Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2015

ΤΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΤΟΥ ΤΑΚΗ



ΤΙ ΤΑ ΘΕΛΩ ΤΑ SWIFFER;;;
Αρριβάρει, που λέτε, κατά τις 9 παρά είκοσι από την Λένορμαν η συμπαθής Μαρία, Ρουμάνα οικιακή βοηθός, βάζει την καθαρή ποδίτσα της για την γενική του σπιτιού, και μοσχοβολάει το μικρό καθιστικό από τ' άρωμά της. Πάω με καμάρι, μ' ομορφιά και χάρη εγώ, και τής παρουσιάζω την τσάντα με τα καθαριστικά πούχα προνοήσει από χθες πρωί -πρωί κι είχα αγοράσει : '' Nα... Και οβερλέυ, και άζαξ και όλα τα καλά, Μαρία...'' ''Κλινέξ; '' -κόλλα μία,- η Μαρία. ''Μμμμ, τι 'ν αυτό;'' -εγώ. Ακάθεκτη η Μαρία : '' Βετέξ;'' - κόλλα δύο-, δυο Μαρίες.. '' Αχ, το ξέχασα..., γαμώτο!'' '' Πάρε κι ένα swiffer, μια και πας..'' ''Καλέ τι ' ν αυτό; το ξωτικό; '', μού εξηγεί, και, για να δω αν τής κάνει, της παρουσιάζω έν' αρχαίο φτερό απ' την εποχή του Μακρυγιάννη... ''Μμμ.. δεν ειν' καλό...'' Κατεβαίνω τη σκάλα μουρμουρίζοντας: ''Μάθαμε και με τα swiffer, γαμώ την πτώχευσή μας γαμώ...', ενώ η Μαρία πλατσουρίζει πανευτυχής στα νερά του μπροστινού μπαλκονιού σαν την μικρή Λουλού. Από το δράμα που λέγεται σούπερ μάρκετ, τι υπάρχει, πού, σε ποιο
διάδρομο, σε ποιο ράφι με βγάζει μια ευγενέστατη υπάλληλος, δίνοντάς μου ένα κουτάκι με swiffer :
'' Θέλετε και το ανταλλακτικό;'' ''΄Οχι, το κοντάρι το έχουμε, μού είπε η Μαρία...'' Γυρίζω στο σπίτι πανευτυχής. Εδώ η Μαρία, εκεί η Μαρία, πουθενά η Μαρία, ώσπου ...αντικρύζω μια ξανθιά ύπαρξη να μού κάνει απεγνωσμένα νοήματα πίσω απ' τα τζάμια του γραφείου. Τραβάω, κι ανοίγω την μπαλκονόπορτα, έτοιμη να κλάψει η Μαρία : ''Γιατί με κλειδώσατε έξω, κύριε Τάκη;... ΄Εχω κλειδιά από τόσα σπίτια που καθαρίζω.. και σεις...'' Μπαίνω ευθύς στο νόημα- έχει τραβήξει τα ρολά της μπαλκονόπορτας του σαλονιού, που μαγκώνουν καιρό τώρα, ( και που, αυτοσαρκαζόμενος μια ζωή, ότι θάναι δύσκολο να την παραβιάσουν οι κλέφτες, έχω αμελήσει να την φτιάξω τόσο καιρό- και πού να βρεις μάστορα!),  και νόμιζε η καυμένη ότι την έχω κλειδώσει έξω όσο θα λείπω γιατί δεν την εμπιστεύομαι ως καινούργια. Αγκομαχώντας ανοίγω, και η Μαρία μόλις συγκρατεί τα δάκρυά της, πιστεύοντας επιτέλους ότι δεν την κλείδωσα, ότι τής έχω εμπιστοσύνη, αλλά, αλί! ωιμέ! και τρισαλί!, μόλις ανοίγει η τσάντα με το ...swiffer, ωιμέ! δεν είν' αυτό που μού ζήτησε και μού το δείχνει πίσω σ' ένα εικονίδιο του κουτιού ποιο είναι- του υπολογιστού παρ' ολίγον να γράψω, απ’ το φόβο μου για τα κερατένια τα εικονίδια-, μού το δείχνει  ποιο να ζητήσω πηγαίνοντας στο σούπερ μάρκετ με την απόδειξη ξανά - εμένα τώρα τα δάκρυά μου είναι καυτά... ''Τι τα θέλω τα swiffer;;;'' φωνάζω στο δρόμο σα τρελλός, γυρίζει ο κόσμος και κυττά το ζωντανό σκάνδαλο στη γειτονιά, και ως και τώρα ακόμη που η Μαρία καθαρίζει γλυκά την κουζίνα, κάθησα στον Τοίχο για να φωνάξω τους χρονογράφους του ' 60 : '' Πούσαι Παλαιολόγε και Ψαθά και Καίτη Σκορδιαλού και Φαίδρο Μπαρλά και ''η φίλη σας ΄Αννυ'' να γράψετε τον ΓΟΛΓΟΘΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗΣ , κι ο πόνος μου να γιάνει.

TAKHΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ