελαιώνας της Ερμιονίδας και δεν έγινε βορά των εξοχικών.
Το θέμα, εκτός των άλλων, δεν είναι μόνον η προστασία της ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς μας αλλά είναι και άκρως περιβαλλοντικό.
Αλλά με αφορμή αυτόν τον δρόμο, ΟΧΙ άλλα κάγκελα. Κλείνοντας με κάγκελα τον ελεύθερο χώρο μπροστά από την είσοδο του μοναστηριού, κάνεις φυλακή το μοναστήρι. Ο δρόμος κάλλιστα μπορεί να σταματάει πάνω από τον Άγιο Βλάσση, σε ένα μικρό διαμορφωμένο πλάτωμα για πάρκιν και ο ερχόμενος από Κρανίδι να συνεχίσει 100 μέτρα με τα πόδια σε ένα καλά διαμορφωμένο πλακόστρωτο καλντερίμι να πάει στη Μονή. Αν δεν θέλει, μπορεί να κάνει τον γύρο της Πικροδάφνης.

Έρρωσθε,
Βασίλης Γκάτσος