Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

Ερμιόνη Κιβέρι: Δύο χωριά αλλά μία αγκαλιά

Του Δημήτρη Αθηνάκη
Η Αργολίδα είναι ένας παράξενος νομός· άνισος είναι ο πρώτος χαρακτηρισμός που μου έρχεται στο μυαλό. Οι εναλλαγές της κλασικής ομορφιάς και της φαινομενικής εγκατάλειψης της ελληνικής περιφέρειας εντοπίζονται παντού. Προφανώς, πρέπει ν’ αφήσουμε απ’ έξω το Ναύπλιο, όπου η παλιά πόλη είναι μια κλασική –εντάξει, και γραφική– απεικόνιση της έξαψης των αισθήσεων μιας χώρας που αισθητικά έχει καταρρεύσει εδώ και χρόνια. Υπάρχουν, όμως, δύο χωριά, στα οποία επιστρέφω: η Ερμιόνη και το Κιβέρι, παραθαλάσσια και τα δύο.
Η Ερμιόνη είναι από μόνη της μια ολόκληρη αφήγηση, ένα παραμύθι που αποτελείται από ησυχία, προσωπική περιπέτεια και μοναξιά, η οποία αντιστέκεται στη σώνει και ντε έξαλλη διασκέδαση που πολλές φορές επιβάλλει η ύπαρξη της θάλασσας. Είναι ένας τόπος που προσπαθεί να συντονιστεί με το σήμερα, ενώ διατηρεί την απίθανη απόλαυση ενός κόσμου που ακούς μόνο σε διηγήσεις για μια χώρα για πάντα χαμένη. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Ερμιόνης κάνει ζηλευτή δουλειά, αφού «εισάγει» τις ιστορίες του «έξω» κόσμου, επιμένοντας ότι η ζωή δεν είναι μόνο προσωπική εμπειρία, αλλά και εμπειρία μέσα από τα μάτια των άλλων.
Το Κιβέρι, από την άλλη, είναι τόπος μυστηρίου. Αδυνατείς να καταλάβεις πού έγκειται η ομορφιά του, αφού είναι περισσότερο μια αίσθηση ότι εκεί συμβαίνει κάτι που δεν μπορείς να το «πιάσεις», να το γευτείς· μπορείς, ίσως, να το μυριστείς. Τα φιλόξενα σπίτια και καφενεία σε καλούν ν’ αφεθείς· να ανακαλέσεις τη σιγαλιά ως συστατικό αναστοχασμού – ποιος είσαι και πού πας. Το Κιβέρι δεν διαθέτει εκπλήξεις· χαρίζει, όμως, αφειδώς την προσωπική επαφή με όλα τα στοιχεία της φύσης, μ’ έναν τρόπο που σε κάνει να ξεχνάς, όπως συμβαίνει και με την Ερμιόνη, ότι υπάρχει ο υπόλοιπος κόσμος. Αν το απόλυτο «φευγιό» είναι το ζητούμενο, τότε τα δύο αυτά χωριά της Αργολίδας είναι η μεγάλη αγκαλιά σε μιαν αναπάντεχη εκδρομή – που ενδέχεται να κρατήσει περισσότερο από το σχεδιαζόμενο.