Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Πατριδογνωμόνιο Μάγδα

Η Μάγδα καταθέτει. Δυο χρόνια μετά που αποχαιρέτησε το παιδί της στο μαρμαρένιο αλώνι του νεκροτομείου. Ξεκοιλιασμένο απ' το χρυσαυγίτη φονιά. Ο χρόνος εναντίον της. Δεν απάλυνε τον άφατο πόνο. Τον ζύμωσε για να την πνίξει στην αίθουσα του Κορυδαλλού, να σπάσει, να σπαράξει, να φανεί ακατάληπτη και να την «συμπονέσει» ως και το πάνδημο φασισταριό που κρύβεται πίσω απ' τη φωτογραφία του Μιχαλολιάκου με χειροπέδες, γκριμάτσα και τσαντούλα με τα χρειώδη... Αθλος, λέει, ν' αντέξει ακόμη και τη «δίκαιη» δίκη αυτή καθαυτή, αν κι όποτε διεξάγεται, κάθε μάνα Μάγδα. Κι απέναντι ένας στρατός από συνηγόρους των ναζί διαβόλων να προσπαθούν νομίμως να... κλονίσουν «την αξιοπιστία της μάρτυρος» με νόμιμα και διαδικαστικά «αποδεκτά» βασανιστήρια, που δεν θα μάθουμε ποτέ αν θα ήταν χειρότερα ή όχι, αν η δίκη μεταδιδόταν ζωντανά όπως τότε με τον Κοσκωτά...

Η Μάγδα μάνα άρθρωσε λόγο. Πολίτη που ορθώνει ανάστημα όχι μόνο στην πράξη αλλά και στις ιδέες των ναζί. Ο πόνος της βάθρο πολύ μακριά απ' το βόθρο των φονιάδων. Πολύ πάνω. Πολύ ψηλά. Σε συγκρότηση και ήθος. Λόγος κατ' επιλογή κι όχι κατά τον καταναγκασμό της φρίκης του δόλιου φόνου. Λόγος ικανός να βγάλει απ' τις τρύπες τους όλα τα φίδια που σέρνονται σα σβάστικες. Δε
θέλει να βάλει στο σάλιο της το όνομα του φονιά. Κι όταν αυτό γλιστράει, το εκφέρει με άποψη κι αιτιολόγηση της άρνησής της. Δεν το φτύνει. Θέλει πολλή συγκρότηση χαρακτήρα, πολλή αγάπη στο χαμένο παιδί, και προσωπική τιμή που δεν εκπίπτει στο τσουνάμι της οργής, για να καταθέτεις με το φονιά του γιου σου στην πλάτη σου. Με το σόι του αρχηγού των ναζί κατάφατσά σου. Ο οποίος στο μεταξύ απολάμβανε αστυνομικής προστασίας και προετοίμαζε μαζί με το υπόλοιπο εκλεγμένο σόι του, το λόγο του στη Βουλή. Το πρωί, η μάνα Μάγδα, του Παύλου του μουσικού, έχοντας υποστεί τη... δημοκρατία που ξαμόλυσε σε άνετο προεκλογικό αγώνα αυτούς που ανέλαβαν «την πολιτική ευθύνη της δολοφονίας», δηλαδή την εκτέλεση του Φύσσα, πέταξε κι ένα μπουκάλι πλαστικό, με μισοπιωμένο νερό, στον αντεροβγάλτη. «Για να με θυμάσαι», είπε.
Και κλείστηκαν στο μπουκαλάκι όλα τα παρτάλια του ναζιστοεσμού. Τουηταράδες, που περιφέρουν τους ιδεολογικούς κι αισθητικούς τους όρχεις κάτω από το μεγεθυντικό φακό της προκλητικής χυδαιότητας, της ύβρης απέναντι στη μάνα του θύματος του... κόμματός τους. Και το πέταξε και άνοιξε και βγήκαν τα... τζίνια. Το μελό που δεν περίμεναν και δεν ήρθε, το πήραν και το 'καναν τίτλο στο πένθος που δεν τους συμφέρει να δουν, μην τυχόν κι ισιώσει η στραβή γραμμή της δίκης και καταδικαστούν τα παρόντα κι απόντα βουλευτοπαλίκαρα του μαύρου. Ηρθε και το βράδυ στο κοινοβούλιο η άλλη μάνα, η ναζί, να υπερασπίζεται τη μύτη της απ' την μπόχα των αλλοδαπών ούρων... Σκόρπιζε ρατσιστική μπόχα, για να μην πεταχτούν απ' τα κρεβάτια τους όσες μανάδες μύρισαν το άρωμα της γενναιότητας και της αξιοπρέπειας, του πολιτικού ήθους της κυρίας του εαυτού της Μάγδας, που μαρτύρησε το αξέχαστον ως πρέπον και ξυπνήσουν για τα καλά.
Της μάνας του αδικοχαμένου Παύλου, θα της χρωστάμε πολλοί και πολλές, εκόντες κι άκοντες, έχοντες και μη, παιδιά, πολλά. Το κυριότερο όμως είναι ότι κατέδειξε όχι απλώς το φονιά του παιδιού της, αλλά και τον ναζιστή ως φονιά. Ωστε να θυμάται κι αυτός κι οι όμοιοί του, ότι δεν ξεχνάμε ούτε τα θύματα αλλά ούτε και τους θύτες...
Της
Λιάνας ΚΑΝΕΛΛΗ
Ριζοσπάστης 11/10/2014