Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Θέατρο Σκιών (2)



Του Γιάννη Λακούτση
Θέατρο Σκιών  (2)
Ο Ελληνικός Καραγκιόζης

Από  πότε  ακριβώς  έκανε την εμφάνιση του το ιδιόμορφο αυτό μουσικό
θέατρο στον ελληνικό χώρο είναι άγνωστο.
Πολλοί πιστεύουν ότι υπήρχε σαν ψυχαγωγία, ήδη από την προεπαναστατική περίοδο. Γραπτές μαρτυρίες των περιηγητών Πουκεβιλ,  Χόμπχαους αλλά και του λόρδου  Μπάιρον  αναφέρουν πως ο Καραγκιόζης παιζόταν στην Τριπολιτσά το 1799 και στα Γιάννενα, το 1809 στην Αυλή του Πασά  από κάποιον Εβραίο καραγκιοζοπαίχτη  με το όνομα Ιάκωβος.


Πρώτη αναφορά στον Καραγκιόζη σε ελληνική εφημερίδα, γίνεται τον Δεκέμβριο του  1827 σε φύλλο της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος». «Ο Καραγκιόζης εις την Τουρκίαν είναι υποκριτής του Τουρκικού θεάτρου το οποίον παριστάνεται εις καιρόν ρεμεζανίου, όστις κρυμμένος όπισθεν της σκηνής, χωρίς δι’ όλου να φαίνεται, δι’αναισχύντων λόγων παριστάνει ασυρράπτους ομιλίας…» Καταγραμμένη εμφάνιση Καραγκιόζη βρίσκουμε επίσης στην εφημερίδα « Ταχύπτερος Φήμη» τον Αύγουστο του 1841.
« Την 21ην  του παρόντος θα παρουσιαστεί εις το Ναύπλιον η κωμωδία του Καραγκιόζη έχουσα αντικείμενο τον Χατζηαβάτη και Κουτσούκ-Μεμέτην …».
Από την διατύπωση της είδησης φαίνεται καθαρά πως ο Καραγκιόζης δεν ήταν άγνωστος στο ελληνικό κοινό. Η ίδια εφημερίδα τον Φεβρουάριο του 1852, γράφει για μια παράσταση Καραγκιόζη στην Αθήνα, στη συνοικία της Πλάκας.

«Κατά την συνοικίαν της Πλάκας εσυστήθη ανατολικόν θέατρον, εξοδεύων δε τις δέκα μόνον λεπτά, πέντε δηλ. δια την είσοδον και άλλα πέντε δια έναν Ναργιλέν,
δύναται να διασκεδάση τρείς ολόκληρους ώρας, εξακολουθών να γελά ακαταπαύστως καθ’ όλον αυτό το διάστημα…»
 Δεν αναφέρεται όμως ο Καραγκιοζοπαίχτης. Πολλοί  υποστηρίζουν ότι πρόκειται για τον Γιάννη Βράχαλη, τον πρώτο Έλληνα που μαθήτευσε στην Πόλη και έφερε στην Ελλάδα τον Καραγκιόζη. Ορισμένοι υπερασπιστές της Τουρκικής ταυτότητας του
Καραγκιόζη μπορούν να χρησιμοποιήσουν ως απόδειξη τα πρόσωπα των Τούρκων πρωταγωνιστών (Πασάς, Βεζίρης). Αλλά τα πρόσωπα αυτά δεν υπήρχαν στον Τουρκικό Καραγκιόζη. Υπάρχει εδώ ένα παράδοξο. Ενώ η Ελλάδα έχει απελευθερωθεί, το Θέατρο Σκιών, εξακολουθεί να παρουσιάζει πασάδες, σουλτάνους, σαράι και ο Έλληνας ως υποτελής των Οθωμανών.
Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα μαζί με τον «εξευρωπαϊσμό» έχει επιβληθεί και η δυτική τέχνη. Ολόκληρη η ελληνική παράδοση χαρακτηρίζεται» ανατολική» και εξοβελίζεται. Η εκκλησία και η « καλή κοινωνία» συγκρούονται με τον Καραγκιόζη.
Το κλίμα είναι εχθρικό απέναντι στους καραγκιοζοπαίχτες.
Ένα  δημοσίευμα της εφημερίδας «Αθηνά» τον Ιανουάριο του 1854, μαρτυρεί
πιέσεις προς την Αστυνομία, προκειμένου να απαγορευθεί ο  Καραγκιόζης,
λόγω των χυδαίων εκφράσεων και του αισχρού περιεχομένου.

« …Λυπούμεθα βλέποντες την Διεύθυνσιν της Αστυνομίας ανεχομένην και συγχωρούσαν των εν τισι  καφενείοις  παράστασιν του λεγομένου Καραγκιόζη, ενώ άλλοτε αυστηρώς εμποδίζετο αύτη. Αγνοεί, φαίνεται, ο Κ. Διευθυντής οποίων ασέμνων και αισχρών πράξεων σκηναί παρίστανται δια των νευροσπάστων εις τα βωμολοχικά ταύτα των Ασιατών θέατρα, και οποία διαφθορά διαχέεται ως εκ τούτων εις όλην την Κοινωνίαν μας, αφού απειράριθμον πλήθος διαφόρων παίδων και πολλοί μάλιστα εκ των μαθητών των Γυμνασίων και των λοιπών σχολείων μας,
δεν παύουσιν  συχνάζοντες εις αυτά καθ’ εσπέραν αδιακόπως».
Έως το 1900 μόνο στα τοπικά πανηγύρια και στα σπιτικά γλέντια άκουγε το τραγούδι η ελληνική κοινωνία. Ο κάθε τόπος όμως ήξερε και άκουγε πιο πολύ τα δικά του τραγούδια. Η Ρούμελη αγνοούσε το Επτανησιακό τραγούδι, όπως και τα Επτάνησα
αγνοούσαν το τραγούδι της Ρούμελης και μόνο στα αστικά κέντρα, στην ταβέρνα και στον δρόμο ακουγόταν το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι και τα βράδια στις γειτονιές
 η ελληνική καντάδα. Ο Καραγκιόζης έρχεται να κάνει το τραγούδι όλων των αποχρώσεων πανελλήνιο. Αυτός έκανε να ακουστεί το κλέφτικο και το βουκολικό τραγούδι στα αστικά κέντρα, να ακουστεί η Επτανησιακή καντάδα στην Αθήνα και στις επαρχίες της Ηπειρωτικής Ελλάδας, η μελωδία του ελληνικού αμανέ σε κάθε τόπο. Δεν έδωσε μόνο το ελληνικό τραγούδι με όλη του την ποικιλία στους Έλληνες. Τους το έδωσε τραγουδημένο με εξαίρετες φωνές και με εξαίρετη τέχνη.
Το τραγούδι που προηγείται από την εμφάνιση του προσώπου στον μπερντέ,
ερεθίζει τη φαντασία του θεατή, ώστε να την κάνει να προσπαθεί να συλλάβει την μορφή του προσώπου που πρόκειται να βγει και με αδημονία περιμένει την εμφάνιση του. Οι μεγαλύτεροι μουσικοί του θεάτρου σκιών ήταν οι ψάλτες η οι δημοτικοί τραγουδιστές. Οι μουσικοί του Καραγκιόζη ,ήταν οι  Μουσικάντες η Μουσικάντηδες ( παίκτες πνευστών οργάνων και κρουστών) και οι γύφτοι ( πρακτικοί, εμπειρικοί οργανοπαίχτες), αδιάφορα αν φυλετικά δεν ήταν τσιγγάνοι. Οι μουσικοί αυτοί δεν ζούσαν από τον Καραγκιόζη, ίσως να έπαιρναν περισσότερα από ένα πανηγύρι, αλλά εδώ το χαίρονταν περισσότερο. Κάθε επαγγελματίας καραγκιοζοπαίχτης είχε τον μαέστρο του. Αραδιασμένοι μπρος στη σκηνή, οι μουσικοί, έπαιζαν πριν από την έναρξη, στο διάλειμμα και στο τέλος της παράστασης, τραγούδια της εποχής και εμβατήρια, ενώ όχι σπάνια ακολουθούσε λαϊκό γλέντι. Η εφημερίδα Εστία του 1901 αναφέρεται σε αυτοσχέδιες παραστάσεις Θεάτρου Σκιών που κατέληγαν σε ξενύχτι με τραγούδια και χορούς.
Τα πρώτα χρόνια ο Καραγκιόζης παιζόταν  αποκλειστικά στα καφενεία. Αργότερα όμως, όταν  είχε αποκτήσει το δικό του φανατικό κοινό, οι καραγκιοζοπαίχτες έπαιζαν σε θέατρα τον χειμώνα και σε «μάντρες» το καλοκαίρι.
 Η απόκτηση « μάντρας» με τον κισσό και το αγιόκλημα, δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τους καραγκιοζοπαίχτες, γι αυτό και οι περισσότεροι ήταν περιπλανώμενοι, με το μπουλούκι τους. Υπάρχει ευθύς παραλληλισμός με τους απτάληδες, τους περιπλανώμενους ελεύθερους τεχνίτες  της Μικράς Ασίας, η τους ασίκηδες, τους περιπλανώμενους τροβαδούρους του ισλαμικού κόσμου. Στις περιοδείες τους οι καραγκιοζοπαίχτες συνεργάζονταν συχνά με ντόπιους μουσικούς.  Έτσι πρόσθεταν και τραγούδια  από το τοπικό ρεπερτόριο, ενώ παράλληλα λειτουργούσαν και σαν μουσικοί πρεσβευτές, μεταφέροντας σε όλη την Ελλάδα τα διάφορα μουσικά είδη και τους χορούς των ηρώων του Καραγκιόζη που γεφυρώνουν την Ανατολή με την Δύση. Πολίτικα, χασάπικα, χασαποσέρβικα, δίπλα σε καλαματιανά και τσάμικα. 
Η ζωή των καραγκιοζοπαιχτών δεν ήταν καθόλου εύκολη η λαμπερή, αντίθετα
ήταν πολύ δύσκολη. Οι περισσότεροι έζησαν ανυπόληπτοι, γεμάτοι βάσανα και πίκρες, μέσα στην φτώχεια και την πείνα. Κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι, ρακένδυτοι,
όπως ο ήρωας τους. Όργωναν την Ελλάδα κουβαλώντας δυσβάσταχτα φορτία, έχοντας ως κρεβάτι τις τάβλες της σκηνής και για προσκεφάλι τις βαλίτσες με τις φιγούρες. Από τους 150 καραγκιοζοπαίχτες που έπαιζαν μεταξύ του 1910-1930
οι περισσότεροι πέθαναν από φυματίωση.