Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Η Λεηλασία των Ελληνικών Αρχαιοτήτων (1784 – 1800)



Δημήτρης Τουτουντζής 

    Η 40ετία 1780 – 1820 υπήρξε μαύρη περίοδος για τις ελληνικές αρχαιότητες. Γάλλοι και Άγγλοι είχαν επιπέσει εναντίον των μαρμάρων, λιάνιζαν τα μνημεία, αποσπούσαν τα ανάγλυφα από τα λείψανα των ναών, άρπαζαν κομμάτια από κίονες και κάθε ενεπίγραφο μάρμαρο, γκρέμιζαν τα αρχιτεκτονήματα που είχαν απομείνει, ανασκάλευαν τα πάντα, λεηλατούσαν τα φανταχτερά ευρήματα, αφάνιζαν τα υπόλοιπα και άφηναν πίσω τους καταστροφή. Υποστηρίχθηκε ότι αυτή η εκστρατεία της αρπαγής είχε ευγενικά κίνητρα, δηλαδή τη σωτηρία των ελληνικών αρχαιοτήτων από τα χέρια των Τούρκων. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι αν εξαιρέσουμε ορισμένες περιπτώσεις καταστροφής κιόνων για οικοδομικούς σκοπούς, οι Οθωμανοί προστάτευαν τα μνημεία κατά την τελευταία περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο συστηματικός θρυμματισμός των ανθρωπόμορφων καλλιτεχνημάτων έγινε αμέσως μετά την πτώση του Βυζαντίου και την κατάκτηση του ελληνικού χώρου. Ήταν εκδήλωση θρησκευτικού φανατισμού. Έπειτα οι μετόπες του Παρθενώνα που είχε μεταβληθεί σε μουσουλμανικό τέμενος, δεν κινδύνεψαν ποτέ από τους Τούρκους για να χρειάζονται προστασία.
    Είναι επίσης αστήριχτος ο ισχυρισμός ότι η Δύση γνώρισε τον
αρχαίο ελληνικό πολιτισμό από τις αρχαιολογικές συλλογές του Γάλλου ChoiseulGouffier και του Έλγιν, οι οποίοι έκαναν και τη μεγαλύτερη λεηλασία. Το κάλλος των μνημείων της Ακρόπολης και τα γλυπτά των ναών της ήταν πασίγνωστα στην Ευρώπη από προγενέστερα εικονογραφημένα περιηγητικά χρονικά και κυρίως από το πλήθος των εκμαγείων που είχαν αποκομίσει οι αρχαιολόγοι. Άλλωστε ούτε ο ChoiseulGouffier ούτε ο Έλγιν φιλοδοξούσαν να δημιουργήσουν εκθέσεις ή μουσεία για να συντελεσθεί η επικοινωνία των ευρωπαϊκών λαών με τα αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Και των δύο η αρπακτική εκστρατεία είχε εγωιστικά  κίνητρα. Ο ChoiseulGouffier κράτησε απόρρητη την αποστολή των φορτίων στη Μασσαλία. Εκεί καταχωνιασμένα σε μυστικές αποθήκες ,θα δημευθούν αργότερα από τη Γαλλική Επανάσταση τα ελληνικά γλυπτά. Ο Έλγιν πάλι, χρειαζόταν τα γλυπτά της Ακρόπολης για τη διακόσμηση του μεγάρου του, που χτιζόταν εκείνη την εποχή στη Σκωτία.
    Η αρπαγή των αρχαιοτήτων άρχισε με το συλλεκτικό ζήλο των μοναρχών και μεγιστάνων της Ευρώπης για τη διακόσμηση ανακτόρων και μεγάρων και εξελίχθηκε σύντομα σε στυγνή αρχαιοκαπηλία.
    Η τελευταία φάση της λεηλασίας άρχισε με την αρπαγή μιας μετόπης του Παρθενώνα από τους πράκτορες του Γάλλου αριστοκράτη ChoiseulGouffier και έκλεισε με την αρπαγή της Αφροδίτης της Μήλου το 1820, από τους ανθρώπους ενός άλλου Γάλλου αριστοκράτη, του διπλωμάτη de Marcellus. Η λαφυραγωγία ωστόσο, κορυφώθηκε στα τέλη του αιώνα με την επιδρομή ενός τρίτου αριστοκράτη, Άγγλου αυτή τη φορά του λόρδου Έλγιν, πρεσβευτή της Βρετανίας στην Πόλη από το 1799. «Περί τα τέλη του Ιουλίου του αυτού έτους των 1799, ιστορεί ο Αθηναίος Ιωάννης Μπενιζέλος στην Εφημερίδα του, ο μιλόρ Έλγκιν, πληρεξούσιος πρέσβης της Βρετανίας παρά τη Οθωμανική Πόρτα, έστειλε εις Αθήνας τεχνίτας Ρωμαίους και Αναπολιτάνους διά να κατασκάψουν και να ερευνήσουν τα ενδόμυχα της γης δια μάρμαρα και κτίρια παλαιά και να κατεβάσουν από τον περίφημον ναόν της Αθηνάς εκείνα τα αξιολογότατα αγάλματα και ανδριάντας, τα οποία έδιδαν θάμβος και έκπληξιν εις όλους τους
περιηγητάς».      
    Οι θησαυροί που απόχτησε ο ChoiseulGouffier με επιδρομή των πρακτόρων του στην Ακρόπολη και τους άλλους αρχαιολογικούς χώρους κατά την περίοδο της παραμονής του στην Πόλη θέρμαναν το ζήλο του Έλγιν, λίγα χρόνια αργότερα και του έδειξαν το δρόμο για την απογύμνωση του ναού της Αθηνάς. Ακολούθησε τα ίχνη του Γάλλου. Ακόμα και τα παραπεταμένα εργαλεία, τις σκαλωσιές και τις τροχαλίες των συνεργείων του Γάλλου συναδέλφου του χρησιμοποίησαν οι άνθρωποί του.
    Μόλις εγκαταστάθηκε ο ChoiseulGouffier στην Κωνσταντινούπολη (1785) φρόντισε να εκμεταλλευθεί τις απέραντες δυνατότητες που πρόσφερε το αξίωμά του εξαπολύοντας στην ηπειρωτική και τη νησιωτική Ελλάδα πράκτορες για την αρπαγή κάθε γλυπτού. Σ’ όλες τις σκάλες της Ανατολής υπήρχαν μυστικοί αντιπρόσωποι του πρεσβευτή για τη συγκέντρωση των αρχαιοτήτων και την προώθησή τους στη Γαλλία. Εφοδίαζε με φιρμάνια τους συνεργάτες του για να ερευνούν ελεύθερα στους αρχαιολογικούς χώρους, να αποσπούν τμήματα από μνημεία, να διενεργούν ακόμα και ανασκαφές. Πρόξενοι, έμποροι, πλοίαρχοι, έγιναν πρόθυμοι συνεργάτες του στη μεγάλη αρχαιοθηρική επιχείρηση. Οι αρχαιότητες φορτώνονταν κυρίως στον Πειραιά, στη Σμύρνη, στην Πόλη με τη φροντίδα των υποπρόξενων Γάσπαρη (Αθήνα), Amoreux (Σμύρνη), (Kauffer) Κωνσταντινούπολη).
    Αλλά ο βασικός συνεργάτης στο κυνήγι των ελληνικών αρχαιοτήτων ήταν ο ζωγράφος Fauvel. Εξαρτημένος από το Γάλλο πρεσβευτή, μετά από την εγκατάσταση αυτού στο «γαλλικό ανάκτορο του Πέραν», θα αρχίσει τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά όχι τόσο για την αποτύπωση των αρχαίων μνημείων όσο για τη συλλογή αρχαιοτήτων, με αγορά ή αρπαγή, για λογαριασμό του αφέντη του. Τότε ακριβώς εγκαινίασε τη συστηματική αρχαιολογική έρευνα και λαφυραγωγία στην Αττική και την ποικιλότροπη δραστηριότητά του.
    Η πρώτη επιτυχία του Fauvel ήταν η απόσπαση ενός γλυπτού (άγνωστο ποιού) από τον Παρθενώνα. Αλλά ο διοικητής του κάστρου απαγόρευσε τη μετακίνηση του γλυπτού.
    Το επεισόδιο αφηγείται στο χρονικό της η Αγγλίδα περιηγήτρια Craven. Ταξίδευε το 1786 στο Αιγαίο, και στο καράβι που είχε χρησιμοποιήσει για την περιοδεία  της φιλοξενούσε τους απεσταλμένους του Γάλλου πρεσβευτή (ανάμεσά τους και ο Fauvel), που είχαν επιφορτισθεί με την παραλαβή του γλυπτού. Γράφει η Αγγλίδα στο ημερολόγιό της: «Ο Γάλλος πρεσβευτή, που χρόνια ολόκληρα διαπραγματευόταν τη μεταφορά στην Πόλη ενός αρχαιολογικού αντικειμένου – το είχε διαλέξει και το θεωρούσε κιόλας δικό του – θα δοκιμάσει σκληρή απογοήτευση. Ο διοικητής του φρουρίου Τούρκος αξιωματικός, μας δέχτηκε με ευγένεια. Αλλά μόλις έμαθε πως οι ναύτες μας ήταν έτοιμοι να χρησιμοποιήσουν μακαράδες και άλλα μηχανήματα για να μεταφέρουν το μάρμαρο στη φρεγάτα, πήρε κατά μέρος τον καπετάνιο του καραβιού και τον παρακάλεσε να εγκαταλείψει την επιχείρηση. Γιατί είχε, λέει, εχθρούς στο σαράι κι’ αν μάθαιναν την αρπαγή του μαρμάρου θα εύρισκαν την ευκαιρία να τον καταδιώξουν και θα έχανε αμέσως το κεφάλι του. Έτσι ματαιώθηκε η μεταφορά του μαρμάρου».
    Υπήρχε κι’ ένα πιο μεγαλεπήβολο σχέδιο. Ο Γάλλος πρεσβευτής φιλοδοξούσε να κατεδαφίσει το Θησείο και να μεταφέρει όλα τα μάρμαρα, κομμάτι – κομμάτι, στο εξωτερικό. Την εκτέλεση αυτού του σχεδίου είχε αναθέσει στο Fauvel.
    Ο απεσταλμένος του Γάλλου πρεσβευτή, που βρίσκεται στην Αθήνα από το Μάιο του 1786, εκτελεί ευσυνείδητα τις εντολές του αφέντη του. Συνεχίζει την αναζήτηση υλικού, κυρίως όμως ασχολείται με τη συγκέντρωση αρχαιοτήτων για την ιδιωτική συλλογή του
πρεσβευτή. Αλλά υπάρχουν και Άγγλοι αρχαιοθήρες στην Αθήνα, πολύπειροι και αποφασιστικοί. Έτσι άρχισε σκληρός ανταγωνισμός αρχαιοκαπηλίας με αρπαγές, δωροδοκίες, αντιζηλίες και μυστικές εξαγωγές μαρμάρων. Το 1787 ο Fauvel φόρτωσε 26 κιβώτια με γλυπτά, ενεπίγραφα μάρμαρα και εκμαγεία για τη Μασσαλία τα οποία θα καταχωνιαστούν στη μυστική κρυψώνα του πρεσβευτή. Έγραφε την 1 Φεβρουαρίου 1787 ο υποπρόξενος της Γαλλίας στην Αθήνα Γάσπαρης: «Ο κ. Fauvel τερμάτισε με επιτυχία την αποστολή του. Φόρτωσε σ’ αυτό το μπριγκαντίνι (το «Αφρική» με προορισμό τη Μασσαλία) 26 κάσσες αριθμημένες. Όλα έγιναν στην εντέλεια, παρ’ όλες τις μυστικές ενέργειες του Άγγλου πρεσβευτή για την παρεμπόδιση των φορτώσεων».  
    Το καλοκαίρι του 1787 ταξίδεψε στην Ολυμπία και κατόρθωσε να επισημάνει πολλά λείψανα αρχαίων κτισμάτων. Ανακάλυψε τα μυστηριώδη ερείπια της Βερβίτας, δηλαδή το ναό του Επικουρείου Απόλλωνα στις Βάσσαις της Αρκαδίας. Ένας μονάχα άλλος είχε προηγηθεί, ο Γάλλος αρχιτέκτονας Bocher.  
    Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα μια ομάδα ξένων αρχαιολόγων και καλλιτεχνών πραγματοποίησαν ανασκαφές στις Βάσσαις, ανακάλυψαν τα γλυπτά του ναού και τα πούλησαν για 15.000 λίρες στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου και στο Βρετανικό Μουσείο. Σύμβουλος και εμπορικός πράκτορας των αρχαιοκαπήλων ήταν ο πρόξενος της Αυστρίας στην Αθήνα Gropius.
    Επιστρέφοντας στην Αθήνα αποτύπωσε τη ζωφόρο και τις μετόπες του Παρθενώνα, δύο Καρυάτιδες, τα ανάγλυφα του Θησείου και του ναού της Νίκης. Τον Ιούνιο του 1788 ταξίδεψε στα νησιά του Αιγαίου για αρχαιολογικές έρευνες. Στη Σαντορίνη, στο ύψωμα του Αγίου Στεφάνου, στα ερείπια της αρχαίας Καλλίστης, ενεργεί ανασκαφές και ανακαλύπτει ένα ακέφαλο γυναικείο άγαλμα. Θα κατεβάσει με μύριους κόπους στη θάλασσα  χρησιμοποιώντας μια σχάρα ξύλινη με τάβλες αλειμμένες με λάδι και σαπούνι. Πάνω σ’ αυτή τη σχάρα άφησαν οι εργάτες να γλιστρήσει το γλυπτό κρεμασμένο με σχοινιά. Τον Αύγουστο φόρτωσε τη λεία σ’ ένα  καράβι που ταξίδεψε για τη Σμύρνη. Το άγαλμα θα μεταφερθεί στη Μασσαλία, όπου πράκτορες του πρεσβευτή φρόντισαν να το κρύψουν σε μυστική αποθήκη. Ήταν η μούσα Ουρανία, που κατά τη Γαλλική Επανάσταση μαζί με όλα τα άλλα  κλεμμένα θα κατασχεθούν από τις επαναστατικές Αρχές το 1792 και θα καταλήξουν στο Μουσείο του Λούβρου.
    Ο Fauvel  θα συνεχίσει ακαταπόνητος τις περιοδείες και τις έρευνες στον ελληνικό χώρο. Ανακαλύπτει αρχαίους τάφους, συγκεντρώνει κτερίσματα και γλυπτά κάθε λογής, περιπλανιέται σε σπήλαια, σε ερημιές, σε γνωστούς ιστορικούς χώρους. Με μεγάλη κουστωδία εργατών ενεργεί παντού ανασκαφές. Στο Μαραθώνα πίστεψε πως ανακάλυψε τον τύμβο των Αθηναίων. Επιστρέφοντας στην Αθήνα διαμέσου Πεντέλης άρπαξε ένα αρχαίο γλυπτό. «Το έκλεψα», γράφει στο ημερολόγιό του, «δεν μπορούσα αλλιώς να το αποχτήσω».
    Τον ίδιο χρόνο (1788) έχοντας εξασφαλίσει ελεύθερη είσοδο στην Ακρόπολη με φιρμάνι που απέσπασε ο πρεσβευτής από την Πόλη, κλέβει (η λέξη είναι δική του) τρία κομμάτια αρχαίας κολώνας ρίχνοντάς τα από το τείχος στο Ριζόκαστρο, πάνω σε ένα σωρό κοπριά. Με τον ίδιο τρόπο θα αποχτήσει ένα κομμάτι της ζωφόρου του Παρθενώνα που βρέθηκε ανάμεσα στα ερείπια  του ναού και μια από τις μετόπες της νότιας πλευράς. Άρπαξε και μια άλλη μετόπη, που κατά τους ισχυρισμούς του, είχε καταπέσει ύστερα από μια θύελλα και είχε γίνει τρία κομμάτια. Δεν αποκλείεται να είχε στηθεί σκαλωσιά στο ναό ύστερα από δωροδοκία του Τούρκου δισδάρη (του διοικητή του κάστρου). Την τέχνη είχε διδάξει ο Μοροζίνι πριν από έναν ακριβώς αιώνα.
    Ο πρεσβευτής έχει ενθουσιαστεί με το ζήλο και την επινοητικότητα που δείχνει ο πράκτοράς του. Είναι αχόρταγος. Φιλοδοξεί να αποχτήσει όλο και περισσότερες αρχαιότητες. Αξιώνει πότε το ένα πότε το άλλο μάρμαρο από τους ναούς της Ακρόπολης. Οι πλοίαρχοι της γαλλικής μοίρας της Μεσογείου έχουν εντολή να φορτώσουν τα αρχαιολογικά λάφυρα, ανάγλυφα από το ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο, το λέοντα των Μεσογείων κ.α. «Άρπαξε ό,τι μπορέσεις», γράφει ο πρεσβευτής στον πράκτορά του με επιστολή του 14 Φεβρουαρίου 1789. «Μην αφήνεις καμιά ευκαιρία  στην Αθήνα και στην περιοχή της. Ξεσήκωσε ό,τι περνάει από το χέρι σου. Μη λυπάσαι ούτε ζωντανούς ούτε πεθαμένους». Τον πιέζει σε κάθε γράμμα, τον συμβουλεύει πώς να κολακεύει το βοεβόδα, πώς να εξαγοράζει το δισδάρη, πώς να ματαιώνει «τις ραδιουργίες του δεσπότη».
    Ο πράκτορας αλωνίζει την Αττική. Παντού τον περιμένουν ευχάριστες εκπλήξεις. Μια γωνία μαρμάρου που ξεπροβάλλει στο χώμα αποτελεί προμήνυμα θησαυρών. Ανασκαλεύει λίγο με το σπαθί του και προστάζει τους εργάτες που τον συνοδεύουν στις αδιάκοπες περιοδείες  του να αρχίσουν την ανασκαφή. Βρίσκει τάφους, θαμμένα αγάλματα, μνημεία, ενεπίγραφα μάρμαρα. Οι βαστάζοι μεταφέρουν τις αρχαιότητες στον Πειραιά.
    Στις 9 Φεβρουαρίου 1789 αρπάζει μια κολώνα  από το Ερεχθείο, ένα σπόνδυλο κι’ ένα ενεπίγραφο βάθρο. Αγοράζει μια χάλκινη φιάλη που βρέθηκε στα τοιχώματα του Παρθενώνα και μεταφέρει ένα μικρό κίονα από αχάτη.
    Έρχεται όμως η στιγμή που ο Fauvel εξοργίζεται για τον άχαρο ρόλο του. Αγανακτεί που εκμεταλλεύονται άλλοι το μόχθο του. Βρίσκεται στην υπηρεσία του πρεσβευτή, του προμηθεύει αρχαιολογικούς θησαυρούς, του προσφέρει υλικό ανεκτίμητο, πληροφορίες για το έργο του, διατρέχει κινδύνους κατά τις αδιάκοπες μετακινήσεις του. Για ποια απολαβή; Είναι πια 35 χρόνων κι’ ανησυχεί για το μέλλον του. Το καλοκαίρι του 1789 με δύο επιστολές προς τον πάτρωνά του εκφράζει τα παράπονα και τις αμφιβολίες και αξιώνει να εργάζεται για λογαριασμό του γαλλικού κράτους κι’ όχι προσωπικά του πρεσβευτή, ώστε να αναγνωρισθούν κάπως οι κόποι του.
    Ο Fauvel αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη του και θα επιχειρήσει μια επτάμηνη αρχαιολογική περιοδεία στη Μακεδονία και στις Σποράδες και θα καταλήξει στην Αθήνα όπου θα παραμείνει ως το τέλος του αιώνα.

Πηγή: Β΄ τόμος του Κυριάκου Σιμόπουλου «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα».