Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ο «δικός μου» δάσκαλος



Ο «δικός μου» δάσκαλος
(40 ημέρες χωρίς τον «κυρ» - Απόστολο)
του Γιάννη Μ. Σπετσιώτη
Καλοκαίρι του 2012. Έμελε νάναι το στερνό του καλοκαίρι στην Ερμιόνη. Το φετινό η ασθένεια τον κράτησε στην Αθήνα, γεγονός που τον λύπησε πολύ. Παραμονή της Παναγίας. Περασμένες 10 και όπως, καθημερινά, συνήθιζα τα τελευταία χρόνια, τον επισκέφθηκα, να του κρατήσω συντροφιά, να συζητήσουμε τα …τρέχοντα.
Με δέχτηκε ξαπλωμένος… Στο πρόσωπό του ζωγραφισμένος ο πόνος, αφόρητος, όπως και τις προηγούμενες μέρες... Τα σπαστά μαλλιά του ανασηκωμένα στα διπλά μαξιλάρια. Τον καλημέρισα και ανταποδίδοντας το χαιρετισμό προέταξε, χαμογελώντας, ένα δυνατό επιφώνημα εεε!, καθώς συνήθιζε.  
Με περίμενε... Μου είπε τα δικά του, του έδωσα τις «ιατρικές μου συμβουλές» και κάπου εκεί, ξεχάστηκε. Με ρώτησε τις τελευταίες λεπτομέρειες για την προγραμματισμένη αυγουστιάτικη εκδήλωση του Ερμιονικού και στη συνέχεια, λόγω και της επικαιρότητας, «τα έβαλε» με τις …προθέσεις.
-     Λέμε, Γιάννη, «μετά των Αγίων…», αλλά λέμε και μετά «το Δεκαπενταύγουστο». Στην πρώτη περίπτωση η πρόθεση «μετά» σημαίνει «μαζί», ενώ στη δεύτερη σημαίνει «ύστερα». Ξέρεις, η σημασία των προθέσεων πάντα ήταν για μένα μια πολύ ενδιαφέρουσα ενασχόληση.
Εκείνο, ωστόσο, που κάθε φορά με εντυπωσίαζε ήταν η ευχέρεια στη χρήση παραδειγμάτων από το εορτολόγιο και την υμνολογία της εκκλησίας μας, όταν ήθελε να επισημάνει γραμματικά ή συντακτικά φαινόμενα.
-     Να προσέχεις, μου έλεγε, όχι μόνο τη μουσική αλλά και το περιεχόμενο των ύμνων, για να τους αποδίδεις σωστά από κάθε άποψη.
Σώπασε για λίγο, έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε τα τρεμάμενα χέρια πάνω στο στήθος του. Ύστερα με φωνή βαθιά -βγαλμένη από τα κατάβαθα της ψυχής του, σχολίασε:
-     Γιάννη, η πιο όμορφη προσφώνηση που γνωρίζω είναι του Οδυσσέα στη Ναυσικά. Την ώρα που, καθώς έπαιζε με τις φίλες της, το τόπι έπεσε σιμά του και τον ξύπνησε, εκείνος είπε ταραγμένος λόγο γλυκό και φρόνιμο.
«Γουνούμαί σε, άνασσα! Θεός νυ τις ή βροτός έσσι;». Δηλαδή, «Σε ικετεύω, Δέσποινα! Είσαι κανένας Θεός ή άνθρωπος;»
Απήγγελε το αρχαίο κείμενο της Οδύσσειας με ρυθμό και ύφος, ώστε να γίνεται αντιληπτό το νόημά του και ταυτόχρονα το μετέφραζε. Αφού, είπε, θαρρώ 7- 8 στίχους, σταμάτησε. Άνοιξε για λίγο τα μάτια του, με κοίταξε -να βεβαιωθεί ότι τον παρακολουθώ και τα ξανάκλεισε λέγοντας:
-     Πρόσεξε κι αυτή τη φράση: «Γρήυς δ’ εις υπερώ ανεβήσετο καγχαλόωσα». «Ανέβηκε η γριά στο ανώγι γεμάτη χαρά», μεταφράζει ο Λορετζάτος στη δημοτική, ενώ ο Πεζόπουλος στην καθαρεύουσα σημειώνει: «Ανήλθε η γραία εις το υπερώον πλήρης ικανοποιήσεως».
Απήγγειλε κατά τον ίδιο τρόπο τους επόμενους 2-3 στίχους και στην προσπάθειά του να αλλάξει θέση, σώπασε, κάνοντας ένα μορφασμό πόνου. Σε λίγο γαλήνεψε και αφέθηκε μ’ ένα ελαφρύ μειδίαμα στο μεγαλείο των κειμένων… Οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές! Ένιωθα πως είχα απέναντί μου τον Όμηρο ή κάποιον μεγάλο αοιδό να απαγγέλει τους στίχους της Οδύσσειας!
Σίγουρα η απαγγελία ήταν για εκείνον λυτρωτική. Για μένα απόλαυση του νου και της ψυχής μου, έτσι καθώς τον έβλεπα με εκπληκτική μαεστρία ραψωδού – ηθοποιού να περνά από την αφήγηση στην υποκριτική και από την αναδυόμενη συγκίνηση στο χρέος να συνεχιστεί η αφήγηση...
Μου φάνηκε πως με τη σκέψη, το στοχασμό και την πληρότητα που ένιωθε εκείνη την ώρα, είχε αποδράσει σε σφαίρα μακρινή, εκεί που δεν υπάρχει πόνος «ου λύπη, ου στεναγμός…».
ΣΗΜ. Την Κυριακή 17 Νοεμβρίου στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Αμαρουσίου θα τελεσθεί το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του.