Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

περίπτωση Μισέλ Πετρουτσιάνι

28 Δεκεμβρίου 1962 - 6 Ιανουαρίου 1999
Το όνομα ενδεχομένως να είναι γνωστό μόνο στους φανατικούς της τζαζ και της κλασικής μουσικής- και δη της πατρίδας του της Γαλλίας. Παιδί ημιεπαγγελματιών μουσικών, γεννήθηκε με όλα τα κόκαλά του σπασμένα στην Οράνζ της Νότιας Γαλλίας. Το ύψος του δεν ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο. Έπασχε από ατελή οστεογένεση (Οsteogenesis imperfecta), μια γενετική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από τα οστά που σπάζουν εύκολα, συχνά από ελάχιστη ή καμία προφανή αιτία. Τα αποκαλούν «γυάλινα κόκαλα». Σε όλη τη σύντομη ζωή του -πέθανε σε ηλικία 36 ετών- ο Πετρουτσιάνι πονούσε. Για να ξεπεράσει την αδυναμία του έγινε μουσικός.
 

Φωτογραφία από την Συλλογή Χαλκιάδη

ο ιδιοφυής πιανίστας της τζαζ που υπερέβη την αναπηρία

Όπως σχολίασε ο τρομπετίστας Κλαρκ Τέρι «ήταν νάνος, αλλά έπαιζε σαν γίγαντας».
Ένας γίγαντας που απέδειξε ότι μπορεί τα άτομα με αναπηρία να έχουν προβλήματα πιο ορατά από αυτά των υπολοίπων, αλλά ο ψυχικός και πνευματικός πλούτος τους μπορεί να λάμψει και να υπερβεί κάθε σωματικό μειονέκτημα. Ο ιδιοφυής πιανίστας υπερβαίνοντας μια εξουθενωτική αναπηρία αναδείχτηκε ως ένας από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς της σύγχρονης τζαζ.
Το ταλέντο του Πετρουτσιάνι δύσκολα μπορεί να περιγραφεί με λέξεις: η μουσική του μιλά από μόνη της, όπως στο κομμάτι του September Second:
 
 

Η ισχυρή προσωπικότητα, το ψυχικό σθένος και η πνευματική ωριμότητα του, τον βοήθησαν να υπερβεί την αναπηρία του, και δεν στερήθηκε μια πλήρη και δραστήρια ζωή.
Άρχισε να ασχολείται με τη τζαζ από ηλικίας 4 ετών, ακούγοντας το ίνδαλμα του, τον πιανίστα Ντιουκ Έλινγκτον. Έπαιξε επαγγελματικά σε συναυλίες όταν ήταν μόλις 13 ετών, και από τα δεκάξι του ηχογραφούσε με το δικό του συγκρότημα. Έπαιζε πιάνο με εντυπωσιακή ταχύτητα, το εκρηκτικά γρήγορο δεξί του χέρι πρωταγωνιστεί στο She Did It Again:
Ένα χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας και του αυτοσχεδιασμού του, ήταν η αριστοτεχνική «πλέξη» ενός μοτίβου με διαφορετικές μουσικές φράσεις, όπως στο Miles Davis Licks:
Πολλοί διάσημοι μουσικοί της τζαζ έπαιξαν μαζί του: οι Ντίζι Γκιλέσπι, Γουέιν Σόρτερ, Λι Κόνιτζ, Κένι Κλαρκ, ενώ στους θαυμαστές του συμπεριλαμβάνεται και ο φημισμένος βιολιστής της τζαζ Στεφάν Γκραπέλι. https://www.youtube.com/watch?v=5FgkI5KWLOc
Ο σαξοφωνίστας Τσαρλς Λόιντ είχε αποσυρθεί από την τζαζ, αλλά όταν άκουσε τον Πετρουτσιάνι αποφάσισε να ξαναρχίσει να παίζει και είχαν μια πολύ επιτυχημένη συνεργασία. Κατά το γύρισμα του ντοκιμαντέρ «One Night with Blue Note», ο Τσαρλς Λόιντ σήκωσε τον Πετρουτσιάνι στα χέρια του για να τον φέρει στη σκηνή και να τον βάλει να καθίσει στο πιάνο, ένα στιγμιότυπο που έκανε τον σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ Τζον Τσαρλς να δακρύσει. Ένα έξοχο δείγμα της συνεργασίας του Πετρουτσιάνι με τον Λόιντ δίνει το κομμάτι Tone Poem:
Η εφευρετικότητα και η δεξιοτεχνία του Πετρουτσιάνι στο πιάνο εντυπωσίαζαν όσους τον άκουγαν. Πολλοί κριτικοί της τζαζ δικαιολογημένα εντυπωσιάστηκαν από τη συνθετική του ικανότητα, το κομμάτι του Cantabile βασίζεται ουσιαστικά σε τέσσερις νότες, που αποτελούν τον πυρήνα με τον οποίο ο Πετρουτσιάνι δημιουργεί μία πανέμορφη μελωδία:

Μία εκτενής συλλογή της μουσικής του βρίσκεται στο δίσκο Complete Blue Note Recordings, The Best of Michel Petrucciani (7 CD, Blue Note, 1998). Όμως παρά την καταξίωση του ειδικά στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, ο Πετρουτσιάνι δεν είναι πολύ γνωστός στην Ελλάδα, ενώ το ντοκιμαντέρ του Ράντφορντ απέσπασε το βραβείο Χρυσή Αθηνά στο 17ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 2011.
Το μουσικό έργο του και ο τρόπος με τον οποίο αψήφησε την αναπηρία του δείχνουν πως δεν επέτρεψε στην πάθηση του να περιορίσει τις επιδιώξεις του στη ζωή, στο πιάνο και στη μουσική σύνθεση. Μάλλον αρμόζει στο ταλέντο του η σύμπτωση ότι ο τάφος του στο Παρίσι βρίσκεται δίπλα στον τάφο του Σοπέν και κοντά στους τάφους του Μπιζέ και του Ροσίνι.

Φωτογραφία από την Συλλογή Χαλκιάδη

Ο Βρετανός σκηνοθέτης Μάικλ Ράντφορντ έμεινε τόσο έκθαμβος από το ταλέντο του που γύρισε ένα συγκινητικό ντοκιμαντέρ για τη ζωή και τη μουσική του νάνου πιανίστα. Ακολουθώντας τη ζωή του Πετρουτσιάνι, ο σκηνοθέτης θέτει το ερώτημα στο ντοκιμαντέρ «τι είναι τελικά φυσιολογικό;» και δείχνει ότι η ιστορία του νάνου πιανίστα είναι ένα μάθημα ζωής, γιατί ποτέ δεν τα έβαλε κάτω στη μουσική και στη ζωή λόγω της αναπηρίας του. Ποιος ορίζει το φυσιολογικό; «Όλοι έχουμε προβλήματα. Στους αναπήρους είναι απλώς περισσότερο ορατά. Για τον Πετρουτσιάνι η ζωή δεν ήταν ένα πρόβλημα.Γι΄ αυτό και η ιστορία του είναι ένα μάθημα ζωής για όλους μας: κάνε το καλύτερο που μπορείς να κάνεις με τα υλικά που έχεις και χωρίς να σε νοιάζει τίποτε άλλο. Ποτέ μην παραιτείσαι, ποτέ μην παραπονιέσαι». Σύμφωνα με την έρευνα του σκηνοθέτη, πολλοί άνθρωποι που πάσχουν από αυτήν την ασθένεια είναι εξαιρετικά ισχυρές προσωπικότητες. «Λες και κατά κάποιον τρόπο το σώμα αυτο-αποζημιώνεται για την οδύνη του -και είναι τρομερή οδύνη, ίσως μια από τις χειρότερες που μπορεί να φανταστεί κανείς». Ο Πετρουτσιάνι υπήρξε ένας ήρωας των αναπήρων, αλλά ο ίδιος έδινε την εντύπωση ότι είχε ξεχάσει την πάθησή του. «Και το έλεγε. Κοιτάξτε με! Είμαι μια χαρά!”, την ίδια ώρα που θα έδινε τα πάντα για να μπορέσει να περπατήσει σε μια παραλία με μια κοπέλα».
Προτού αναλάβει να γυρίσει το ντοκυμαντέρ δεν είχε ιδέα για τον Μισέλ Πετρουτσιάνι «Δεν ήξερα καν το όνομά του. Στη Βρετανία οι δίσκοι του Μισέλ Πετρουτσιάνι δύσκολα μπορούσαν να βρεθούν, ενώ πριν από μερικά χρόνια κανείς δεν έδινε σημασία στη μουσική του». Λάτρης της τζαζ και μουσικός ο ίδιος, δεν είναι ο μόνος που δεν τον γνώριζε. Ρωτώντας κόσμο που ασχολείται με την τζαζ, το όνομα του ιδιοφυούς, όπως αποδείχθηκε, νάνου, δεν φαίνεται να φέρνει μνήμες στην επιφάνεια, παρ΄ ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Πετρουτσιάνι είχε δώσει συναυλία στην Ελλάδα, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία. Επομένως για ποιον λόγο ένα ντοκυμαντέρ για τον Μισέλ Πετρουτσιάνι θα μπορούσε να κάνει «κλικ» στο κοινό; «Πέρα από το ότι ήταν ένας ιδιοφυής μουσικός και πέρα από το ότι ήταν ανάπηρος, νομίζω ότι το γεγονός πως δεν παραδέχθηκε ποτέ την αναπηρία του λέει πολλά και προκαλεί το ενδιαφέρον[...] θεωρούσε ότι ζούσε μια φυσιολογική, για εκείνον, ζωή». Και φυσιολογική ζωή για τον Μισέλ Πετρουτσιάνι ήταν «όχι μόνο να βρει γυναίκα, αλλά καθ΄ ότι Μεσόγειος αμέσως να την απατήσει[...] Αν μου δινόταν η ευκαιρία να τον ρωτήσω κάτι, αυτό θα ήταν, πρώτον “πώς νιώθεις στ΄ αλήθεια μέσα σου;” και κυρίως, ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας σου με τις γυναίκες;”» λέει χαμογελώντας και προσθέτει την προσωπική του εκτίμηση ως απάντηση: «Αγαπούσε πραγματικά τις γυναίκες».


Μισέλ Πετρουτσιάνι: «Στην αναπηρία, αληθινή ελευθερία σημαίνει κακία»
Σύμφωνα με την ταινία αλλά και τον Μάικλ Ράντφορντ, οι σχέσεις του Μισέλ με τον πατέρα του δεν ήταν καθόλου καλές. Ο πατέρας του αισθανόταν άσχημα που ο γιος του ήταν ανάπηρος και αργότερα τον ζήλευε αφού ως μουσικός έγινε διάσημος, κάτι που δεν είχε γίνει ποτέ ο ίδιος. «Το μόνο καλό με τον πατέρα του ήταν ότι τον δίδαξε μουσική υπό αυστηρότατες συνθήκες». Στη συνέχεια και ως τα 18 του ο Μισέλ έγινε η «βιτρίνα», ή καλύτερα ο «κράχτης» των γονέων του στα φθηνά κλαμπ όπου έπαιζαν μουσική. Τους άφησε για πάντα όταν ενηλικιώθηκε. Μιλώντας με τον επίσης νάνο, 20χρονο γιο του, τον Αλεξάντρ, ο Ράντφορντ αντιλήφθηκε ότι «η αληθινή ελευθερία για κάθε ανάπηρο είναι να είναι κακός. Δυσάρεστος. Διότι, ενώ προσπαθείς όλη την ώρα να δείξεις στους άλλους ότι είσαι εντάξει με τον εαυτό σου, ότι όλα είναι καλά, αυτό που πραγματικά θες να τους πεις είναι “άντε στον Διάολο”. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να το πεις. Ίσως αυτό να τον έκανε να νιώθει φυσιολογικός».
«Όταν βρίσκεσαι στην κατάστασή μας δεν μπορείς να είσαι πάντα χαρούμενος με τον εαυτό σου, αλλά πρέπει πάντα να δείχνεις χαρούμενος προς τους άλλους. Ορισμένες φορές αυτό δεν γίνεται. Είσαι περιστοιχισμένος από ανθρώπους που δεν γουστάρεις και απλώς πρέπει τους το πεις» είπε ο Αλεξάντρ, που είναι κάτοχος των δικαιωμάτων της μουσικής του Μισέλ, αλλά δεν δέχθηκε να μιλήσει για τον παππού του αποκαλώντας τη σχέση τους «εξαιρετικά πολύπλοκη». Ο Ράντφορντ προσπάθησε να πάρει συνέντευξη από τον παππού του, αλλά δεν μπόρεσε να αντεπεξέλθει στις 100.000 ευρώ που ζήτησε για να μιλήσει.
Ο Ράντφορντ πέταξε το σενάριο του «Μichel Ρetrucciani» αμέσως όταν το έγραψε. «Όταν γυρίζεις ένα ντοκυμαντέρ η αλήθεια, θέλεις-δεν θέλεις, θα βγει και όχι πάντα με τον τρόπο που νομίζεις». Και η αλήθεια για τον Μισέλ Πετρουτσιάνι ήταν παράξενη. Από τη μία πλευρά υπήρξε ένας δοτικός άνθρωπος, μια γενναιόδωρη φύση που έδειχνε πραγματικό ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους του, την ίδια ώρα όμως «μπορούσε να γίνει ένας μπάσταρδος». Μπορούσε να ακυρώσει τη γενναιοδωρία του και να την αντικαταστήσει με μια πολύ δυσάρεστη πλευρά του εαυτού του. Το χάρισμα του βέβαια ήταν η μουσική του και αυτό του έδινε το προβάδισμα σε σχέση με τους ανθρώπους που δεν ήταν μεν ανάπηροι αλλά ούτε και προικισμένοι. Έγινε ένας καταπληκτικός πιανίστας και όλος ο συναισθηματικός κόσμος του έβγαινε στη μουσική του και από εκεί, κατά μια έννοια, βγαίνει η μοναδική προσωπικότητά του. «Κάποιος τον απεκάλεσε “ξωτικό” που κατέβηκε για λίγο στη Γη για να γράψει τη μουσική του και στη συνέχεια εξαφανίστηκε» είπε ο σκηνοθέτης. «Αυτό τα λέει όλα».




επιμέλεια συρραφής: Έλλη Βασιλάκη
πηγές: tovima/Troldisabled/tvxs/youtube/syllogihalkiadi