Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

MΠΟΕΜ, ΑΓΑΠΕΣ ΜΟΥ....



ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ 
΄Ολο και σπανιότερα πια βρίσκει κανείς ποιήματα μποέμ ποιητών, όπως αυτά που διάβαζαν στο Μεσοπόλεμο. Η σύγχρονη ζωή, παρά τα κομφόρ και την ανάπτυξή της, γίνεται όλο και πιο άνυδρη, πιο στεγνή. Μάς ρήμαξεν η Πρόοδος, όπως είπε ο Αλέξανδρος Μπάρας, κι άντε να βρεις ένα ποίημα σαν τα ‘‘Επίθυρα χεράκια’’ του.΄Ετσι, αιστάνθηκα ευχάριστη έκπληξη που θυμήθηκα ξανά αυτά τα δύο ποιήματα απ’ τις δεκαετίες του ’60 και του ΄80, και σπεύδω να τα αντιγράψω –πολύ μάλλον επειδή προέρχονται από ‘‘ποιητές άδοξοι πούναι’’, ποιήτριες συγκεκριμένα. Περιγράφουν νομίζω τον κόσμο μέσα από μια ατημέλητη, αυθόρμητη ζωντάνια, μια λαική αυτοσχέδια θυμοσοφία, ξεχειλίζουν από ένα παλμό απροσποίητης καθημερινής ζωής.  

ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΗΤΕΣ
Μάζεψα τ’ απομεινάρια της ημέρας  
σε φως και μάταιη προσμονή
και βγήκα στο δρόμο να σφυρίξω με τους αλήτες  
της νύχτας τα μηνύματα.  
Διεφθαρμένους νέους μάς ονομάζουν  
κι άλλα πολλά  
μονάχα οι απάνεμες γωνιές των σκοτεινών βράχων
ξέρουν πως μέσα στην τρυφεράδα του στήθους μας
 κρύβουμε και μια αγαπημένη  
μορφή ή ιδέα  
που περήφανα μαχόμαστε να συγκρατήσουμε  
και να κρατηθούμε.  
Πάντα σφυρίζουμε ένα τραγούδι
και μαχαιρώνουμε έναν πόνο.

ΝΙΝΑ ΚΟΚΚΑΛΙΔΟΥ- ΝΑΧΜΙΑ
ΒΟΛΤΑ ΣΤΟ ΛΙΜΑΝΙ
Διέσχισα πολύ πρωί την πλατεία και ήρθα
άκρη- άκρη, αποφεύγοντας να βλέπω
πίσω, την πόλη έρημη ως τα κάστρα
γεμάτη απειλητικούς σφυγμούς.΄Αμα κατέβεις τα σκαλιά της αποβάθρας κρύβεσαι:
θάλασσα, πράσινα ντοκ, γόνοι ψαριών,
υποσχέσεις βυθού, υποσχέσεις καινούργιας πολιτείας
χωρίς φόβους – όχι σαν τη δική μας αβάσταχτη-
με ζεστά φαρδιά πεζούλια να παίζουν τα παιδιά,
με παράθυρα χωρίς σίδερα και πόρτες ανοιχτές
να μπαινοβγαίνουν άνθρωποι να λιάζονται,
με δέντρα στους δρόμους, με λουλούδια, με πουλιά
- αν και οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία,
φτάνει μονάχα να μάς επιτρέπουν ν’ αγαπιόμαστε.
Καταλαβαίνεις, ντρέπομαι που συχνάζω στο λιμάνι
μα είναι το μόνο μέρος σ’ αυτό τον τόπο που ακόμα        
υπόσχεται κάτι.
ΘΕΟΔΩΡΑ ΝΤΑΚΟΥ