Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ, ΚΥΡΙΕ... ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ



ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΜΕΡΑ, ΚΥΡΙΕ... ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ


ΠΡΩΙ
- Μήπως έχετε στυλό;
Ρώτησε μια κοπέλλα μπαίνοντας στο 24 ώρες Μαγαζί.
''Καυμένο στυλό, πού σε κατάντησε ο πόλεμος των Πλήκτρων... Στο Μήπως...'', είπα μέσα μου, βάζοντας στο πορτοφόλι μου τα ρέστα από τα τσιγάρα, κι ενώ ο υπάλληλος έφερνε ένα ιστορικό μπλε Bic από το πίσω μέρος του μαγαζιού. '' Καυμένο στυλό, στα μετόπισθεν... Εσύ που ήσουνα μια ζωή, φάτσα κάρτα, μαχητής πρώτης γραμμής''.

ΤΟ ΠΑΛΤΟ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΟΥ
Κάθε φορά που χειμωνιάζει και βγάζω απ' τη ντουλάπα εκείνο το μαύρο, ίσιο παλτό του συχωρεμένου του πατέρα μου, το λίγο μακρύ, για να το φορέσω κάνοντας την μητέρα μου να με βλέπει με δέος λέγοντας σε μια ανηψιά του μπαμπά στο τηλέφωνο (με την απορία των παιδιών που ατενίζουν τους ''μεγάλους'') : '' Ξέρεις τι φοράει ακόμη, ε; ..Το παλτό του πατέρα του...'', ο νους μου πάει σ' ένα ποίημα του λησμονημένου ποιητή του Μεσοπολέμου Αναστάσιου Δρίβα :
ΤΟ ΜΑΚΡΥ ΠΑΝΩΦΟΡΙ ΤΟΥ ΤΟΝ ΕΔΕΙΧΝΕ ΜΕΓΑΛΟ.
΄Αν και μεγάλο - κυριαρχούσε καλά στο κορμί του - όπως το ρούχο στον επιδέξιο ηθοποιό- σαν παίζει ξένο ρόλο.- ΄Εφευγε - και τα μονήρη βήματά του- είχαν την επιβολή του αγνώστου- Κι όμως δεν ήταν άγνωστος- ούτε ηθοποιός- ούτε και ξένο πρόσωπο.

ΤΡΑΠΕΖΑ
Αν κατάφερα να μείνω ένα δίωρο, με το ρολόι, στην Τράπεζα σήμερα το πρωί, ανάμεσα σ' ένα πλήθος ηλικιωμένων, χωλών και παραλυτικών, γυναικών που μέχρι έπεσαν απ' την καρέκλα όταν είδαν τον αριθμό τους στον ηλεκτρονικό πίνακα να τις ειδοποιεί να σηκωθούν, με μαγκούρες κλπ., ήταν γιατί ενδόμυχα μέσα μου στριφογύριζε όλη την ώρα μία και μόνη ερώτηση –σασπένς : Ποιος, άραγε απ' τους τρεις διαθέσιμους ταμίες θα με αναλάμβανε; Η ταμίας 1, όρθια, όπως κάθε φορά σ' όλες τις συναλλαγές, που δεν την έχω δει ποτέ καθιστή, κι απορώ κάθε φορά πώς τόσα χρόνια που πάω στην Εθνική δεν έχει κουραστεί; Ο ταμίας 2, που πρώτη φορά έβλεπα, με ασπρόμαυρο σκελετό γυαλιών, ξανθός σαν τον Μαξ φον Σύντοφ, και πανύψηλος, όπως διαπίστωσα βλέποντάς τον να σηκώνεται για να πάρει μια υπογραφή απ' τον Διευθυντή, με μια ολοφάνερη πρωινή στύση κάτω απ' το πανταλόνι του; ΄Η η τελευταία και μοναδική Ταμίας 3, ζουμπουρλού μελαχρινή, μ' ένα βλέμμα μεταξύ Χαρούλας Αλεξίου και Ναργκίς, που χαμογελούσε λυπημένα σα να τραγουδούσε '' Πάρε το δρόμο ξαναγύρισε, δάκρυα η ζωή πλημμύρισε, ρίχνω ξανά την περηφάνεια μου, μπρος στην πικρή ορφάνια μου..''; Α- μπε- μπα- μπλομ και, φτάνοντας στον αριθμό μου, του κίθε μπλόμ -, η Ταμίας 3, τραγουδιστά και λυπημένα με υποδέχτηκε : «Καλή σας μέρα κύριε,  καλή χρονιά.»

ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ