Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Λίβιος Ανδρόνικος


Λίβιος Ανδρόνικος
 
Του Γιάννη Λακούτση
Ποιητής ελληνικής καταγωγής, γεννήθηκε στον  Τάραντα, το 275 π.χ. Βρέθηκε αιχμάλωτος  και πουλήθηκε σαν δούλος. Απελευθερώθηκε, σπούδασε και έγινε δάσκαλος μουσικής  και των Ελληνικών γραμμάτων.
Είναι ο αρχαιότερος ποιητής της Ρώμης, και μετάφρασε στα λατινικά την Οδύσσεια. Η μετάφραση αυτή αν και ήταν ανεπιτυχής, χρησίμευσε στους Ρωμαίους σαν διδακτικό βιβλίο. Ο Λίβιος έγραψε τραγωδίες και κωμωδίες καθώς και επιγράμματα, ένα από τα οποία είναι και το παρακάτω.

Όλα γερνούν και πάνε

 Αγαπημένα πέδιλα που όταν σας φορούσα
στις πέτρες και στα χώματα ανάλαφρα πατούσα.
Και στα ποδάρια έννοιωθα μια ζεστασιά μεγάλη
                            παράκαιρα γεράσατε
                            το σχήμα σας εχάσατε
και δεν μπορεί στα πόδια του κανένας να σας βάλη.
Σας έχω τώρα δίπλα μου για να θυμούμε μόνο
                              τον περασμένο χρόνο.
Μαζύ  εγεννηθήκαμε την εποχή την ίδια
κ’ εγείνατε  στα πόδια μου πολύτιμα στολίδια.
Μαζύ επερπατήσαμε στα περασμένα χρόνια
στη χλόη της ανοίξεως και πάνω εις τα χιόνια
Μαζύ ετριγυρίζαμε την ξακουσμένη Ρώμη
και τώρα που γεράσαμε μαζί γερνούμ’ ακόμη.
                          Μα πριν να σας αφήσω
ω! τρυπημένα πέδιλα σ’ αυτή τη δόλια γη
                         με πατρική στοργή
σας παίρνω εις τα χέρια μου να σας γλυκοφιλήσω.

Και συ χλαμύδα παλαιά κι αν και βαστάς ακόμα
η πρώτη χάρι σούφυγε και άλλαξες το χρώμα
                         και την ωραία σου θωριά.
Πόσες φορές δεν ζέστανες τ’ αδύνατά μου στήθια
και τις χειμερινές νυκτιές δεν μούδωκες βοήθεια
                        κι ανέλπιστη παρηγοριά.
Θυμούμαι την αγάπη σου, χλαμύδα την παλιά σου
που την ζεστή μου άνοιγες κι ωραίαν  αγκαλιά σου
                       εις του ανέμου την ορμή,
για να σκεπάσης το φτωχό βασανισμένο μου κορμί.
Τώρα και συ εγέρασες και κατατρυπημένη
η παγωμένη σ’ αγκαλιά το σώμα δε θερμαίνει
Γύρε και συ στο πλάι μου εις το πλευρό μου μείνε
και νεκρικός χιτώνας μου φτωχή χλαμύδα γίνε.
Και με αυτόν π’ εσκέπαζες τ’ αδύνατό του σώμα
                     θάψου στο ίδιο χώμα.