Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Πέτρος ο Κρητικός ο επονομαζόμενος Pedro di Cantia (Δεύτερο Μέρος)




Δημήτρης Τουτουντζής 

Ο Πέτρος παντρεύτηκε μία ιθαγενή από το Περού και απέκτησε ένα γυιό τον οποίον ονόμασε Μανώλη και του άφησε αρκετά πλούτη ώστε να ζει σαν άρχοντας στο Κούζκο όπου διέμενε. Παντρεύτηκε και αυτός Περουβιάνα και έκανε ένα γυιό και μερικές κόρες  οι οποίες πέθαναν. Στάθηκε όμως άσωτος και χαρτοπαίκτης χάνοντας όλη την περιουσία του στα χαρτιά, ακόμη και το άλογό του.  Ο Μανώλης άφησε μικρό το γυιό του στο Περού και έφυγε για την Ισπανία. Εκεί δεν εκάθησε πολύ καιρό, μπήκε σε ένα καράβι και αποβιβάσθηκε στην Κρήτη. Είχε μάθει από τον  πατέρα του λίγα Ελληνικά, αλλά δεν τα μιλούσε καλά και οι Κρητικοί δεν τον καταλάβαιναν. Με τον καιρό βρήκε μερικούς συγγενείς, παντρεύτηκε, άνοιξε σπίτι στο Ρέθυμνο και απέκτησε πέντε ή έξη παιδιά μεταξύ των οποίων και ένα γυιό, τον οποίο βάφτισε στην ορθόδοξη πίστη και τον ονόμασε Μάρκο. Ο Μάρκος γεννήθηκε το 1580 και επειδή ήταν πολύ μελαμψός οι Κρητικοί τον έλεγαν Γύφτο. Ο Μάρκος από μικρός βγήκε ανεπρόκοπος και έμεινε αγράμματος. Πέθανε ο πατέρας του και τον άφησε δεκαπέντε χρονών. Εκείνον τον καιρό η θάλασσα ήταν γεμάτη από πειρατές, άλλοι ήταν Τούρκοι και άλλοι Χριστιανοί. Ο Μάρκος ξεγελάστηκε από έναν από αυτούς, ο οποίος του υποσχέθηκε πολλά πλούτη, και μπαρκάρησε στο καράβι του.
Μέσα σε εκείνο το καράβι ήσαν περίπου διακόσοι άνθρωποι, των οποίων τα σώματα είχαν καταντήσει σαν ξύλα, επειδή δεν άλλαζαν ποτέ ρούχα, το χειμώνα φορούσαν κάθε λογής κουρέλια λιγδιασμένα,
το καλοκαίρι ήταν γυμνοί από τη μέση και πάνω και φόραγαν κάτι φαρδιά κοντά παντελόνια ξεραμένα από τον ιδρώτα και τη θάλασσα που έπεφτε επάνω τους. Τα μαλλιά τους και τα γένια τους ήταν μακριά και αποξηραμένα από το αλάτι επειδή τα βρέχανε με θάλασσα για να δροσίζονται. Όταν έπιαναν κανένα ερημονήσι κόβανε ξύλα και τα στοιβάζανε στο αμπάρι, κουβαλούσαν σαβούρα, μπαλώνανε τα πανιά, έβγαζαν έξω τα νεροβάρελα και πήγαιναν να βρούνε νερό, έβγαζαν έξω τις άγκυρες και άλλα πράγματα και ύστερα μετατοπίζανε τα κανόνια από την άλλη πλευρά του πλοίου και το πλάγιαζαν στην ακτή για να το παλαμίσουν (Έβαφαν τα ύφαλα με κατράμι). Κατόπιν έπρεπε να μεταφέρουν τα κανόνια από την άλλη πλευρά, για να κάνουν την ίδια δουλειά στην άλλη πλευρά των υφάλων, με ένα λόγο δεν αναπαύονταν ποτέ αυτοί οι δυστυχισμένοι άνθρωποι. Και να ληφθεί υπ’ όψιν ότι η τροφή τους ήταν περιορισμένη και πολύ κακής ποιότητας. Η συνηθισμένη τροφή τους ήταν γαλέτα και σπανίως φάβα, αν έκαναν δε κάποιο ανδραγάθημα λίγη ρέγγα.
Τέσσερα χρόνια εκάθησε ο Μάρκος, και έφαγε πιο πολύ ξύλο παρά ψωμί, αλλά ήταν υπάκουος και κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του καπετάνιου, ενός Ιταλού από το Λιβόρνο. Το όνομα του πλοίου ήταν «Άγιο Πνεύμα», με σημαία Βενετσιάνικη και είχε είκοσι περίπου κανόνια. Ερχόταν καιρός που δεν έπιαναν τίποτα και τότε έκαναν επιθέσεις στα Ελληνικά νησιά και έπαιρναν το λιγοστό ψωμί που είχαν οι νησιώτες. Μια φορά έπιασαν έναν καλόγερο, ζωγράφο από το Άγιο Όρος που είχε πάει στην Πάρο, και σιγά – σιγά αυτός έγινε κανονιέρης. Όταν έκανε κρύο, φορούσε την καλογερική σκούφια και το ζωστικό, το καλοκαίρι φόραγε το κοντό παντελόνι όπως οι άλλοι, και ένα πουκάμισο. Έψελνε διάφορα τροπάρια, κάθε Κυριακή διάβαζε τον όρθρο, κάθε βράδυ το απόδειπνο. Φαινόταν ευχαριστημένος, έτρωγε μαζί με τον καπετάνιο και ήταν άνθρωπος με καρδιά. Με τηνσυμπεριφορά του κέρδισε την εμπιστοσύνη τους και τον άφηναν ελεύθερο να βγαίνει στην ξηρά και να πηγαίνει στα χωριά, όταν χρειαζόταν κάτι, ώσπου μια ημέρα δεν ξαναγύρισε.
Ο Μάρκος ήταν πικραμένος και στενοχωρημένος, γιατί μετά από τόσα χρόνια πειρατείας δεν είχε πάρει στο μερδικό του παραπάνω από τριάντα ριάλια, και είχε μαλώσει με το λοστρόμο και γι’ αυτό τον είχαν δεμένο στον πάγκο της κωπηλασίας να τραβάει κουπί. Επειδή δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα είχε αδυνατήσει πάρα πολύ και κατάφερε να βγάλει το πόδι του από το χαλκά που ήταν δεμένος στην αλυσίδα. Κάθε νύχτα έβγαζε και έβαζε το πόδι του για να συνηθίσει. Ένα βράδυ είχαν αράξει σε ένα έρημο μέρος και είχαν αποκοιμηθεί όλοι μέσα στο καράβι, υπερβολικά κουρασμένοι, γιατί από την περασμένη νύχτα και ολόκληρη την ημέρα τραβούσαν κουπί, μόνο ένας φύλακας ήταν στην πλώρη και εκείνος μισοκοιμισμένος. Ο πάγκος του Μάρκου βρισκόταν κοντά στην πρύμη και δεν τον έβλεπε καλά ο φύλακας. Ανασηκώθηκε λοιπόν σιγά – σιγά και έβγαλε το χαλκά από το πόδι του και ύστερα φώναξε «Αλαμπάντα»! όπως έπρεπε να φωνάζουν όσοι ήθελαν να κάνουν την φυσική τους ανάγκη. Με την ίδια λέξη απάντησε ο φύλακας. Ο Μάρκος κάθισε στην κουπαστή όπως συνήθιζαν σε τέτοια περίσταση με το πρόσωπο γυρισμένο προς το εσωτερικό του καραβιού. Αφού κάθισε κάμποση ώρα για να τον ξεχάσει ο φύλακας, γλίστρησε σιγά –σιγά μέσα στο νερό και με μακροβούτι απομακρύνθηκε από το καράβι, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Κολύμπησε αρκετή ώρα και βγήκε σε μια βαλτώδη παραλία, βυθισμένος στο βούρκο ως την κοιλιά. Μετά από κοπιαστική πορεία μέσα στο βούρκο, βγήκε στη στεριά και άρχισε να περπατά κατά τη δύση οδηγημένος από τα άστρα για να ξεμακρύνει από το καράβι. Όταν ξημέρωσε είδε πως δεν φαινόταν ούτε το καράβι, ούτε τίποτα άλλο, πλήρης ερημιά. Σαν προχώρησε η ημέρα, άρχισε να τον βασανίζει η δίψα και η ζέστη και για δροσιστεί έμπαινε κατά διαστήματα στο βούρκο, βυθισμένος έως το στήθος. Όταν νύχτωσε μάζεψε κάτι ξερόχορτα, έσκαψε μια τρύπα στη άμμο και χώθηκε μέσα για να φυλαχτεί από το κρύο. Την αυγή σηκώθηκε και άρχισε να περπατά προς το εσωτερικό της ξηράς αναζητώντας νερό και συνάντησε κάτι τσαντίρια. Τον πρωτοείδε ξαφνικά μια γυναίκα αραπίνα και άρχισε να φωνάζει σαν τρελή. Αμέσως συγκεντρώθηκαν άνδρες και σκυλιά και τον υποδέχτηκαν με πέτρες και δαγκώματα. Αυτός για να προφυλαχτεί έπεσε στο χώμα, αλλά το μαρτύριό του συνεχιζόταν και ένας γέροντας τον πλησίασε, έδιωξε τα σκυλιά και του έδωσε να πιεί λίγο γάλα, τον έσυρε κάτω από ένα δέντρο και όλα αυτά όχι από συμπόνια, αλλά από συμφέρον, για να τον πάρει σκλάβο. Δύο τρεις ημέρες έμεινε κάτω από το δέντρο, χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς αν ζούσε ή πέθανε, μόνο εκείνος ο γέρος του έριχνε στο στόμα λίγο γάλα. Η γερή κράση του νίκησε το θάνατο και σηκώθηκε σιγά- σιγά στα πόδια του. Ο γέρος τον έβαλε να φυλάει τις καμήλες του.
Σε λίγες ημέρες σήκωσαν τα τσαντίρια, φόρτωσαν ό,τι είχαν στις καμήλες, έβαλαν μπροστά τα γίδια και ξεκίνησαν για άλλο μέρος, διότι δεν είχε πια χορτάρι εδώ όπου έμεναν. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν με μεγάλη στέρηση, έπιναν λίγο γάλα ίσα – ίσα για να ζήσουν, το νερό το είχαν μέσα σε ασκιά και το φύλαγαν σαν χρυσάφι, όποιος έκλεβε μια γουλιά παραπάνω από τους άλλους μπορούσαν να τον σκοτώσουν. Μια φορά που τους τελείωσε, αποφάσισαν να σφάξουν μια καμήλα, μάζεψαν το νερό που είχε στην κοιλιά της και γέμισαν ένα ασκί χωρίς να αφήσουν να χαθεί ούτε μία σταγόνα. Με αυτό το νερό πέρασαν τόσοι άνθρωποι ημέρες ολόκληρες, από μια γουλιά έπιναν. Φυσικά στο Μάρκο δεν έδιναν καθόλου και είχε γίνει σαν σκελετός από την πείνα και τη δίψα, άρχισε δε να νοσταλγεί το καράβι. Για να μην πεθάνει, βύζαινα τις καμήλες εκεί που τις βοσκούσε, αλλά τον έπιασε το αφεντικό του και παρ’ ολίγο να τον σκοτώσει, φυσικά τον άφησε τελείως νηστικό. Πολεμούσε με το θάνατο. Το αφεντικό του για να μην τον χάσει τον άφηνε και έγλυφε τα καζάνια του μαγειρέματος και του έδινε δύο τρεις χουρμάδες κάθε δύο ημέρες. Μετά από δύσκολη πορεία έφτασαν σε έναν τόπο με αρκετή βλάστηση και νερό. Σε αυτό το μέρος εκάθησαν αρκετό καιρό, και επειδή τα ζώα βοσκούσαν καλά χόρτασαν οι άνθρωποι,  ο δε Μάρκος συνήλθε και άρχισε να συνηθίζει σε αυτή τη ζωή. Ο πρώτος αφεντικός του πέθανε και τον πήρε σκλάβο ο Χότζας, ο οποίος ήταν πολύ γέρος αλλά είχε μια πολύ νέα γυναίκα, η οποία άρχισε να γλυκοκοιτάζει το Μάρκο. Αυτός όμως ήταν πολύ προσεκτικός, και με την πάροδο του χρόνου, της γυναίκας ο πόθος μεγάλωνε και για να τον εκδικηθεί είπε στον άνδρα της τον Χότζα ότι ο σκλάβος θέλησε να την ατιμάσει. Ο Χότζας ήξερε πως ο Μάρκος ήταν αθώος, αλλά έκανε πως την πίστεψε, επειδή εκείνη έκανε σαν δαιμονισμένη. Έτυχε να πηγαίνει εκείνες τις ημέρες στο Τούνεζι (Τύνιδα), ο γαμπρός του Χότζα. Έδωσε λοιπόν το Μάρκο σε αυτόν για να τον πουλήσει, και εκείνος τον πήρε με μεγάλη ευχαρίστηση, διότι τους Χριστιανούς τους εξαγόραζαν ακριβά, καράβια ερχόμενα στο Τούνεζι από Χριστιανικές χώρες. Ο Μάρκος σαν το έμαθε κόντεψε να τρελαθεί από τη χαρά του, ελπίζοντας πως ίσως αποκτήσει την ελευθερία του, αλλά η μοίρα του είχε άλλα σχέδια γι’ αυτόν, διότι ο γαμπρός του Χότζα ήταν ένας σκληρός τύραννος, που μπροστά του ο Χότζας και ο πρώτος αφεντικός του, φαίνονταν άγγελοι.
Μαζί με αυτόν πήγαιναν στο Τούνεζι άλλοι δύο και είχαν φορτωμένη την πραμάτεια τους πάνω σε μία καμήλα. Στο δρόμο επειδή φοβήθηκαν μην ψοφήσει, για να την ξαλαφρώσουν φόρτωσαν στον Μάρκο ένα ασκί με νερό και ένα τσουβάλι ρούχα, μάλιστα ο καινούργιος αφεντικός του τον έδεσε με ένα σκοινί από το λαιμό και τον έσερνε από πίσω του. Περπατούσαν σε δύσβατους και ανώμαλους δρόμους με αποτέλεσμα ο Μάρκος να περπατάει σαν μεθυσμένος γιατί τον ταρακουνούσε το ασκί με το νερό. Ο αφέντης, του τραβούσε το σκοινί να τον πνίξει και οι σύντροφοί του γελούσαν και τον κεντούσαν μα τα χαντζάρια τους. Μια εβδομάδα πέρασε έτσι. Σαν είδαν πως θα πέθαινε, φόρτωσαν το ασκί   στην καμήλα επειδή είχε λιγοστέψει το φορτίο της με την πάροδο των ημερών, διότι έπιναν και έτρωγαν από αυτά που είχαν φορτώσει στην καμήλα. Μέχρι να φτάσουν στο Τούνεζι ο Μάρκος κατάντησε σα λείψανο. Ο αφέντης του δε μπόρεσε να τον πουλήσει, εξάλλου ποιος αγοράζει έναν σχεδόν πεθαμένο άνθρωπο; Με τα πολλά, επειδή ήταν νέος στην ηλικία, τον αγόρασε κάποιος.
Την εποχή αυτή είχε ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ του Μπέη του Τουνεζιού και του Μπέη του Αλγερίου. Ο Μπέης στο Τούνεζι είχε ανάγκη από στρατιώτες και πρόσταξε να μαζέψουν τους σκλάβους που υπήρχαν στην πόλη και να τους παραδώσουν στις αρχές. Πήραν λοιπόν μαζί με τους άλλους και τον πολυβασανισμένο Μάρκο και τον έβαλαν μέσα στο κάστρο να φυλάει βάρδια. Σε λίγες ημέρες αγρίεψε ο πόλεμος και οι Αλγερινοί άρχισαν να πολιορκούν το Τούνεζι και να το βομβαρδίζουν ημέρα και νύκτα. Τον Μάρκο μαζί με τους άλλους σκλάβους τους έβαλαν να φυλάνε και όταν έβλεπαν να πέφτει καμιά βόμβα, έτρεχαν και έσβηναν τη φωτιά με κάτι μουσκεμένα τομάρια.
Στο σημείο αυτό τελειώνει η εξιστόρηση της ζωής και των περιπετειών του Πέτρου του Κρητικού και των απογόνων του,  δε θα μάθουμε όμως αν επέζησε ο Μάρκος ή αν πέθανε και τελείωσε στο σημείο αυτό το γενιά του Πέτρου του Καλλιγάρη ή Πέτρου Κρητικού του λεγόμενου PEDRO DI CANDIA.
Βιβλιογραφία: Φώτης Κόντογλου. «Φημισμένοι άντρες και Λησμονημένοι». Εκδόσεις Αστήρ.
Επιλογή κειμένου και γραφή στην ομιλούμενη δημοτική γλώσσα, Δημήτρης Τουτουντζής.