Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

ATMOΣΦΑΙΡΑ



ATMOΣΦΑΙΡΑ
Ευγενέστατος ο Ματθαίος (Μάνθος στο χαιδευτικό), ο τελετάρχης του Γραφείου Κηδειών ( άντε να το πω κι έτσι ), δίπλα στον ΄Αγιο Αντρέα, την ενορία μας στην οδό Δημοφώντος. Μεσήλικας αλλά καλοστεκούμενος, ροδαλός, και πάντα με μια γλυκειά χαιρετούρα και το χαμόγελο στο στόμα. Κάθε φορά που θα περνούσα, οπωσδήποτε θα με σταματούσε για φιλική κουβεντούλα. Από τότε δε που έμαθε από κοινό μας φίλο και γείτονα ότι έχω κάνει και μια ταινία πάνω στα βάσανα του επαγγέλματος, τα '' Κοράκια ή το Παράπονο του Νεκροθάφτη'' γυρισμένη στα παλιά λημέρια της γειτονιάς μας, Aσύρματο και τέτοια, μέχρι και καφέ μού παράγγελνε. Μη μειδιάτε ειρωνικά οι σνομπ αναγνώστες τούτης της ανάρτησης, ούτε όσοι από σας γείτονες έτυχε να περνούσατε πεζοί ή μ’ αυτοκίνητο και μ’ είχε πάρει κατά τύχη το μάτι σας κανά μελαγχολικό απόγευμα στο κουβέντι με τον Ματθαίο, έξω απ' το γραφείο τελετών, σε καρέκλες, όπως οι παλιοί και οι παλιές στις γειτονιές. - ''Δύσκολα χρόνια, κύριε Τάκη μου...΄Ερχεται μεγάλη φτώχεια.... Αλλά εμείς, δόξα τω θεώ... αυτό, βλέπετε, δεν αλλάζει... Το αντικείμενό μας.. με πιάνετε, τι εννοώ... σε πλούτο ή σε φτώχεια αυτό ίδιο είναι... ΄Ασε που θάλεγα ότι τελευταία αυξήθηκαν οι δουλειές μας... ΄Ολο και λιγότερος χρόνος μού μένει πια να πηγαίνω στη Σαλαμίνα για ψάρεμα με τη βαρκούλα.. Κάτι η ανεργία...κάτι τα κόκκινα δάνεια... κάτι το άγχος... οι απολύσεις κι οι περικοπές.. ο κόσμος δεν ζει πια όπως άλλοτε.. Λίγοι θα την προφτάσουνε τη σύνταξη.. Πεθαίνουν..πεθαίνουν...μειώθηκε ο μέσος όρος ζωής.. Δόξα τω θεώ... κι’ από εμφράγματα, κι από εγκεφαλικά βγαίνει καλό μεροκάματο....’’ Αλλά βιάστηκε κι εκείνος να πεθάνει πριν της ώρας, στα 67. Σοκ στη γειτονιά.. ΄Ηταν χοντρός ο Μάνθος, υπέφερε κι από καρδιά. Δεν την πρόλαβε ούτε ο ίδιος τη σύνταξη. Και το χειρότερο; Τον ακολούθησε κι η Μάνθαινα η νεκροθάφτισσα, αμέσως, μια βδομάδα μετά.

ΣΚΟΥΠΑ
Μικρό, ποιητικό πάρκο της συνοικίας, πόσο άλλαξε η όψη σου με λίγα γκρι σύννεφα από πάνω και με δυο- τρεις οδοκαθαριστές που κλάδευαν τα δέντρα και σκούπιζαν. Μόνο ο αλήτης σου ο άστεγος φούμερνε σκεφτικός : θα πρέπει να βρει απάγκιο κάτω από κανά υπόστεγο άμα από πάνω αγριέψει κι άλλο το γκρι, ή σε κανά μισογκρεμισμένο σπίτι, dear local park... σέρνοντας μες στον βρωμόσακό του τις μέρες των τζιτζικιών όπως η σκούπα τα νεκρά κέρινα φύλλα.

ΤΑΚΗΣ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ