Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2015

Ο ΜΑΚΗΣ Ο ΝΑΚΟΣ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ (4ο Τελευταίο )

Το πρώτο μέρος της αφήγησης Το δεύτερο μέρος της αφήγησης 
Το τρίτο μέρος της αφήγησης 

Πηγή: Αλιβάνιστος (Ο φίλος του Γιώργος Νοταράς )

Το Καποδιστριακό χρησιμοποιείτο και ως Δικαστήριο και για αυτό η έδρα ήταν υπερυψωμένη, οι άλλες τάξεις κάνανε μάθημα στην εκκλησία της Παναγίτσας του λιμανιού και στο σχολείο του Συγγρού. Εκείνη την εποχή  οι δάσκαλοι μας ήσαν, οι αείμνηστοι: Διευθυντής Μιχάλης Παπαβασιλείου, δασκάλες οι Κατίνα Παπαβασιλείου, Κατίνα Βρεττού, Κική Οικονόμου, και το ζεύγος Βαρελά, οι οποίοι αν και ήταν η εποχή (Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο) εμείς τους θυμόμαστε με αγάπη και απέραντο σεβασμό, ως πρώτοι διδάξαντες σε δύσκολες εποχές.

Όταν οι Ιταλοί εγκαταστάθηκαν  στο Δημοτικό σχολείο (Δημαρχείο), η πρώτη τους δουλειά ήταν να το περιφράξουν Γύρω, γύρω με συρματόπλεγμα, εκεί που τώρα γίνονται οι εκδηλώσεις επάνω σε μια βάσει τοποθέτησαν ένα μυδραλιοβόλο ( Μεγάλο πολυβόλο) και το κυριότερο έκτισαν και μία τουαλέτα, διότι έως τότε χρησιμοποιούσαμε τις γκουλούμες στο Κουλούρι και τη συκιά στη μπανιέρα, η πολλές φορές στα κοντινά σπίτια     Μέσα στο σχολείο, στην αίθουσα που ήταν χωρισμένη στα δύο με μια ξύλινη κατασκευή, στη μέση άνοιγε και γινόταν μια μεγάλη αίθουσα, για τα θέατρα που παίζαμε και για διάφορες εκδηλώσεις .

Στο δυτικό σημείο οι Ιταλοί κτίσανε μια μακρόστενη κουζίνα μέσα στην οποία υπήρχε και φούρνος που τον χρησιμοποιούσαν και για τα φαγητά τους και για το ψωμί που έφτιαχναν κάθε μέρα. Την θυμάμαι πολύ καλά διότι μια μέρα παίζαμε με το Γιώργο το Νοταρά στα κάγκελα του Καραγιάννη (Πατεράκη)και μας φώναξε ένας Ιταλός, μας έβαλε μέσα στο μεγάλο διάδρομο, είχε έτοιμο ένα τενεκέ με πετρέλαιο με μια φασίνα μέσα και καθαρίσαμε όλο το διάδρομο και όταν τελειώσαμε μας πήγε μέσα στη κουζίνα μόλις είχε βγει το ψωμί, μας έδωσε από μια κουραμάνα (φραντζόλα) για αυτό θυμάμαι την κουζίνα τους επειδή όμως τα χέρια μας ήταν από πετρέλαιο, πιάσαμε την κουραμάνα με τους αγκώνες για να μη μυρίσει πετρέλαιο και πήγα τρέχοντας απέναντι στο σπίτι μου και έφαγα με βουλιμία το άσπρο ψωμί, διότι το βλέπαμε τότε με τα κιάλια, 

Η κεντρική είσοδος της καζάρμες ήταν στη Βόρεια δυτική πλευρά εκεί που είναι τώρα κάτι δένδρα στη γωνία στο δρόμο που πάμε να βγούμε στο Κάβο. Στην είσοδο μέρα νύκτα υπήρχε φρουρά (σκοπός) εκεί κάθε πρωί ένα διάστημα μαζεύονταν νέοι άνδρες, αφού από την προηγουμένη μέρα τους είχαν ειδοποιήσει, με ξινιάρια τσάπες και φτυαριά και συνοδεία τους πήγαιναν στα ευκάλυπτα, την περιοχή τότε τη λέγαμε Ιριώτικα, είχαν έρθει οικογένειες από τα Ιρια, Πολίτης, Καλιάνος και άλλοι, είχαν νοικιάσει την περιοχή αυτή από το Μοναστήρι και καλλιεργούσαν τα καλοκαίρια ντομάτες πεπόνια και έδιναν στο Μοναστήρι το γεμουρο (αποδοτικό τέλος).

Θα υπολογίσουμε μια περιοχή αριστερά του δρόμου όπως ανεβαίναμε για το Μοναστήρι, μέχρι σχεδόν τα βουλγαρείκα, η περιοχή ήταν χέρσα και όπου υπήρχε επίπεδο σημείο οι Ιταλοί έβαζαν τους άνδρες που έφερναν από την Ερμιόνη και άνοιγαν χαρακώματα, κάτι μεγάλους λάκκους 5 έως 6 μέτρα μήκος με 50-60 πόντους πλάτος και 40 πόντους βάθος, γιατί φοβοντουσαν τους συμμάχους μηπως το χρησιμοποιήσουν για αεροδρόμιο.

Στο σημείο αυτό, άνετα θα μπορούσε να προσγειωθεί και να απογειωθεί ένα αεροπλάνο, ωστόσο η κατοχή καλά κρατούσε από τους Γερμανούς και Ιταλούς όμως άρχισαν οι ελλείψεις σε καταναλωτικά αγαθά, διότι πολλά αγαθά επιτάσσοντο από τα στρατεύματα κατοχής, διότι τα ήθελαν για το εαυτό τους.         

Το χρήμα είχε χάσει την αξία του, ο πληθωρισμός είχε φτάσει στα ύψη, μαθαίναμε ότι το εισιτήριο του ηλεκτρικού τραίνου, από Πειραιά στην Ομόνοια, είχε ένα εκατομμύριο δρχ. Οι συναλλαγές γινόντουσαν είδος με είδος, ή με χρυσή λίρα, στην Ερμιόνη είχαν έρθει πολύ Ερμιονίτες που έμεναν στον Πειραιά και την Αθήνα, (επιστροφή στα Πάτρια εδάφη) διότι η πείνα και η δυστυχία, ήταν στις μεγάλες πόλεις.

Η συγκοινωνία γινόταν μετά καΐκια η με την Βενζίνα του Καραγιάννη, για επιβάτες και εμπορεύματα,  ελαιόξυλα, κάρβουνα, ζαρζαβατικά, ντομάτες, πεπόνια, ότι εποχιακό  φρούτο υπήρχε, πορτοκάλια, μανταρίνια φορτωνόντουσαν από το λιμάνι της Ερμιόνης και από το Θερμίση και τα ποτόκια σε μεγάλα καφάσια και τελάρα με Ψαριά στον πάγο, όλα για τον Πειραιά, η μαύρη αγορά έπαιρνε και έδινε, εμείς στο Καστρί, εκτός από βασικά είδη, ζάχαρη καφέ που λείπανε, είχαμε το λάδι, το κυριότερο από όλα και αυτό πολλές φορές πουλιόταν μαύρη αγορά, διότι θα ήταν η χρονιά χωρίς ελαιώνα και ότι χωράφι χέρσο υπήρχε, το σπέρναμε με στάρι, κριθάρι.

Στα περιβόλια και στα βοστάνια, καλλιεργούσαν καλαμπόκι και η μπομπότα πίτα από καλαμποκάλευρο και το πλιγούρι ή μπουλουχούρι (σπαστό σιτάρι) έδιναν και έπαιρναν ως βασικές τροφές, το καλαμποκάλευρο το έφτιαχναν ψωμί, αλλά σκέτο γινόταν πάρα πολύ σκληρό και έπρεπε να το ανακατέψουν με σιτάρι, για να τρώγεται και αυτά πολλές φορές  λόγω της μεγάλης ζήτησης δεν επαρκούσαν. Θυμάμαι μια φορά, δε μας έφτανε το αλεύρι να τηγανίσουμε τις μαρίδες, τις τηγάνισε η μητέρα μου από τη μια μεριά και όταν τις τρώγαμε, της εκάθησε ένα αγκάθι στο λαιμό και δεν μπορούσε να καταπιεί, ψωμί δεν υπήρχε και μου λέει, δεν πετάγεσαι δίπλα στην κυρά ζωή, (μητέρα του Γιώργου Νοταρά)να της ζήτησης ένα κομμάτι ψωμί κόρα, για να το φάω μήπως και φύγει το αγκάθι από το λαιμό μου.

Υπήρχαν άφθονα θαλασσινά, ψάρια χταπόδια κλπ. Διότι ένα διάστημα είχε απαγορευτεί το ψάρεμα, διότι κάθε πρωί ερχόταν ένα αεροπλάνο παλαιού τύπου με διπλά φτερά (δίπλανο ) και το είχαμε βάπτιση Καρκαλέτση και όπου έβλεπε βάρκα, έριχνε προειδοποιητικούς πολυβολισμούς, θυμίζοντας ότι υπάρχει απαγορευτικό .

Μια μέρα επί Ιταλών, η Άννα η Αρβανιτάκη, αδελφή του Κώστα που είχε το ταξί, καλή της ώρα αν ζει ακόμα στην Αμερική, όπου είχε φύγει από μικρή, είχε κλέψει ένα αντίσκηνο από την Καζάρμα και το είχε κρύψει στο κουλούρι, οι Ιταλοί έψαχναν να το βρουν σε όλα τα σπίτια της Ερμιόνης, αλλά η Άννα και το αντίσκηνο είχε εξαφανιστεί. Όταν πήγα μια χρονιά στην Αμερική να επισκεφτώ την αδελφή μου, που και αυτή είχε φύγει από μικρή, την πήρε στο τηλέφωνο, γιατί έμενε σε άλλη πόλη της Καλιφόρνιας και λέω στην αδελφή μου μόλις τελειώσεις την ομιλία, δώσε μου την χωρίς να της πεις ότι είμαι εδώ, ούτε το όνομα μου.  

Πράγματι μόλις τελείωσε μου την έδωσε και εγώ άρχισα να της σιγοτραγουδώ ένα σατυρικό τραγούδι, που είχε κυκλοφορήσει εκείνο τον καιρό για κάποια πρόσωπα της Ερμιόνης και της θύμισα το αντίσκηνο που είχε κλέψει από τους Ιταλούς, αυτή τρελάθηκε και μου έλεγε συνεχώς, βρέ ποίος είσαι που μου θύμησες αυτά τα γεγονότα, που έχουν γίνει πριν 52 χρόνια στην Ερμιόνη, όταν της είπα ποίος είμαι, γιατί ήμαστε φίλοι με τον μικρό της αδελφό τον Ανάργυρο (Νάργο), που είναι και αυτός στην Αμερική, Βρέ διάβολε που τα θυμήθηκες όλα αυτά και μετά με ρωτούσε για ορισμένα πρόσωπα που θυμόταν από την Ερμιόνη και άλλα γεγονότα πρόσφατα από το Καστρί.


Εκείνοι που υπέφεραν πολύ από τη πείνα στην περιοχή μας, ήσαν οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες, φορτώνανε τα καΐκια από τα υπάρχοντα τους μέχρι και κουφώματα από τα σπίτια τους ξηλώνανε και τα έφερναν στην Ερμιόνη και τα πουλούσαν για μια οκά λάδι ή μισή οκά ρύζι, από την Ολλανδία. Το καλοκαίρι του 1943 έγινε και το γεγονός της αυτοκτονίας του Βρούνο Φαρίνα, ενός Ιταλού στρατιώτη που υπηρετούσε τότε στα στρατεύματα κατοχής στην Ερμιόνη.                                             

Οι Ιταλοί καθίσανε στην Ερμιόνη από τον Οκτώβριο του 1941 μέχρι 8-10 Σεπτεμβρίου του 1943, τότε έγινε η συνθηκολόγηση των Ιταλών με τους Συμμάχους, οπότε ξυπνάμε ένα πρωί τις μέρες αυτές και η Καζάρμα είχε λεηλατηθεί, δεν υπήρχε τίποτα μέσα και οι Ιταλοί είχαν γίνει Λούηδες, διότι φοβόντουσαν τους Γερμανούς, αν τους έβρισκαν θα τους σκότωναν, μερικοί έμειναν στην περιοχή τη δική μας και με τη Βοήθεια μας τους δώσαμε και πολιτικά ρούχα, τους κρύψαμε και όταν τελείωσε ο πόλεμος φύγανε για την Πατρίδα τους, οπότε και η Ερμιονίδα έγινε πλέον ανταρτοκρατούμενη, διότι οι Γερμανοί δεν είχαν στρατιώτες να στείλουν για φρουρά, γιατί είχαν ανοίξει πολλά μέτωπα και οι αντάρτες λύνανε και δένανε, είχαν επιτάξει το ισόγειο σπίτι της οικογένειας Παπαδοπούλου, το σημερινό εστιατόριο του σπυρανδρέα και το είχαν φρουραρχείο.


Το Ε.Λ.Α.Ν το ναυτικό τμήμα του ΕΑΜ, είχε επιτάξει ένα Κοιλαδιώτικο γρήγορο καΐκι πρώην ανεμότρατα, χωρίς κατάρτι και ένα μυδραλιοβόλο στην πλώρη, με ορισμένα τσουβάλια άμμο, που προστάτευαν τον πυροβολητή, το οποίο το είχαν ονομάσει πειρατικό και έκανε δολιοφθορές στα επίτακτα καΐκια των Γερμανών, που περνούσαν ανοικτά από την Ζούρβα (Ύδρα) με προορισμό την Κρήτη. 

Στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών, ήσαν και πολλοί Ερμιονίτες , της οποίας οργάνωσης, αρχηγός ήταν ο Τάσος Κακαβούτης, γεωπόνος το επάγγελμα, όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας είχε διοριστεί στο ΕΑΜ στην οργάνωση των ανταρτών ήσαν και πολλοί   Ερμιονίτες , όχι όμως από την Ερμιόνη, ήταν από τα μέρη της Μακεδονίας, είχε διοριστεί από το Κράτος, στην επαρχία τη δική μας και η διαμονή του ήταν στην Ερμιόνη.
Ο πόλεμος και η κατοχή τον βρήκε στα μέρη τα δικά μας και στη οργάνωση ήταν το Α και το Ω με λίγα λόγια έλυνε  καί έδενε.

Ένα πρωί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των ανταρτών, βλέπουμε αραγμένο στο Μανδράκι του Τροκαντερό, ένα υδροπλάνο, κόσμος παιδία χαζεύαμε το γεγονός και από ότι μάθαμε την νύκτα, κάπου στο μπουγάζι, πετάγανε κόκκινες φωτοβολίδες, χωρίς να ξέρουμε τι συνέβαινε εκεί στο σημείο αυτό πήγε το καΐκι του Νίκου του Μαρόγιαννη (Τσουλή) και αλλα μικρό- καίκα το ρυμούλκησαν και σιγά σιγά το έφεραν έξω στα μανδράκι διότι είχε μείνει από καύσιμα το τι γινόταν μέσα στο υδροπλάνο δεν ήξερε κανείς τίποτα θα το μαθαίναμε όμως σε λίγο διότι κάποια στιγμή κατά την 11η ώρα προσθαλασσώνεται στα Μανδρακια ένα άλλο υδροπλάνο όχι όμως σαν αυτό που ήταν αραγμένο στον Τροκαντερό, αυτό ήταν αεράκατος δηλαδή δεν είχε βάρκες στα φτερά του, αλλά όλη η άτρακτος έπλεε πάνω στο νερό. Σιγά σιγά ζύγωσε κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να πιάσει  δίπλα και έτσι ήλθε και άραξε στο Μανδρακι, που ήταν στο σπίτι της Ανθούλας Δουρούκου Λαζαρίδου.


Πέταξε ένα μεγάλο παλαμάρι από χονδρό σχοινί, αλλά δεν είχαν που να το δέσουν, οπότε ο πατέρας της Ανθούλας ανοίγει την αυλόπορτα όπως είναι σήμερα, γιατί μέσα στην αυλή υπήρχε ένας μεγάλος φοίνικας, όπου δένουν την άκρη γύρω από τον φοίνικα και αρχίζουν να βγάζουν από αυτό πού ήταν αραγμένο στο Τροκαντερό, φορεία με τραυματίες και να τους μεταφέρουν στην αεράκατο, αφού τελείωσαν  πέταξαν και μια μεγάλη μάνικα και έδωσαν καύσιμα στο υδροπλάνο, οποίο έφυγε πρώτο και  μετά ετοιμάστηκε να φύγει το άλλο, αφού έβαλε εμπρός τις μηχανές και είχε αρχίσει να απομακρύνεται, ήταν όμως ακόμα δεμένο στο φοίνικα, το σχοινί είχε τεντωθεί και αυτοί φώναζαν να το λύσουν, οπότε εκεί ήταν ο Μήτσος ο Μήτσου και φώναζε του πατέρα της ανθούλας,  να του δώσει ένα μαχαίρι να κόψει το σχοινί, πράγματι ο μπάρμπα Νίκος του έφερε το μαχαίρι, αλλά ο Μήτσος δεν πήγε να το κόψει από τον φοίνικα, αλλά έτρεξε στην άκρη του Μντρακιού και από εκεί το έκοψε και η αεράκατος έφυγε.   


Ο Μήτσου πήρε το σχοινί από την άκρη του μανδρακιού, έως τον Φοίνικα που ήταν δεμένο, ήταν μια έξυπνη κίνηση, διότι καρπώθηκε όλο το σχοινί για τον εαυτό του. Εκ των υστέρων μάθαμε ότι οι Γερμανοί στην Τσακωνιά  είχαν δώσει μάχη, με τους αντάρτες της περιοχής και είχαν τραυματίες τους οποίους μετέφεραν με το υδροπλάνο στον Πειραιά, ήταν και αυτό το γεγονός αξέχαστο και γιαυτο σας το περιέγραψα.

 Όπως έχω αναφερθεί η Ερμιονίδα ήταν όλη ανταρτοκρατούμενοι, πολλές φορές ερχόταν και τακτικός στρατός ανταρτών στην Ερμιόνη, διανυκτέρευαν στο Δημοτικό Σχολείο και στο Σχολείο του Συγγρού. Η οργάνωση έκανε διάφορες  συγκεντρώσεις, με ομιλίες για το κόμμα και την οργάνωση, στα μικρά παιδιά γινόταν διαφώτισης για τα δρώμενα (Αετόπουλα),  στο Καρακάσι  υπήρχε φρουρά ανταρτών και Λαϊκό Δικαστήριο, για αυτούς που ήσαν αντίθετοι με τις ιδέες τους και ήταν Γερμανόφιλοι.

Μαθαίναμε και ακούγαμε ότι γινόντουσαν έκτροπα με θύματα, ευτυχώς εμείς στην Ερμιόνη δεν είχαμε τέτοιες περιπτώσεις. Μια φορά θυμάμαι, είχαν πιάσει μια οικογένεια από την Ερμιόνη και τους μετέφεραν στο Καρακάσι  και τους κρατούσαν, να τους περάσουν Δικαστήριο και μετά δεν ξέραμε τι θα τους έκαναν, όμως ξεσηκώθηκε όλη η Ερμιόνη και ανέβηκε στο Καρακάσι με τα πόδια, δεν έμεινε κανένας στην Ερμιόνη και απαίτησαν από τους αντάρτες να τους αφήσουν ελεύθερους και αναγκάστηκαν και το έκαναν.

Τέτοιοι ήταν οι Ερμιονίτες σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, γιαυτο δεν είχαμε θύματα από την πλευρά αυτή και όπως έχω αναφερθεί, εμείς μικρά παιδιά, δεν είχαμε κρίση και γνώμη, απλώς ακούγαμε τα λεγόμενα τους, άλλοι μεγαλύτεροι από εμάς ήξεραν να κρίνουν, ποίος είχε δίκαιο και ποίος άδικο. Οι Γερμανοί τα ήξεραν όλα το τι γινόταν στην Ερμιονίδα, διότι είχαν τους δικούς τους ανθρώπους, που τους έδινα τις πληροφορίες, το τι είχε συμβεί τις ημέρες των εορτών 1943-44, με τα δέματα και τα τρόφιμα και ένα πρωί ταυ Απρίλη του 1944 θυμάμαι πολύ καλά, ήταν εβδομάδα του Λαζάρου δεν θυμάμαι ποια, πάντως Πάσχα θα κάναμε 16 Απρίλη πρωί –πρωί, από σπίτι σε σπίτι από στόμα σε στόμα, συζητείτο ότι έρχονται οι Γερμανοί.

 Πράγματι, από μακριά από τα τσελεβίνια, ακουγόταν ο βόμβος των μηχανών των πολεμικών πλοίων, που ερχόντουσαν στην Ερμιόνη, ο κόσμος τρομοκρατήθηκε, ότι ενοχοποιητικό στοιχείο υπήρχε από τα δέματα κάηκε στη γωνιά, τα σπίτια κλειδώθηκαν τα περισσότερα και ο κόσμος οπού φύγει φύγει, ζώσανε την Ερμιόνη, από το λιμάνι και από τα ευκάλυπτα πέφτανε πυροβολισμοί, πέφτανε και φωτοβολίδες, ρίχνανε για σήματα δικά τους, οι αντάρτες είχαν φύγει και είχαν κρυφτεί στο ασπροβούνι, πιάσανε ομήρους και τους είχανε στο καφενείο των αδελφών Βογανάτση και το ζαχαροπλαστείο του Παντελή του Αναμερλόγλου.


Ό,τι σπίτι κλειστό υπήρχε, σπάσανε τις πόρτες και έγινε το σχετικό πλιάτσικο, γιατί μαζί με τους Γερμανούς ήταν και δικοί μας Γερμανοτσολιάδες, φτάσανε μέχρι την αυλώνα αλλά δεν προχώρησαν ποιο πέρα, κάθισαν μέχρι την νύκτα και αφού ελευθέρωσαν τους ομήρους που είχαν πιάσει, γιατί φοβόντουσαν τους αντάρτες μήπως και τους στήσουν ενέδρα, αναχώρησαν.

Εν τω μεταξύ κάψανε και μερικά σπίτια και πρώτο του Δημήτρη Σταματίου, το σπίτι της οικογένειας Παπαδοπούλου (Δασκαλίνας), σημερινό ξενοδοχείο Γιάννη Γεωργίου, γιατί το είχαν επιτάξει οι αντάρτες και το είχαν κάνει φρουραρχείο, το σπίτι του Απόστολου του Κατσογιώργη σημερινό τριώροφο, διότι οι Ιταλοί το είχαν Καζάρμα και από τα Μαντράκια κάψανε το σπίτι της Ερινάκης Παπαδογιανάκη γιατί από εκεί μοιράστηκαν τα δέματα με τα Χριστουγεννιάτικα δώρα που κατάσχεσαν οι αντάρτες από το επίτακτο καΐκι που προορίζονταν για τους Γερμανούς της Κρήτης.

Το σπίτι του μπάρμπα Βασίλη του Κανέλη ( Μητσαίων ) διότι εκεί καθόταν ο Τάσος  Κακαβούτης, πολιτικός καθοδηγητής της οργάνωσης , το λιοτρίβι των αδελφών Δημήτρη και Χρήστου βόντα. Στην ακρη του Περιβολιού του Γιάννη του Παπαμιχαήλ μια μεγάλη αποθήκη (Πατέρα της Αικατερίνης Παπαμιχαήλ – Ρήγα που μέσα είχε την αλωνιστική μηχανή (Σημερινό  Super Market Δήμητρας) φύγανε αργά τη νύκτα ευτυχώς χωρίς άλλο παρατράγουδο με τους αντάρτες.
Απ΄ ότι μου είπε η ΜαρίκαΤουτουτζή -  Κανέλη το σπίτι το καψανε στις 6 Απριλίου 1944 επομένως καλά εγώ είχα υπολογίσει εβδομάδα του Λαζάρου διότι Πάσχα θα κάναμε στις 16 Απριλίου 1944.  

Στις 7/6/44 ημέρα της Αγίας Τριάδος, οι Γερμανοί ξανάρθαν οργανωμένοι για να κάνουν εκκαθαρίσεις από τους αντάρτες, αφού είχαν ειδοποιήσει με προκηρύξεις  που είχαν ρίξει από ένα αεροπλάνο που το είχαμε  ονομάσει Καρκαλέτση, ο κόσμος να μη φύγει  αυτές  τις ημέρες από τα σπίτια του, διότι εάν τους έβρισκαν εκτός, θα τους πυροβολούσαν, έτσι αναγκαστικά ο κόσμος δεν έφυγε, αυτοί πού έφυγαν ήσαν οι αντάρτες από όλη την Ερμιονίδα και πήγαν στην Τσακωνιά.

Oι Γερμανοί πιάσανε ομήρους στην Ερμιόνη, τους βάλανε μπροστά και τράβηξαν με τα πόδια προς το Κρανίδι, φοβούμενοι επίθεση από τους αντάρτες, είχαν πιάσει και τον αδελφό μου το Βασίλη, αλλά στο δρόμο κάπου στην Αυλώνα τον έπιασε ελονοσία, (Θέρμες) του έδωσαν κάτι χάπια που τα έλεγαν  αντεπρίνες  και τον άφησαν και έφυγε και γύρισε στην Ερμιόνη.  

Τις ημέρες αυτές, έκαψαν το σπίτι και το μπακάλικο του Μήτσου του Μπαρδάκου (Καλώστο), πάτερα του Ανάργυρου και της Άννας Μπαρδάκου, γιατί είχαν βρει μέσα στο σπίτι ένα όπλο, μέσα στο σπίτι ρίξανε μια κίτρινη σκόνη, ακολούθως έριχναν μια φωτοβολίδα  και σε μισή ώρα όλα γινόντουσαν στάχτη, τους ομήρους τους κράτησαν λίγες μέρες και μετά τους άφησαν ελεύθερους.

Από το Κρανίδι κάνανε τις επιχειρήσεις, πιάσανε τον Κακαβούτη στην Ύδρα από προδοσία, αλλά μυστήριο ήταν γιατί ο Κακαβούτης κρύφτηκε στην Ύδρα και δεν έφυγε μαζί με τους αντάρτες στην Τσακωνιά. Τον έφεραν στην Ερμιόνη και μετά στο Κρανίδι, όπου μαζί με τον Πέτρου από τους φούρνους, τους κρέμασαν στην πλατεία, μάλιστα για τον Κακαβούτη λένε, ότι επειδή ήταν γεροδεμένος, όταν τον ανέβασαν στην καρέκλα για να τον κρεμάσουν, η καρέκλα έσπασε, τότε είπαν ότι αν έσπαγε δεύτερη φορά, θα του χάριζαν τη ζωή.

Είχαμε και στην Ερμιόνη  θύματα από τους Γερμανούς, ο πρώτος ήταν ο Αδριανός ο Βιρβιλης, παλαιότερα τον είχαν πιάσει στο Μετόχι με την κατηγορία ότι είχε διασυνδέσεις με Εγγλέζους, διότι στο Μετόχι  ερχόντουσαν τη νύκτα τα υποβρύχια και έβγαζαν έξω Σαμποτέρ, τον πήγαν στις φυλακές της Κορίνθου όπου και πέθανε, από τα βασανιστήρια.

Τον Γιάννη τον Ταρούση (Κουζούμη)τον έπιασαν στα λεμονάδικα, ήταν σύνδεσμος της οργάνωσης, τον είχαν όμηρο  και τον εκτέλεσαν την Πρωτομαγιά του1944 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής μαζί με άλλους 200 σους.

Με τις εκκαθαρίσεις που έκαναν μετά τον Κακαβούτη, πιάσανε και τους αδελφούς Νίκο και Μόδεστο (Τάκη) Ντούρου στην Ύδρα, διότι εργαζόντουσαν στη Μητρόπολη, ο δε Νίκος ήταν φοιτητής Νομικής, τους έφεραν στη Ερμιόνη και  μετά στο Κρανίδι, για να τους κρεμάσουν. Οπότε επεμβαίνει ο δεσπότης (Προκόπιος Καραμάνος) ένας επιβλητικός άνδρας και ζητάει από τον επικεφαλής να μην κρεμάσει τους Ντουρέους. αλλιώς να κρεμάσει και αυτόν, ο Γερμανός πράγματι του υποσχέθηκε ότι δε θα τους κρεμάσει, αλλά θα τους πάρει ομήρους στη Γερμανία έτσι και έγινε. Αλλά για κακή τους τύχη, μεταφερόμενοι από το Ναύπλιο στην Αθήνα, το τραίνο διανυκτέρευσε στην Κόρινθο και τους μετέφεραν μαζί με άλλους  στο στρατόπεδο Κορίνθου, για να φύγουν την άλλη μέρα το πρωί.

Όμως την νύκτα αυτή ποίο έξω από το στρατόπεδο στα εξαμήλια, δόθηκε μια μάχη και οι Γερμανοί είχαν θύματα, τότε έρχονται στο στρατόπεδο και όσοι όμηροι ήσαν μέσα εκτελέστηκαν μαζί και οι αδελφοί Ντούρου για αντίποινα. Το μνημείο με τα ονόματα των εκτελεσθέντων βρίσκεται όπως στρίβουμε αριστερά, πηγαίνοντας για τα Ίσθμια 200 μέτρα κάτω από την Εθνική οδό.                                                                                                                    Ο άλλος αδελφός Γιάννης Ντούρος (Καπετάνιος του εμπορικού ναυτικού) ο οποίος ζει είχε φύγει και αυτός για την Τσακωνιά και έτσι γλύτωσε. Και τελευταίος ήταν ο Γιώργος ο Σκούρτης (Πανουργιάς) είχε καταταχτεί στο αντάρτικο και τον έπιασαν οι Γερμανοί στις Σπέτσες και τον Εκτέλεσαν. Συνολικά εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς 5 (Πέντε) Ερμιονίτες.      

Μετά τις επιχειρήσεις αυτές οι Γερμανοί έφυγαν και επανήλθαν οι αντάρτες στην Ερμιονίδα  συνεχίζοντας τα αντίποινα, ήταν πλέον καλοκαίρι του 1944 και οι Γερμανοί είχαν πάρει την κάτω βόλτα, στον Πειραιά γινόντουσαν σφοδροί βομβαρδισμοί από τα συμμαχικά αεροπλάνα, να φανταστείτε ότι από το αλατοβούνι και αδέρες διακρίναμε στο βάθος τις ανταύγειες από τις εκρήξεις των βομβών. 
Πέρασε και αυτό το καλοκαίρι του 44, στις αρχές Οκτωβρίου ήρθε στο λιμάνι ένα καΐκι ξένο και απάνω στην κουβέρτα είχε  ένα τζιπ στρατιωτικό, με δύο εγγλέζους στρατιώτες, διότι στο Πόρο είχαν αποβιβαστεί Εγγλέζοι στρατιώτες, βγάλανε το τζιπ από το καΐκι στο λιμάνι και έφυγαν προς το Κρανίδι, μετά από 10 ημέρες περίπου οι Γερμανοί έφυγαν και όλη η Ελλάδα ήταν ελεύθερη πλέον.

Δυστυχώς όμως μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά και ο αδελφοκτόνος πόλεμος, με τα τραγικά αποτελέσματα. Στην Ερμιόνη τις μέρες αυτές, συγκεκριμένα παραμονή των τριών Ιεραρχών, 31 Ιανουαρίου 1945 ο Γιώργος ο Σαρρής, (Κουνάνας) ο αδελφός του Μερκούρης ,(Στούμπος) καθόντουσαν  τότε στο ισόγειο σπίτι του μπάρμπα Γιάννη του Σαρρή (Τόκου), ο αδελφός μου και εγώ 12 χρονών, μπήκαμε στη βάρκα του Τόκου στο Μισούρι όπως το λέγανε και πήγαμε στο Αλατοβούνι, στο αυλάκι που είναι αριστερά από τη σκάλα του μεταλλείου, που φόρτωναν τα βαπόρια το μετάλλευμα, για να μαζέψουμε ξύλα για τη γωνιά, γιατί εκεί είχε ξερά ξύλα από Βένια και σχοίνα  κούτσουρα, αφού γεμίσαμε τη βάρκα φτάσαμε στο Μανδράκι του Αντώνη του Κυπραίου, όπως έχω περιγράψει και άρχισε το ξεφόρτωμα και τα κουβαλάγαμε στα σπίτια μας.

Όταν κάποια στιγμή βλέπουμε εν μεγάλο καΐκι τρεχαντήρι, με ένα πολυβόλο στην πλώρη, στο ύψος του μήλου στο Κρόθι, εκεί ψάρευε για χταπόδια ο μπάρμπα Κυριάκος ο Παπακυριακού με το υιό του Γιάννη στο γυαλί και τον ίδιο στα κουπιά, σταμάτησε δίπλα τους και τους ρωτάει εάν ήσαν αντάρτες στο χωριό και απάντησαν ότι είχαν φύγει, αυτός τους δένει και ερχόντουσαν μαζί για να αράξουν στην άκρη του λιμανιού, εμείς εν τω μεταξύ συνεχίζαμε να μεταφέρουμε τα ξύλα στα σπίτια μας, από το Μπίστι ερχόταν ένας αντάρτης οπλισμένος, Ερμιονίτης την καταγωγή, με όπλο και σφαίρες χιαστί στο σώμα του, σταματάει σε μια πασχαλιά που ήταν κάτω από το υπερυψωμένο, με το πεύκο όπως είναι σήμερα. 
Όπως είναι σήμερα το Γιοτιγκ, μπροστά στο σπίτι του Αντώνη του Κυπραίου, βεβαία σήμερα η πασχαλιά δεν υπάρχει στο σημείο αυτό, ταμπουρώνεται στη Πασχαλιά, όλα αυτά μπρός στα μάτια μας και αρχίζει να πυροβολεί το καΐκι, που ήταν μπρός το λιμάνι, εμείς κάπου εκεί κρυφτήκαμε διότι φοβηθήκαμε, φεύγει από την πασχαλιά ανεβαίνει αριστερά το τσιμεντένιο δρόμο, στρίβει δεξιά στη μάνδρα της δασκαλίνας, (Παπαδοπούλου) φτανει στο τυροκομιό του Ιωσήφ του Μερτύρη και βγαίνει στο στενό μεταξύ Πραχάλια και Τάγκαλου, από το καΐκι δεν κατάλαβαν την πρώτη φορά από πού επεφταν οι πυροβολισμοί, μετά τον είδαν στο στενό γιατί και αυτός άρχισε να πυροβολεί, αυτοί αρχίζουν με το πολυβόλο τις ριπές και προς στιγμή έγινε χαμός, λύνουν τους κάβους κάνουν ανάποδα τη μηχανή λύνουν και τη βάρκα, που ήταν δεμένη πίσω τους και φεύγοντας ρίχνουν μια ριπή επάνω στον μπάρμπα Κυριάκο (Καράβι) και τον σκοτώνουν.  
Κάπου πήγαν και σταμάτησαν στο νησάκι, εκεί πήγαν με ένα καΐκι από την Ερμιόνη μια επιτροπή με λευκή σημαία, για να τους εξηγήσουν ότι πράγματι δεν υπήρχαν αντάρτες στη Ερμιόνη, αυτοί μπαίνοντας συνάντησαν τον Καράβι που ψάρευε χταπόδια και τους ρώτησαν αν υπήρχαν αντάρτες και ο καράβι τους είπε ότι το πρωί που έφυγαν δεν υπήρχαν,  καπετάνιος ήταν κάποιος ονόματι καπεταν Νικόλας, από τις αντίπαλες ομάδες, το κακό όμως δυστυχώς έγινε, όλα αυτά μας τα διηγήθηκε ο γιός του μπαρμπα Κυριάκου ο Γιαννης.

Μάης του 1945 εληξε ο πόλεμος στην Ευρώπη με ητημένη την Γερμανία, όμως ο πόλεμος συνεχιζόταν στη απω Ανατολή, μεταξύ Ιαπωνίας και Αμερικής, στις 6 Αύγουστου το 1945 ρίχνουν οι Αμερικάνοι την ατομική βόμβα στην Χιροσίμα, με την ολική καταστροφής της Πόλεως, όμως οι Ιάπωνες δεν παραδίδονταν, όποτε οι Αμερικανοί μετά από τρείς ημέρες 9/8, ρίχνουν και άλλη μια βόμβα στο Ναγκασάκι, από ότι μάθαμε η βόμβα προορίζονταν για την Οσάκα, αλλά λόγω νεφώσεως την έριξαν στο Ναγκασάκι.
Στο Ναγκασάκι δεν είχε τα θύματα που είχε η Χιροσίμα, διότι το Ναγκασάκι είχε πολλούς λόφους και προφυλάκτικε από το οστικό κύμα, την ημέρα αυτή, 9 Αυγούστου του 1945, από βραδύς είχε έρθει στην Ερμιόνη το καΐκι του μπάρμπα Αποστόλη το Αγία Μαρίνα, φορτωμένο με σύκα και σταφίδες, διανυχτέρεψε στην Ερμιόνη και το πρωί έφυγε για τον Πειραιά, κάπου έξω από την Άγια Μαρίνα της Αίγινας, κοντά στον τρούλο πέφτει επάνω σε βυθιζόμενη νάρκη, υπόλοιπα των Γερμανών και το καΐκι ανατινάσσεται στον αέρα  παρασύροντας στο βυθό το υιό του μπάρμπα Αποστόλη τον Τάκη και τον Γιώργο Τσούκα (Πατατέλο) σώθηκε ο Μήτσος ο Μήτσου και ο Γιάννης ο Φλεβαράκης που ήταν πλήρωμα.

Την ημέρα  αυτή οι καμπάνες της Ερμιόνης, κάποια στιγμή κτυπάγανε χαρμόσυνα που έληξε ο πόλεμος στην από Ανατολή, και μετά πένθιμα για τον χαμό των παλληκαριών που χαθήκαν. Ο Μήτσος ο Μήτσου ήταν εκείνος που την ημέρα των Θεοφανείων το 1942 λόγω της κατοχής, όρεξη κανένας δεν είχε για παράτες και στολισμούς στις βάρκες για το γυάλα γυάλα, την ώρα που ο παπαδημήτρης Μπαρδάκος και ο Παπαμιχαλάκης Νάκος ήταν έτοιμη να ρίξουν το Σταυρό και την Παναγία με κορδέλα, φώναξε, όχι παπά μου να χαλάσουμε το έθιμο και έπεσε ο ίδιος με τα ρούχα και έπιασε το Σταυρό και την εικόνα. Αξέχαστο θα μου μείνει γιατί είχα ντυθεί παπαδάκι και βαστούσα το εξαπτέρυγο και τα είδα και τα άκουσα διότι ήμουν επάνω στην εξέδρα που ρίχνουν το Σταυρό.

Είχε όμως άδοξο τέλος, όταν την ημέρα του Αγίου Γεωργίου, άφησε την τελευταία του πνοή, ακουμπώντας σε ένα ευκάλυπτο πίσω από τα γκολπόστ του γηπέδου, επειδή ο Ερμής την ημέρα αυτή  έπαιζε με το Κρανίδι και είχε φάει ένα γκολ, από την αγωνία να ισοφαρίσει η καρδιά του δεν άντεξε, είχε γλυτώσει από την Αλβανία που είχε στρατευθεί, είχε γλυτώσει από τον βομβαρδισμό το υ Πειραιά στα λεμονάδικα, με το καΐκι και από το ναυάγιο του Αγία Μαρίνα στην Αίγινα και το τυχερό του ήταν να πεθάνει στο Γήπεδο, τον έκλαψε όλη η Ερμιόνη.

Εγώ εδώ έφτασα στο τέλος, διότι το Σεπτέμβρη του 1946 έφυγα για την Αθήνα και δεν ήξερα πολλά πράγματα για τα δρώμενα της Ερμιόνης, ότι έχω αναφέρει στης σελίδες αυτές δεν είναι φαντασίες, ούτε μυθιστόρημα, πρόσωπα, πράγματα, τοποθεσίες, γεγονότα, ημερομηνίες, είναι πραγματικά, όσοι ζουν στην ηλικία μου πρέπει να τα θυμούνται και ότι έχω παραλείψει, ας τα συμπληρώσουν, πολλοί νεώτεροι από έμενα, δεν είναι δυνατόν να τα ξέρουν, όμως διαβάζοντας θα πάρουν μια ιδέα της εποχής αυτής 1940-1946.

Ευχαριστώ τον Αλιβάνιστο που θα τα περάσει στο ιστολογιό του.

                                            Με αγάπη Μάκης Νάκος