Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

ΤΑΚΗΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ, Ο «ΣΥΓΓΕΝΗΣ» ΜΟΥ



ΤΑΚΗΣ ΛΟΪΖΙΔΗΣ, Ο «ΣΥΓΓΕΝΗΣ» ΜΟΥ
ΜΙΚΡΗ ΙΣΤΟΡΗΣΗ
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΦΙΛΟ  ΚΑΙ ΔΑΣΚΑΛΟ

Του Πέτρου Λακούτση
Ο Τάκης Λοϊζίδης ήταν μια εξέχουσα Ελληνοκυπριακή φυσιογνωμία . Στο πρόσωπό του έσμιγαν πλούσιες αρετές κι άπειρες γνώσεις. Ψηλός, αδύνατος,  με γαλήνη και ηρεμία, σε κέρδιζε με τη ζεστή του χειραψία και τη καλοσύνη του.  
  Ο Τάκης ήταν μια ηλιαχτίδα που ανέτειλε από την Κώμα του Γιαλού (κατεχόμενη μετά το 1974) της Κύπρου, αντρώθηκε στην Αθήνα, (Πανεπιστήμιο- φοιτητικές εκδηλώσεις- αυτοδιάθεση της Κύπρου) μας άγγιξε με αγάπη, δίδαξε στην Κύπρο (Γιαλούσα της Ριζοκαρπασίας κατεχόμενη σήμερα από την εισβολή του 74) και ύστερα έδυσε πάλι στην πατρίδα του, στην ελεύθερη περιοχή της Κύπρου , τη Λάρνακα.
Ο Αντώνης (Τάκης) Λοϊζίδης, φιλόλογος είναι σύζυγος της αγαπημένης μας εξαδέλφης Ερμιονίτισσας  Σταματίτσας Κοσμά Νοταρά και ζουν στη Λάρνακα της Κύπρου. Πρωταγωνιστής μιας όμορφης ιστορίας των παιδικών μου χρόνων ο Τάκης (ποτέ δεν τον είπαμε Αντώνη) κέρδισε την καρδιά της οικογένειάς μου και της ευρύτερης που είχαν δημιουργήσει τα κορίτσια του Σταμάτη και Ασπασίας Μερτύρη, Ζωή, Μαρία, Κατίνα, Κούλα. ‘Οταν τον γνωρίσαμε ήταν στον Πειραιά στα τέλη του 1959. Αλλά και τα μετέπειτα χρόνια ερχόταν συχνά στην Αθήνα και την Ερμιόνη με τα παιδιά του και τη Σταματίτσα συναντιόμαστε συχνά και αναπολούσαμε τα χρόνια του 60.
  Η αείμνηστη θεία μου, Ζωή Κοσμά Νοταρά , κόρη του Σταματίου Μερτύρη με τα παιδιά της, Γιώργο και Σταματίτσα ζούσαν τότε τέλη 1959 στην οδό Σαλαμινομάχων στον Πειραιά.  Δύο στενά πάνω από το κεντρικό λιμάνι του Πειραιά. Η γύρω περιοχή είχε κάτι από την ατμόσφαιρα του «Ποτέ την Κυριακή» άλλωστε τότε γυρίστηκε εκεί κοντά και η ταινία με την Μελίνα Μερκούρη.
Σαυτό το μέρος φτάσαμε το 59 από την Ερμιόνη και μέναμε στο σπίτι της οδού Φλέσσα κοντά στη θεία μου, τη Ζωή. Μεγάλα πλοία έμπαιναν στο λιμάνι του Πειραιά και άλλα έφευγαν για ξένους τόπους . Σαυτό το σπίτι γνωρίσαμε τον Τάκη. Ήταν τότε αρραβωνιαστικός της πρώτης μου ξαδέλφης μου  Σταματίτσας, που μας κανάκευε εμένα  και την αδελφή μου κερνώντας μας  κάθε φορά που  καθόμασταν στα σκαλοπάτια του σπιτιού της στην Ερμιόνη, στην αυλή στο δρόμο με τις πικροδάφνες , που είχε ένα μεγάλο κιούπι και αμυγδαλιά φορτωμένη, κάτω από το σπίτι του Λαζαρίδη.  Τον Τάκη με την κυπριακή λαλιά, τον προσφωνούσαμε «συγγενή» γιατί όποιον από το σόι μας γνώριζε εκείνο τον καιρό ( μεγάλο σόι το Μερτυραίικο) τον αποκαλούσε συγγενή του. Έτσι κι εμείς τον βαπτίσαμε « συγγενή » για να του δείξουμε την αγάπη μας και το καλωσόρισμα στο σόι μας.
Ο Τάκης  ήταν ένας από τους πρωτοδασκάλους μου, ο πνευματικός μου στην ηλικία των 1Ο -12 χρονών. Για μένα ένα παιδί που έρχεται από επαρχιακή πόλη όπως η Ερμιόνη και  ήθελε να περπατήσει και να γνωρίσει μια πολύκοσμη πόλη όπως ο Πειραιάς -Αθήνα , ο Τάκης έγινε ο μέντοράς μου .
Έτσι λοιπόν είχα την τύχη και την ευτυχία να γνωρίσω ένα από τους πιο αγνούς, μορφωμένους, καλοσυνάτους και ευχάριστους συνομιλητές. Ο Τάκης αγαπούσε την πατρίδα της γυναίκας του Σταματίτσας, την Ερμιόνη αλλά και όσοι τον γνώριζαν τον αγαπούσαν αμέσως για στο πρόσωπο του Τάκη συγκεντρωνόταν όλη η καλωσύνη. Αλλά και στον Πειραιά πήγαινε κοντά με τους πατριώτες μας ψαράδες που άραζαν τότε στην Γλυφάδα, τον Άγιο Κοσμά και τη Ζέα όπου οι πατεράδες μας άραζαν τις ψαρόβαρκες τους. Τον Τάκη τον αγάπησε το σόι μου αλλά και εκείνος αγαπούσε να είναι κοντά μας σε κάθε γιορτή η εκδήλωση που γινόταν στο σπίτι της θείας μου της Ζωής η το δικό μας.
Ο Τάκης ήταν αυτός που πήρε τη βαλίτσα του πρώτου μου  αδελφού Δημήτρη και την κουβάλησε μέχρι την προκυμαία του Αγίου Σπυρίδωνα όπου το πλοίο ΑΓΓΕΛΙΚΑ έφευγε για την Ιταλία για να φτάσει μετά στο πρώτο του μπάρκο. Ο Τάκης το 1960 με πήρε από το χέρι και περπατήσαμε την οδό Πανεπιστημίου στην Αθήνα όπου απέναντι από το Αρσάκειο σήμερα Συμβούλιο της Επικρατείας ήταν και νομίζω είναι ακόμη το γνωστό εστιατόριο όπου φάγαμε μαζί. Ο Τάκης αγαπούσε πολύ τα παιδιά. Εκπαίδευε εμένα και το εξάδελφο μου Γιάννη Κοσμά Παπακυριακού με μαθητικά γυμνάσματα. Κάποτε έγραψε σε μια εφημερίδα να μου στείλουν και μου έστειλαν το πρώτο μου παιχνίδι (έναν παντογνώστη του καιρού εκείνου).
Έζησε όλες τις πολιτικές αλλαγές της Κύπρου από φοιτητής την  εποχή των εκδηλώσεων και της αυτοδιάθεσης (1960), μέχρι την διχοτόμηση το 1974, την μετοίκηση της οικογένειάς του στη Λάρνακα. Έχασε το σπίτι του στα γεγονότα του 1974 από τη Κώμα του Γιαλού την γενέτειρά του και την Γιαλούσα όπου έμεινε η οικογένεια του, δίδαξε καθηγητής φιλόλογος και γυμνασιάρχης και έμεινε στα μέρη της όμορφης Ριζοκαρπασίας μέχρι την εισβολή. Πρόσφυγας στα ίδια του τα μέρη έφτασε στη Λάρνακα με τη γυναίκα του  και με την οικογένειά του, ρίζωσε εκεί συνέχισε τη διδαχή του αγάπησε τους μαθητές του και αγαπήθηκε ως άνθρωπος και δάσκαλος και μεγάλωσε τα παιδιά του.
Τον Τάκη θα τον αγαπάμε πάντα γιατί  είναι ο «συγγενής» μας. Θάρθει το καλοκαίρι στην Ερμιόνη μαζί με τα περιστέρια του, τα κουνέλια του, τους κήπους του, τις αυλές και τα ψαρέματα. Στους ανθρώπους που τον γνώρισαν και δεν είναι λίγοι  στην Ερμιόνη, στον Πειραιά και στην Αθήνα αφήνει μια ξεχωριστή εικόνα ανθρώπου με γλυκό βλέμμα, πολύ συμπαθητικού, αξιόλογου και σημαντικού καθηγητή της φιλολογίας, αγαπημένου των Κυπρίων μαθητών.
Αφήνει τους αγαπημένους μας, τη γυναίκα του Σταματίτσα, τη Λάουρα που είναι καθηγήτρια στη Μυτιλήνη με δύο παιδιά, τον Κυπριανό που είναι στην Αγγλία, την Ζωή που είναι στην Λάρνακα με τρία παιδιά και ένα εγγόνι ,τη Μαρία, τη δισέγγονη του Τάκη.
Τάκη, καλό σου ταξίδι.