Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

ΕΡΜΙΟΝΙΣ 10 Μαΐου 1936



ΤΑ ΦΑΙΔΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


          ΜΑΗΣ


Τη μόδα των παραδοξοτήτων που ακολουθούν οι άνθρωποι τον τελευταίον καιρόν, άρχισε να την μιμείται τελευταίως και η φύσις και καθως ήτο επόμενον, με περισσοτέραν τολμηρότητα πρωτοτυπίαν και επιτυχίαν. Την πληροφορίαν μας την έδωσεν ο εορτασμός της προχθεσινής Πρωτομαγιάς. Από μικρά παιδιά ενθυμούμεθα την νύκτα αυτήν της ανοίξεως, μεθυσμένην από το μοσχοβόλημα των ρόδων, πλημμυρισμένην από τους πρώτους ερωτικούς στεναγμούς και γελώτων , όπως η νεότης δια την οποίαν και μόνον ήρχετο. Ιδού όμως ότι τα πράγματα μετεβλήθησαν.
Η εφετεινή υποδοχή της Πρωτομαγιάς εωρτάσθη εις την Ερμιόνην κατά τον πλέον απίθανον και πρωτότυπον τρόπον. Χωρίς λουλούδια! Η παραταθείσα ανομβρία και η άκαιρος καλοκαιρινή επέμβασις, εμάρανε τα άνθη επάνω στους κλώνους των πριν ανθίσουν ακόμη. Εβαδίζαμεν προς προϋπάντησιν του Μαΐου κρατούντες αντί ρόδων, μαγκούρες. Η πρωτοτυπία αυτή της φύσεως δεν είναι αδικαιολόγητος. Η νύκτα της πρωτομαγιάς είναι ένα τραγούδι προς την αιώνιαν νεότητα, την πηγήν ζωής και χαράς.
Τι χρειάζονται λοιπόν τα άνθη τα οποία μόνον όταν επισκεπτόμεθα τους τάφους προσφιλών νεκρών είναι απαραίτητα; Πολύ ορθώς λοιπόν εσκέφθησαν οι κήποι της Ερμιόνης. Είμαι βέβαιος δε ότι θα υπήρχαν και οι ιδιαιτέρως ευχαριστημένοι από το…πραξηκόπημα αυτό. Και δεν θα είναι, αλλοίμονον, ολίγοι. Είναι εκείνοι οι οποίοι έπαυσαν από πολλών ετών να εορτάζουν τον ερχομόν της Πρωτομαγιάς, ασχολούμενοι με τον μεταχρωματισμόν του λευκανθέντος μύστακος και την περιποίησιν των υπολείπων  κροτάφων. Κάθε χρόνο όταν ασυγκράτητος και άδουσα, πλήρους ζωής και ονείρων, εξεχύνετο στους δρόμους η νεότης, αυτοί κατέφευγον εις την πλέον σκοτεινήν γωνίαν του καφενείου και καθηλώνοντο σκεπτικά και ρεμβάζοντες. Και η πλέον άσημος και μηδαμινή ζωή έχει τας αναμνήσεις της.
Σήμερον οι καταρρεύσασαι αυταί νεότητες χαίρονται. Παραβάλουν τους ιδικούς των πανηγυρικούς με τριαντάφυλλα εορτασμούς, με την αθλίαν αυτήν και γυμνήν παρέλασιν της χωρίς άνθη Πρωτομαγιάς και τα χείλη των συστέλλονται εις μειδίαμα ειρωνίας και ικανοποιήσεως. Λησμονούν όμως, αλλοίμονον, ότι δεν αρκούν αι αναμνήσεις και τα άνθη δια να επανέλθουν από το περιθώριον εις την ζωήν.


                                               ΕΡΜΙΟΝΙΣ 10 Μαΐου 1936  
Γιάννης Λακούτσης