«Κάθε σπίτι κρύβει
λίγη αγάπη στη σιωπή…»1
Του Γιάννη Σπετσιώτη και της Τζένης Ντεστάκου
α. Το σπίτι με τη
τζιτζιφιά
Κατηφορίζοντας
την οδό Ταξιαρχών, τα κλαδιά της τζιτζιφιάς γέρνουν προκλητικά μπροστά μας. Συνομιλούν
με τα άνθη της γειτόνισσας, της ολάνθιστης
βοκαμβίλιας...
Το
σπίτι, στον αριθμό 49, είναι πέτρινο, δίπατο, με κεραμοσκεπή και ακροκέραμα, με
αυλή και τσιμεντένια σκάλα κι ένα αδειανό πιθάρι στη γωνιά, στη σκιά του
λιόδεντρου.
Η
μάντρα ασβεστωμένη χρόνια πίσω και η σιδερένια πόρτα με σχέδια και στολίδια, και
λουκέτο με αλυσίδα να κλειδώνει το χρόνο και ν΄ αφήνει τη ζωή απέξω.
Παραθυρόφυλλα
κλειστά με εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης. Όλα βουβά και μελαγχολικά στη
σιγαλιά του απογεύματος…
Εδώ
έμενε ο
Κωστής ο Βελούδης, τσαγκάρης στο επάγγελμα, με τη μητέρα του, την κυρα-Λένη,
ο αδελφός του Μίμη, του πρώτου Προέδρου της Κοινότητας μετά τη Μεταπολίτευση
και του Τάσου, που ήταν μηχανικός στα Μεταλλεία.
Ήταν διασκεδαστικός
και χιουμορίστας ο Κωστής, πάντα με καλή διάθεση σχολίαζε τα ψαλτικά του τόπου
μας, καθότι και ο ίδιος λάτρης της βυζαντινής μουσικής και ψάλτης αριστερός, για
πάνω από πενήντα χρόνια, στην Παναγία. Λένε, μάλιστα, πως σαν φτιαχνόταν το
καμπαναριό της Παναγίας, μικρό παιδί εκείνος τότε, η καμπάνα σημάδεψε το πόδι
και την παιδική του ηλικία, χωρίς ωστόσο να επηρεάσει τη συμπεριφορά και το
κέφι του για ζωή.
Τον θυμάμαι, πειραχτήρι
καθώς ήταν, να μαζεύει τα παιδιά της γειτονιάς και προφασιζόμενος άγνοια, να μας
βάζει να λύνουμε προβλήματα των τεσσάρων πράξεων, για να διαπιστώσει τις
γνώσεις μας, επιδοκιμάζοντας την προσπάθειά μας. Κάποια φορά, βέβαια, η Κ.Π., μια
από τις καλύτερες μαθήτριας της τάξης μας, που δεν εισέπραξε το ιδιαίτερο
«μπράβο» του, έβαλε τα κλάματα, δηλώνοντας αδυναμία!
Στ’ αυτιά μου ηχεί
μέχρι και σήμερα το χαρακτηριστικό του επιφώνημα με τα πέντε συνεχόμενα ω!,
όταν κάτι του φαινόταν περίεργο. Το άρθρωνε με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αφού δεν
έβγαζε τον αέρα από το στόμα του απευθείας, αλλά τον περνούσε πρώτα από τον
ουρανίσκο του, εκπνέοντας ταυτόχρονα και από τη μύτη.
-Ωωωωω! θυμάστε;
Εμείς
οι Ταξιαρχιώτες είχαμε το πλεονέκτημα να περνάμε καθημερινά από το σπίτι με τη
τζιτζιφιά, μοναδικό στην πόλη μας, πηγαίνοντας για τα ψώνια. Ακουμπούσαμε τις
τσάντες στον τοίχο και, με την άδεια των νοικοκυραίων, πηδούσαμε ψηλά να
φτάσουμε τα τζίτζιφα που ήσαν ιδιαίτερα γευστικά και να περηφανευτούμε στους
άλλους, τους Λιμανιώτες, που ιδέα δεν είχανε.
Βραδιάζει...
Σημάδια ζωής!
Είναι «ο αγέρας που περνά και
κάνει τα κλειστά παράθυρα να τρίζουν». Είναι κι η τζιτζιφιά που, παλεύοντας
πεισματικά με τη λήθη, δηλώνει την παρουσία της. Κάθε που καλοκαιριάζει,
ανθίζει και μοσχοβολά! Και χρωματίζει με τους βαθυκόκκινους καρπούς της το
πλακόστρωτο και την ιστορία…