Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Ταυτότητες πέρα από ληξιαρχικές - γραφειοκρατικές διατυπώσεις ( β΄ μέρος )


Το  β΄ μέρος της συνέντευξης του Τάκη Σπετσιώτη στη Μυρσίνη Σαμαρά 

(Το α΄μέρος εδώ )    (Το β΄μέρος εδώ )
 (Το τελευταίο μέρος  εδώ )

Μ.Σ. Ποιοι χώροι, γενικά, σου δίνουν υλικό για να δημιουργείς; Τι συγκεκριμένα σου δίνουν; Έχω την αίσθηση ότι δημιουργείς την εντύπωση ενός ανθρώπου ήσυχου και χαμηλού προφίλ αλλά τα έργα σου δεν είναι καθόλου εφησυχαστικά.

 Τ.Σ. Δε σκηνοθετώ ούτε γράφω εμπνεόμενος από και εκφράζοντας μόνο τον εαυτό μου. Συνεισφέρω λίγο ή πολύ στις εμπειρίες του κοινού, με το οποίο ψάχνω να επικοινωνήσω. Δεν είμαι στη ζωή μου, όπως στις ταινίες  και στα βιβλία μου. Σίγουρα υπάρχουν πάνω μου κρίκοι μιας αλυσίδας που με ενώνουν με τα κατά καιρούς δημιουργήματά μου αλλά και που συχνά είναι εξαιρετικά ανόμοιοι. Είναι αρχή μου να γράφω όχι μόνο όταν είμαι ήρεμος κι ευτυχισμένος αλλά και όταν βρίσκομαι σε αυτό που λέμε «δύσκολη θέση», προδομένος, εξεγερμένος, δυστυχής. Αν η τέχνη δεν αποτελεί πολλές φορές ένα μέσο διαμαρτυρίας, τότε μου φαίνεται ρηχά καλολογική  και χωρίς νόημα. Πιστεύω στην κλασική αρχή ότι ο πόνος γεννά τα έργα τέχνης. Παρόλο που απεύχομαι τη δογματική διδασκαλία μέσω των έργων τέχνης, δεν παύω να πιστεύω πως η τέχνη οφείλει να αναθεωρεί τη ζωή και, λέγοντας την αλήθεια του καλλιτέχνη, να δείχνει  στους ανθρώπους τι τους συμβαίνει, ποιοι είναι στην πραγματικότητα.

Μ.Σ. Αγαπάς απ’ ό,τι φαίνεται πολύ την πατρίδα σου, την Ερμιόνη. Ωστόσο στο βιογραφικό σου έχεις προτάξει τον Πειραιά ως τόπο γέννησης. Είναι απλή επιλογή  ή η Ερμιόνη είναι το alter ego σου στο οποίο επιστρέφεις συνεχώς;

(Φωτ: Με την κα Ανθούλα Δουρούκου)
Τ.Σ. Η επιλογή του Πειραιά στο βιογραφικό γίνεται για λόγους ακριβείας. Να πιστεύουμε καμιά φορά και τις αστυνομικές ταυτότητες. Αυτό λέει η ταυτότητά μου, ότι γεννήθηκα στον Πειραιά. Πέραν αυτού έχω πολλές αναμνήσεις από τον Πειραιά εξαιτίας του ότι εκεί μεγάλωσε, σπούδασε και εργάστηκε ένα μεγάλο διάστημα ο πατέρας μου και τ’ αδέλφια του. Πέρασα κάτι αξέχαστους Σεπτεμβρίους των εφηβικών μου χρόνων κι εγώ στην Καστέλα, πριν ανοίξουν κάθε χρονιά τα σχολεία.
( Φωτ: Στην επιτροπή του διαγωνισμού φωτογραφίας της "Πρωτοβουλίας" 2011)
Πράγματι,  εδώ στην Ερμιόνη έζησα τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά μου χρόνια. Οι εικόνες  εκείνης της εποχής, οι πρώτες της ζωής μου, δύσκολα σβήνουνε ή δύσκολα αντικαθίστανται με άλλες εξίσου αρχετυπικές. Η οικογένειά μου είναι ακόμη εγκατεστημένη εδώ. Την επισκέπτομαι με την ίδια αγάπη των άρρηκτων δεσμών, την αγάπη προς τα δικά μας πράγματα και τον εαυτό μας.
Ωστόσο προσπαθώ πάντα να μένω αποστασιοποιημένος, γιατί η τυφλή αγάπη δε βοηθάει να βλέπει κανείς τα στραβά τόσο του εαυτού του όσο και του περίγυρού του και να προσπαθεί να τα ξεπεράσει.

 Μ.Σ. Η Επίδαυρος και ο αρχαιοελληνικός λόγος (αρχαία τραγωδία και κωμωδία) είναι πολύ κοντά σου γεωγραφικά και σκηνοθετικά. Αυτό σε κάνει πιο απαιτητικό ως συγγραφέα και αναγνώστη – θεατή;

 Τ.Σ. Έχω δυσκολευτεί πολύ να ταυτιστώ μ’ αυτό που λέγεται αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, να καταλάβω τους απομακρυσμένους, χιλιετηρίδες πίσω στο χρόνο, κλασικούς. Ό, τι έχω καταφέρει το έχω καταφέρει διά της πλαγίας οδού, μέσα από μοντέρνα κείμενα, όπου σχεδόν δε γίνεται καμιά ρητή αναφορά στην ελληνική αρχαιότητα. Η πιο χαρακτηριστική φράση που θυμάμαι γύρω από αυτό είναι μία που διάβασα κάποτε σ’ ένα κείμενο του Κ. Ταχτσή: «Κάναμε περιπάτους στους πρόποδες της Ακρόπολης χωρίς ποτέ- γνήσιοι Αθηναίοι- ν’ ανεβούμε πάνω», ( «Η γιαγιά μου η Αθήνα» ). Αυτό νομίζω ότι μου ταιριάζει.
Το μόνο κείμενο που κατάφερε να με μυήσει στον αρχαίο κόσμο ήταν η «Εισαγωγή στο Συμπόσιο του Πλάτωνα» του Ι. Συκουτρή. Είναι σαν μια αργή πορεία προς ένα πολιτισμό που ελπίζω να ζήσω και να καταφέρω να μυηθώ σ’ αυτόν, να τον μελετήσω, όπως  του αξίζει, κι αν υπάρχουν και τα κέφια και η τύχη να καταπιαστώ κάποτε πιο ενεργά ως συγγραφέας και σκηνοθέτης, αλλά εφόσον θα είμαι έτοιμος.


 Μ.Σ. Ο λογοτεχνικός λόγος πότε εκφράστηκε άξια και πότε παράπεσε σε κοινοτυπίες και κουραστικές αφηγήσεις. Βοήθησε η κριτική στη συνειδητοποίηση της ποιότητας;

 Τ.Σ. Για μένα η κριτική (εννοώ κυρίως τη στεγασμένη στα βιβλία με μορφή δοκιμίου ή μελέτης) είναι και αυτή δημιουργικό είδος, όπως η ποίηση και η πεζογραφία. Ξέρεις ποιο ήταν το αγαπημένο μου ανάγνωσμα όταν ήμουν έφηβος; Οι εισαγωγές στον παρεκκλίνοντα από την κανονικότητα βίο και στο αιρετικό έργο κάποιων καταραμένων ποιητών του μεσοπολέμου. Είχα, δεν ξέρω κι εγώ πόσες φορές, χιλιοδιαβάσει τις εισαγωγές του Δικταίου για το  Ν. Λαπαθιώτη και της Λιλής Ζωγράφου για τη Μ. Πολυδούρη σίγουρα περισσότερο και από τα ποιήματα των ποιητών. Έλεγα  στα δεκάξι μου: «Κάτι θα κάνω εγώ μ’ αυτό», και δεν ήξερα ακριβώς ποιο ήταν το «αυτό». Τα ποιήματα; - Θα έγραφα δηλαδή ποίηση; Ή μήπως οι εισαγωγές ήταν αυτό που θα διάλεγα; Η  δημιουργία ή η μελέτη; Και το ‘φερε η ζωή έτσι χα, χα, χα! που τα έκανα και τα δύο και το «Μετέωρο και σκιά», μια ταινία ως δημιουργία και το μεγάλο δοκίμιο «Χαίρε Ναπολέων» για τον ίδιο ήρωα, ως κριτική δημιουργία.
Κακά τα ψέματα, χωρίς κριτική δεν μπορεί να υπάρξει όχι μόνο ιστορία της λογοτεχνίας αλλά ούτε καν περιρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα.
Σας μίλησα πριν για την «Εισαγωγή στο Συμπόσιο του Πλάτωνα» του Ι. Συκουτρή που εύρισκα ότι σε μερικές σελίδες ξεπερνούσε το ίδιο το «Συμπόσιο», όπως και η μελέτη του  Ζαν Πωλ Σαρτρ «Ο Άγιος Ζενέ»,  που ξεπερνούσε μερικά κείμενα του γάλλου καταραμένου συγγραφέα.

 Μ.Σ. Ποιοι συγγραφείς από την  Ελλάδα έχουν δώσει έργο που είναι ή διεκδικεί την ταυτότητα του κλασικού; Είναι κάποιοι που σε έχουν επηρεάσει;

(Φωτ: Μιχάλης Μητρούσης σε σκηνοθεσία Τ.Σ.)
Τ.Σ. Είναι πάρα πολλοί που δίνουν γενναία μάχη με το χρόνο για να κλασικοποιηθούν. Άλλωστε τι είναι η σύγχρονη Ελλάδα; Μια χώρα ούτε καλά καλά διακοσίων χρόνων για να έχει κλασική λογοτεχνία. Το κλασικό έρχεται πολλές φορές από εκεί που δεν το περιμένεις. Είναι όπως και το διαχρονικό, αποτέλεσμα και όχι πρόθεση. Έχω μια ιδιαίτερη αγάπη στην ποίηση και στο δοκίμιο ως λογοτεχνικά είδη. Από την πρώτη θα ξεχώριζα ανεπιφύλακτα τον Κ. Καβάφη ως κατακτητή του αξιώματος που αναφέρατε. Από τη δεύτερη ο Εμμ. Ροΐδης, με το πρωτεϊκό του έργο,  δεν αφοσιώνεται συνειδητά σε κανένα είδος. Γράφει και μυθιστόρημα και μελέτη και σκαλάθυρμα και διήγημα και επιστολή και μετάφραση και χρονικό και όλα αυτά μαζί σ’ ένα. Είναι μια πνευματική προσωπικότητα του 19ου αιώνα που ξεχωρίζει με διαφορά. Έχω διδαχτεί από αυτούς αλλά κυρίως και από προσωπικότητες της τέχνης που έχουν εμφανιστεί ως τολμηροί διάττοντες μ’ ένα έργο από πολλούς αμφισβητούμενο, ωστόσο γενναίο και υπολογίσιμο, διδακτικό στην πορεία του μέσα στο χρόνο. Εννοώ τον Ν. Λαπαθιώτη και τον Κ. Ταχτσή.


 Μ.Σ. Με αφορμή το βιβλίο σου «Δελτίον ταυτότητος» για ποια ταυτότητα γράφεις, σε μια εποχή αλλεπάλληλων συζητήσεων γενικά για ταυτότητες;

  Τ.Σ. Γράφω για την ταυτότητα του κεντρικού ήρωά μου που τον παρακολουθώ σε τρεις φάσεις της ζωής του, στα δύσκολα παιδικά του χρόνια, όταν μυείται στον έρωτα και τραυματίζεται από αυτόν, στα είκοσί του χρόνια, όταν μυείται στην Τέχνη, στα 46 του, όταν ώριμος πια κι έχοντας ολοκληρώσει ένα κάποιο καλλιτεχνικό έργο, έχει αυτό που λέμε εξοριστεί από τη δράση, ζει την απουσία. 

Μιλάω, επίσης, για την ταυτότητα ενός ελληνικού περίγυρου που κι αυτός αλλοιώνεται με το χρόνο, επιφέροντας αυτό που λέμε χάσμα των γενεών.  Μ’ ενδιέφερε πολύ το μυστήριο που εμπεριέχει η έννοια της ταυτότητας ως κάτι που ξεκινάει από στοιχεία που σχεδόν διατυπώνονται ληξιαρχικά και γραφειοκρατικά – το γένος, το φύλο, η πατρίδα, το θρήσκευμα- αλλά που, αν τα ψάξουμε, φτάνουν να ανάγονται, θα τολμούσα να πω, ως τη μεταφυσική, το πώς κάποιος βιώνει, πώς ενδύεται σιγά σιγά, θα έλεγα, με έναν επιτελεστικό επαναλαμβανόμενο τρόπο τις έννοιες του φύλου, του θρησκεύματος, του επαγγέλματος, της πατρίδας, και πώς τις ασπάζεται ή τις απορρίπτει σε κάποια φάση της ζωής του. Πιστεύω ότι ταυτότητα σημαίνει αυτό το μαγικό, να είμαστε όλοι μέρος ενός περίγυρου, ενός συνόλου, και ταυτόχρονα ο καθένας μας τόσο διαφορετικός από αυτόν! Και όχι ληξιαρχικές διατυπώσεις μιας τετελεσμένης πράξης καταγραφής.
Εκεί παίζει ο ήρωάς μου ως χαρακτήρας. Στόχος μου είναι να μην αποτελεί η ιστορία του ήρωά μου μια απλή περιπτωσιολογική ιστορία, αλλά να εκτείνεται σε μια πιο αποπροσωποποιημένη καταγραφή που να φτάνει να περιλαμβάνει και να αφορά και τον ίδιο τον αναγνώστη. Να είναι Κόσμος. Οι ταυτότητες λίγο πολύ όλων μας.

 Τέλος β΄ μέρους. Η συνέχεια και το τέλος της συνέντευξης αύριο...