Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Η ΥΔΡΑ ΤΟ 1796



Το Μοναστήρι έν έτει 1796 
Πηγή φωτ:hydra-hydrea-hydroussa

 Η ΥΔΡΑ ΤΟ 1796

Δημήτρης Τουτουντζής 

    Το 1796, μια αποστολή Γάλλων τεχνικών είχε αναλάβει την εκτέλεση μεγάλων λιμενικών έργων στην Πόλη. Μέλος της αποστολής αυτής ήταν και ο σχεδιαστής A. L. Castellan. Σ’ αυτόν ανήκουν δύο ταξιδιωτικά χρονικά που καλύπτουν τις περιηγήσεις του στο Μωριά, στη Ζάκυνθο, στα Κύθηρα και στην Ύδρα.
    Μετά τα Κύθηρα, ενάντιοι άνεμοι έφεραν το καράβι στο οποίο επέβαινε ο Γάλλος σχεδιαστής στην Ύδρα. Το πλοίο στο μεταξύ είχε χάσει μια από τις άγκυρές του. Ήταν νύχτα κι’ έβλεπαν στις ακτές του νησιού φωτιές, που φαίνονταν σαν έκτακτα φωτεινά σινιάλα. Όπως διαπίστωσαν, οι κάτοικοι της Ύδρας τοποθετούσαν στις προεξοχές των βράχων δαδιά που τα άναβαν σε ώρα ανάγκης. Ας δούμε όμως τι αναφέρει ο ίδιος για  την επίσκεψή του στην Ύδρα :
    «Σ’ αυτήν την περίπτωση το σινιάλο, όπως μας εξήγησαν, προειδοποιούσε τα υδραίικα καράβια να κρατηθούν αλάργα από το νησί. Ήταν οι μέρες της περισυλλογής των φόρων και της στρατολογίας νέων από των καπουδάν πασά για τον οθωμανικό στόλο, που αρμένιζε εκείνο τον καιρό στο Αιγαίο.»

    Κάθε πρώτη Μαρτίου (τότε άρχιζε το τουρκικό πολιτικό και οικονομικό έτος) ο καπουδάν πασάς ενέθετε με μπουγιουρντί στην κοινότητα  την είσπραξη των φόρων. Οι φόροι πληρώνονταν σε δύο δόσεις: στις αρχές Μαρτίου η πρώτη και τον Ιούλιο – Αύγουστο η δεύτερη, όταν ο καπουδάν πασάς άρχιζε την περιοδεία στο Αιγαίο. Η θητεία των Υδραίων ναυτών στον οθωμανικό στόλο ήταν δωδεκάμηνη. Αλλά τον Ιανουάριο του 1795, ένα χρόνο πριν από την άφιξη του Γάλλου στην Ύδρα, ο καπουδάν πασάς όρισε εξάμηνη θητεία. Ο αριθμός των Υδραίων που υπηρετούσαν κάθε χρόνο στον τουρκικό στόλο ήταν 100 και ονομάζονταν μελλάχηδες. Απ’ αυτούς 50 κατατάσσονταν στις 23 Απριλίου (καλοκαιρινοί μελλάχηδες) και άλλοι 50 στις 26 Οκτωβρίου (χειμερινοί μελλάχηδες). Ο αριθμός όμως έφθανε συχνά τους 400 και 500 όταν ο στόλος είχε ανάγκη από ναύτες. Η γιορτή του Αγίου Γεωργίου την Άνοιξη και του Αγίου Δημητρίου το φθινόπωρο είχαν καθιερωθεί και για τους Τούρκους από τον ΙΖ΄ αιώνα ως αρχή και τέλος των θαλασσινών ταξιδιών της χρονιάς. Οι ημερομηνίες αυτές είχαν καθιερωθεί για διάφορες διοικητικές ενέργειες στις περισσότερες ελληνικές περιοχές. Η εκλογή λ.χ. δημογερόντων γινόταν στις 23 Απριλίου και όταν προβλεπόταν δύο φορές το χρόνο, στις 23 Απριλίου και στις 26 Οκτωβρίου.
    Την αυγή αντίκρισαν το λιμάνι και την πολιτεία.
    Αρχίζει ο Γάλλος την περιγραφή της Ύδρας:
    «Είναι χτισμένη πάνω σε πολλούς πυραμιδοειδείς βράχους αμφιθεατρικά γύρω από το λιμάνι. Στην κορφή των βράχων φαίνονται περίεργοι ανεμόμυλοι με έξη ως οχτώ φτερά. Τα σπίτια είναι όλα πέτρινα κι’ όλα στο ίδιο σχέδιο: τετράγωνα, μονώροφα, με πολλά μικρά παράθυρα. Μερικά έχουν ιταλικού τύπου σκεπές, άλλα τα περισσότερα καταλήγουν σε ταράτσες. Όλα είναι ασβεστωμένα κι’ έτσι προβάλλουν πεντακάθαρα και ξεχωρίζουν ανάμεσα στις πρασινάδες που τα τριγυρίζουν και τους γκρίζους βράχους που πάνω τους είναι θεμελιωμένα. Μικρό το λιμάνι, μα βαθύ και σίγουρο. Τα καράβια μπορούν να ζυγώσουν και να δέσουν στο όμορφο μουράγιο όπου βλέπεις στοές για τον περίπατο και μαγαζιά γεμάτα με πραμάτειες».
    Την ώρα που έριχναν άγκυρα, πολλά υδραίικα καράβια σήκωναν πανιά. Όλη η
πολιτεία βρισκόταν σε κίνηση.
    «Το μουράγιο είχε πήξει από νησιώτες. Από ψηλά οι γυναίκες ανέμιζαν τις μαντίλες τους και με φωνές και εκφραστικές χειρονομίες έστελναν χαιρετισμό. Για να αγναντεύουν τα καράβια περισσότερη ώρα ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά. Όλα τα πλεούμενα ήταν σημαιοστολισμένα. Παπάδες περνούσαν από καράβι σε καράβι με καταστόλιστες βάρκες, έψελναν αγιασμό, ράντιζαν το κατάστρωμα και έκαναν παράκληση για την καλή έκβαση του ταξιδιού. Καπεταναίοι, ναύτες, επιβάτες, όλοι είχαν γονατίσει στην πλώρη, μπροστά στην εικόνα της Παναγίας. Η τελετή γινόταν με βαθειά κατάνυξη. Κι’ όταν οι παπάδες μπήκαν στις βάρκες για να βγουν στο μουράγιο βρόντηξαν τα κανόνια. Την ίδια στιγμή άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών».
    Αλλά οι Γάλλοι δεν βρήκαν διόλου καλή υποδοχή. Μόλις βγήκαν στην παραλία ένα τσούρμο παιδιά χίμηξαν απάνω τους κι’ άρχισαν να τους πετροβολούν. Τους ακολούθησαν επιθετικά ως το καφενείο. Ρώτησαν να μάθουν τα αίτια αυτής της αφιλόξενης υποδοχής.
    «Μας είπαν πως οι Υδραίοι που είχαν μεταφέρει στάρια στη Μασσαλία στον καιρό της σιτοδείας κακοπληρώθηκαν. Δεν ξέρω αν είναι βάσιμη αυτή η κατηγορία. Γιατί εκείνη την εποχή οι Υδραίοι πλούτισαν και αύξησαν τον αριθμό των καραβιών τους».
    Η δικαιολογία αυτή είναι πραγματικά αστήρικτη. Το λαθρεμπόριο με τη Γαλλία στον καιρό του αποκλεισμού άλλαξε τη μοίρα της Ύδρας. Στα Γαλλικά λιμάνια οι Υδραίοι καπεταναίοι, περνώντας με αποκοτιά τα εγγλέζικα μπλόκα, ξεφόρτωναν στάρι και φόρτωναν σαβούρα στ’ αμπάρια σακιά  τα κολονάτα. Βέβαια θα μπορούσαν να βρεθούν μια μέρα κρεμασμένοι στ’ άλμπουρο μιας αγγλικής φρεγάτας. Η απέχθεια των Ελλήνων για τους Φράγκους ήταν γενική. Τους θεωρούσαν το ίδιο επικίνδυνους με τους Τούρκους. Από θρησκευτική, πολιτική και οικονομική άποψη. Σκυλόφραγκους τους αποκαλούσαν παντού. Ακόμα και στο Εικοσιένα, καλοπροαίρετοι Ευρωπαίοι που έφθαναν στην Ύδρα αντιμετώπιζαν λιθοβολισμούς. Περισσότερο μισούσαν τους Γάλλους που επί έναν αιώνα αποτελούσαν τους πιστούς συμμάχους των Τούρκων και κρατούσαν στα χέρια τους ολόκληρο σχεδόν το εμπόριο της οθωμανικής Ανατολής. Οι Γάλλοι ήταν οι ανταγωνιστές των Υδραίων και γενικότερα των Ελλήνων ναυτικών στη θάλασσα. Και δύσκολα κατόρθωσαν να τους απωθήσουν από τα ελληνικά πελάγη. Σ’ αυτήν τη σκληρή αναμέτρηση ευνόησαν τους Έλληνες οι δύο ρωσοτουρκικοί πόλεμοι στο δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αιώνα και η αγγλογαλλική σύγκρουση.
    «Ο καπετάνιος μας, απειλούσε τους Υδραίους πως θα τους καταγγείλει στον καπουδάν πασά. Αλλά δεν ίδρωσε τ’ αυτί τους. Φαίνεται πως δε φοβούνται διόλου τους Τούρκους. Πήγε στους προεστούς να παραπονεθεί για την προσβολή που μας έγινε. Του απάντησαν πως θα μας δώσουν φρουρά . Αλλά δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους. Επειδή είχαμε χάσει τη μια άγκυρα ο καπετάνιος ζήτησε μια άλλη «εν ονόματι της Υψηλής Πύλης». Οι Υδραίοι απάντησαν πως δέχονται να μας δώσουν άγκυρα αλλά θα την πληρώσουμε αμέσως «τοι μετρητοίς». Συναλλαγματικές της Πόλης δεν παίρνουν. Τους είπε να σκεφθούν καλά γιατί θα βρουν το μπελά τους. Πρέπει να πάρετε αμέσως απόφαση! Ο άνεμος έστρωσε και η αποστολή που έχουμε δεν παίρνει άλλη καθυστέρηση! 
    Οι Υδραίοι απάντησαν σοβαρά: Η θάλασσα είναι ανοιχτή! Τραβάτε!
    «Τους είπαμε να προσέξουν. Είναι υπεύθυνοι αν μας συμβεί τίποτα κακό, επειδή δεν έχουμε άγκυρα. Ο Θεός είναι καλός! Θα σας βοηθήσει! Απάντησαν ψύχραιμα πάντοτε και λακωνικά, οι Υδραίοι».  
    Οι Υδραίοι δεν φοβόνταν τους Τούρκους γιατί ο στόλος και τα τσούρμα τους αποτελούσαν πολύτιμους συμπαραστάτες της οθωμανικής Πύλης και σε περίοδο ειρήνης για την κάλυψη των μεταφορών και σε περίπτωση πολέμου. Η εκστρατεία της Κριμαίας του 1778 έγινε με 25 πολεμικά και 32 υδραίικα φορτηγά. Από τότε Τούρκος φοροεισπράκτορας δεν πάτησε στην Ύδρα ούτε ζαμπίτης εγκαταστάθηκε ποτέ στο νησί. Τα υδραίικα πλοία ήταν πάντοτε πανέτοιμα για συμμετοχή σε πολεμική ή άλλη επιχείρηση του οθωμανικού στόλου. Το 1798 κατά την απόβαση του Βοναπάρτη στην Αίγυπτο, ο σουλτάνος πρόσταξε τους προεστούς της Ύδρας να στείλουν αμέσως 15 καράβια για την εκστρατεία του οθωμανικού στόλου. Το 1800 ο καπουδάν πασάς έδωσε εντολή στους Υδραίους να ετοιμάσουν πλοία χωρητικότητας 5 – 7.00 κοιλών το καθένα
(110 – 154 τόννων) και να τα στείλουν  αμέσως στην Αλεξάνδρεια για τη μεταφορά του γαλλικού στρατεύματος στην Τουλών. Οι Υδραίοι ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν τη μισθοδοσία των πληρωμάτων των πλοίων καθώς και τις επισκευές αυτών όταν κατέπλεαν στο νησί. Πλήρωναν και τους Τούρκους μουμπασίρηδες  (τους κομιστές των διαταγών) και την πολυάριθμη ακολουθία τους. Μπορούσαν λοιπόν να απορρίπτουν τις παράλογες απαιτήσεις της γαλλικής αποστολής.
    Τα μέλη της γαλλικής αποστολής πήγαν στη μητρόπολη της Ύδρας και θαμπώθηκαν από τη μεγαλοπρέπεια του ναού. Ο άμβωνας, τα στασίδια κ.λ.π. ήταν όλα ξυλόγλυπτα  και επιχρυσωμένα. Το τέμπλο είχε μαρμάρινες παραστάδες και πλούσια ξύλινη διακόσμηση. «Η σιωπή που βασίλευε μέσα στο ναό, τα ιερά αντικείμενα που φωτίζονταν μυστηριακά, το άρωμα του λιβανιού, όλα μας υπέβαλαν βαθύ σεβασμό».
    Έκαναν πλούσιες προμήθειες αλλά τις πλήρωσαν πανάκριβα. Το ψωμί ήταν άσπρο, πεντανόστιμο και λίγο ζαχαρωμένο. Κρασί έξοχο. Αλλά στάθηκε αδύνατο να τους δώσουν αρκετό νερό. Αυτό που υπήρχε στις στέρνες και στα πηγάδια μόλις επαρκούσε για τους κατοίκους. «Έτσι στείλαμε βάρκες στην αντικρινή στεριά να βρουν νερό».
    Με έκπληξη είδαν οι Γάλλοι στην ακρογιαλιά της Ύδρας να τρέχουν και να παίζουν παιδιά, μεγάλα πια, ολόγυμνα. Και η έκπληξη διπλασιάσθηκε καθώς είδαν και κορίτσια εννιά χρόνων με μοναδικό ρούχο τα μακριά μαλλιά τους. «Έπαιζαν με τα’ αγόρια, έκαναν βουτιές και για να στεγνώσουν έτρεχαν να κυλιστούν στην άμμο. Από τον ήλιο το δέρμα τους είχε γίνει κατάμαυρο».
    Στην Ύδρα, γράφει ο Γάλλος σχεδιαστής, αναγνωρίζει κανείς τον ελληνικό χαρακτήρα σ’ όλο του το δυναμισμό. Και δίνει μια εικόνα της ευημερίας που επικρατούσε στο νησί.
    « Η πολιτεία τους μεγαλώνει μέρα με τη μέρα. Τα σπίτια ολοκάθαρα, ευάερα, δείχνουν νοικοκυρεμένη ζωή, ακόμα και πολυτέλεια. Τα μαγαζιά είναι κατάμεστα από τα προϊόντα της βιοτεχνίας και τα αγαθά του εμπορίου. Η εκκλησία έχει αρχιτεκτονική κομψότητα με επένδυση μαρμάρου και πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο. Το λιμάνι είναι γεμάτο καράβια. Κουβαλούν στους πιο μακρινούς τόπους εμπορεύματα της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, ακόμα  και τα πλούσια προϊόντα της Ινδίας. Υδραίοι εφοδιάζουν την Κωνσταντινούπολη κι’ όλες τις σκάλες της Ανατολής. Μεταφέρουν πορτοκάλια από τη Μάλτα, αρώματα και καφέδες από την Αραβία, ρύζι από την Αίγυπτο, σταφίδα από το Τζάντε, λάδι από την Ιταλία και την Προβηγκία, χουρμάδες από τη Μικρά Ασία, βιομηχανικά προϊόντα από τη Γαλλία και κομψοτεχνήματα από τη Βενετία. Οι Υδραίοι καλύπτουν σχεδόν αποκλειστικά και το εμπόριο των σιτηρών.
    Είναι σχεδόν ανεξάρτητοι και πληρώνουν ελάχιστο φόρο στην Πόλη. Οι Τούρκοι κερδίζουν πολλά απ’ αυτό το νησί και δεν έχουν διόλου συμφέρον να το υποδουλώσουν ολοκληρωτικά. Η Ύδρα και τα ψαρά προσφέρουν στο σουλτάνο τους καλύτερους
ναύτες, κι’ ακόμα  το μεγαλύτερο μέρος των αξιωματικών του τουρκικού ναυτικού. Αυτοί οι νησιώτες, καθώς ασχολούνται σ’ όλη τους τη ζωή με το ακτοπλοϊκό εμπόριο, γνωρίζουν και την τελευταία γωνιά της Μεσογείου και έχουν αποχτήσει απέραντες πρακτικές γνώσεις. Είναι αλήθεια ότι τους λείπει η θεωρητική κατάρτιση κι’ ότι δεν διακινδυνεύουν σε ανοιχτή θάλασσα.».
    Δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται στην αλήθεια οι πληροφορίες του Γάλλου. Οι Υδραίοι πλοίαρχοι είχαν πλούσια θεωρητική και πρακτική κατάρτιση. Στο νησί υπήρχε από το 1759 το «Σχολείο του Αγίου Βασιλείου», όπου από την τελευταία δεκαετία του ΙΗ΄ αιώνα λειτουργούσε η Ναυτική Σχολή. Σ’ αυτή τη Σχολή οι Υδραίοι διδάσκονταν από Ιταλούς και Πορτογάλους τη ναυτική τέχνη και ξένες γλώσσες.
    Αλλά ας δούμε τι λέει στη συνέχεια ο Γάλλος: «Αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στις μακραίωνες συνήθειες και στη μικρή χωρητικότητα των καραβιών παρά σε έλλειψη τόλμης κάτι για το οποίο δεν μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει. Σε πολλές περιπτώσεις έδειξαν θάρρος και ετοιμότητα πνεύματος».
    Τα πρώτα υδραίικα εμπορικά πλοία, κατάλληλα για μεταφορές, εμφανίσθηκαν στις ακτές του Μωριά στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνα. Ήταν κυρίως μπάρκα, πίγκοι και πολάκκες, εκατό περίπου τόννων. Ο Γάλλος πρόξενος στην Κορώνη υπολογίζει το 1766 τον εμπορικό στόλο της Ύδρας σε 200 καράβια. Εκάλυπταν μεγάλο μέρος των μεταφορών και συναγωνίζονταν τα ξένα καράβια και κυρίως γαλλικά επειδή δεν πλήρωναν δασμούς
(έπλεαν με τουρκική σημαία) και το κόστος ήταν γενικά μικρό χάρη στους χαμηλούς ναύλους και τη φτηνή μισθοτροφοδοσία  των πληρωμάτων. Ο ίδιος πρόξενος έγραφε στις 27 Μαρτίου 1766 ότι τα καράβια αυτά δεν «περιορίζονταν στο συναγωνισμό αλλά ήθελαν να κυριαρχήσουν». Το 1780 τα καράβια της Ύδρας πραγματοποιούσαν μεταφορές σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο και κυρίως στα ιταλικά λιμάνια. Συχνά χρησιμοποιούσαν τη σημαία της Μάλτας. Στο αρχείο της Ύδρας τα μικρά πλοία ονομάζονταν ως το 1798 σαχτούρια και τα μεγάλα καϊκια. Μετά το 1798 τα μεγάλα σκάφη αναφέρονται με τις ονομασίες καράβια, μπρίκια, μπριγκαντίνια, πολάκκες, γολέτες και σκούνες. Το 1797, κατά την άφιξη του Γάλλου, η Ύδρα είχε 68 μεγάλα και 50 μικρά σκάφη. Στοιχεία για τη χωρητικότητά τους αυτόν το χρόνο δεν υπάρχουν. Έχουμε όμως στον επίσημο κατάλογο του 1806 και με σιγουριά μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα υδραίικα καράβια του 1797 δεν θα είχαν σημαντική διαφορά σε χωρητικότητα. Στον κατάλογο αυτό τα μεγάλα πλοία έχουν χωρητικότητα 45,1 ως 451,2 τόννους και τα μικρά 5,6 ως 19,7. Ακόμα και πολεμικά καράβια (κορβέτες και μπρίκια) άρχισαν να ναυπηγούν με τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774. Το 1795 το δημοτικό συμβούλιο της Μασσαλίας ευχαρίστησε με ψήφισμά του τον Υδραίο Αντώνη Βώκο, αδελφό του Μιαούλη, γιατί ξεφεύγοντας από τα αγγλικά πολεμικά που είχαν αποκλείσει τις γαλλικές ακτές, κατόρθωσε να εφοδιάσει την πεινασμένη πολιτεία με στάρι.
    Συνεχίζει ο Γάλλος το χρονικό του: «Ο Υδραίος δουλεύει για τον εαυτό του και βρίσκει στη γενέτειρά του ένα σίγουρο καταφύγιο. Το χρήμα που αποκτά με την τέχνη του δεν του σηκώνει τα μυαλά. Πετρονήσι άγονο είναι η Ύδρα. Δεν έχει ούτε δένδρα, ούτε κήπους, ούτε ένα ρυάκι. Ωστόσο βλέπεις με έκπληξη και ενδιαφέρον σ’ αυτό το ξερονήσι ένα λαό πανέξυπνο και ευτυχισμένο. Ο Τούρκος, πλεονέκτης και αμέριμνος, πεθαίνει από μιζέρια και πλήξη ανάμεσα στους θησαυρούς μιας γενναιόδωρης φύσης, ενώ ο ελεύθερος Έλληνας μεταμορφώνει τους βράχους σε πλούσιο μεταλλωρυχείο».
    Ο Γ. Κριεζής γράφει στην Ιστορία της Ύδρας προ της Ελληνικής Επαναστάσεως:   
    Την οικονομική άνθιση της Ύδρας ύστερα από το 1770 ευνόησαν ορισμένα γεγονότα . Ήταν το μόνο σχεδόν νησί του Αιγαίου που έμεινε άθικτο από τις συνέπειες της ρωσικής εκστρατείας κατά την περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέμου. Είναι αλήθεια ότι ο Ορλώφ κάλεσε τους Υδραίους (έστειλε δύο φορές αξιωματικό) να επαναστατήσουν και να θέσουν το στόλο τους στη διάθεσή του. Αρνήθηκαν όμως να συμμορφωθούν με τη διαταγή του Ορλώφ και τότε η ρωσική μοίρα άρχισε να αιχμαλωτίζει τα καράβια τους. Τρομοκρατημένοι οι Υδραίοι έστειλαν αντιπροσωπεία στην Πάρο για να εκλιπαρήσει την επιστροφή των πλοίων. Οι απεσταλμένοι, που υποκρίθηκαν ότι έρχονταν να διακηρύξουν την έξοδο της Ύδρας στον πόλεμο, παρέλαβαν τα πλοία  και γύρισαν στην Ύδρα μαζί με Ρώσο αξιωματικό που ανέλαβε τη διοίκηση του νησιού. Αλλά την ίδια στιγμή οι Υδραίοι έστελναν μυστικά έγγραφο στον καπουδάν πασά, ιστορούσαν τα περιστατικά και ζητούσαν συχώρεση. Ο Τούρκος στόλαρχος πείσθηκε ότι η αποστασία  ήταν εικονική. Έτσι οι Υδραίοι υπηρετούσαν και τον τουρκικό και το ρωσικό στόλο. Εφοδιάσθηκαν με διπλά πιστοποιητικά και τροφοδοτούσαν άφοβα και τους δύο αντιπάλους. Όταν τα καράβια συναντούσαν ρωσικά πολεμικά έδειχναν το ρωσικό πασαπόρτι του Αιγαίου κι’ όταν συναντούσαν τουρκικά το οθωμανικό για τον Ελλήσποντο. Έτσι κατόρθωσαν να διατηρήσουν ακέραιο το ναυτικό τους. Ενώ τα καράβια της Πάτμου, του Μεσολογγίου, του Γαλαξιδίου και της Μυκόνου αφανίσθηκαν. Η καταστροφή της Πελοποννήσου από τους Αλβανούς μετά τα Ορλωφικά, έφερε πρόσφυγες αλλά και πλούτο πολύ στην Ύδρα. Από αυτή την περίοδο αρχίζει η μεγάλη εμποροναυτική άνθιση του νησιού. Την ανάπτυξη του εμπορικού ναυτικού της Ύδρας στα τέλη του ΙΗ΄ αιώνα και τις επιπτώσεις του επισημαίνει και ο περιηγητής Felix Beaujour, πρόξενος της Γαλλίας στη Θεσσαλονίκη. «Από την εποχή του αγγλογαλλικού πολέμου, αντιμετωπίζουμε νέους ανταγωνιστές στο εμπόριο της Ανατολής, τους ναυτικούς του Αιγαίου και κυρίως τους Υδραίους, οι οποίοι αξιοποίησαν τις γνώσεις που απόχτησαν υπηρετώντας στο οθωμανικό ναυτικό. Οι Υδραίοι είναι λιτοδίαιτοι και οικονόμοι και κυνηγούν το σίγουρο κέρδος. Αν περιόριζαν τον αριθμό των μελών του πληρώματος θα συμπιέζονταν οι ναύλοι και τα καράβια τους θα γίνονταν περιζήτητα στις μεταφορές. Ωστόσο οι Έλληνες, μ’ όλο που δεν εμπνέουν διόλου εμπιστοσύνη και είναι τυχοδιώκτες στα ταξίδια τους, θα αποδειχθούν χρήσιμοι για τον εφοδιασμό μας σε περίοδο πολέμου. Και πάντως σε περίπτωση που θα μας γίνουν ενοχλητικοί μπορούμε να εξαπολύσουμε εναντίον τους, τους Μαλτέζους πειρατές». Η τελευταία παρατήρηση του Γάλλου προξένου είναι πολυσήμαντη γιατί αποκαλύπτει τα δόλια μέσα που επιστρατεύονται από τις δυτικές ναυτικές Δυνάμεις για την εξουδετέρωση των δραστήριων Ελλήνων ναυτικών. Αποκαλύπτει ακόμα κάτω από ποιες συνθήκες αναπτύχθηκε η εμποροναυτική δύναμη των νησιών του Αιγαίου στον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας. Τους Μαλτέζους πειρατές χρησιμοποίησαν οι Γάλλοι για τον αφανισμό του εμπορικού στόλου της Πάτμου.
    Οι περιηγήσεις του Γάλλου σχεδιαστή στις ελληνικές θάλασσες κράτησαν πολλούς μήνες κι’ έγιναν με ελληνικό καράβι. Έτσι ο Γάλλος ταξιδιώτης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά και να μελετήσει το χαρακτήρα των Ελλήνων ναυτικών.
    «Καπεταναίοι, αξιωματικοί και ναύτες είχαν τις ίδιες αρετές και τα ίδια ελαττώματα. Ο χαρακτήρας τους αποτελεί στο βάθος ένα μείγμα από ελαφρότητα, αδυναμία και υπεροψία. Συγκινούνται εύκολα , όπως τα παιδιά, και μια στιγμή αργότερα λησμονούν το αντικείμενο που προκάλεσε τον οίκτο τους. Ευερέθιστοι, παρασύρονται από την ορμή
της οργής τους και καλμάρουν αμέσως αν τους δείξεις ψυχρότητα ή τους αντιμετωπίσεις με σταθερότητα. Δεν ευδοκιμούν στην ψυχή τους τα βαθειά μίση που οδηγούν στην εκδίκηση ή προετοιμάζουν την προδοσία. Φιλονικούν συχνά. Οι βρισιές που ανταλλάσσουν προκαλούν τη συμπλοκή των δύο αντιπάλων. Αλλά ένας τρίτος τους επαναφέρει στην τάξη βάζοντας τις φωνές. Ο καυγάς σταματάει σ’ αυτό το σημείο κι’ ένα τέταρτο αργότερα όλα έχουν λησμονηθεί.
    Ευαίσθητοι στην επίπληξη και στον ψόγο, κολακεύονται από τον καλό λόγο περισσότερο κι’ από την υλική ανταμοιβή. Η παραμικρή επιτυχία, τους πλημμυρίζει με ενεργητικότητα. Είναι γενναίοι και συχνά παράτολμοι. Αλλά επειδή δεν έχουν ψυχραιμία για να δείξουν φρόνηση οι ενθουσιασμοί τους παγώνουν γρήγορα. Αποθαρρύνονται, τα χάνουν, τους κυριεύει φόβος. Και η τελευταία τους καταφυγή είναι η βοήθεια των ουρανών. Γονατίζουν λοιπόν μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας, προσεύχονται με θέρμη και κάνουν τάματα, που μερικές φορές τα πραγματοποιούν!
    Συνήθως είναι πολύ εγκρατείς. Βρίσκουν ωστόσο κάπου – κάπου την ευκαιρία για ψυχαγωγία και τότε ρίχνονται με μανία στο γλεντοκόπι. Ύστερα υπομένουν τις στερήσεις με καρτερία και κυρίως με περισσότερη ευθυμία από τους Ευρωπαίους. Πολλές φορές διαπίστωσα ότι είναι και πνευματώδεις.
    Όταν τους μεταχειρίζεσαι υπεροπτικά νοιώθουν να επαναστατεί η περηφάνια τους. Αλλά καθώς έχουν αδύνατο χαρακτήρα, συνηθίζουν να λυγίζουν μπροστά στο βάρβαρο τύραννό τους. Όταν τους μεταχειρίζεσαι με καλοσύνη, μερικές φορές κάνουν κατάχρηση και αποκτούν οικειότητα. Αλλά αν μπορέσεις να εξασφαλίσεις το σεβασμό τους, αν τους δείξεις εμπιστοσύνη, εκτίμηση και ευγνωμοσύνη θα σου προσφέρουν κάθε εκδούλευση και τη φιλία τους.
    Είναι γαλαντόμοι και αφιλοκερδείς. Οι ναύτες περίμεναν ένα δώρο στο τέλος του ταξιδιού ως αναγνώριση των φροντίδων και των υπηρεσιών που μας προσφέρανε. Ωστόσο δεν έδειξαν δουλικότητα ή ιδιαίτερη προσοχή τις τελευταίες μέρες της περιοδείας μας. Κι’ όταν χωρίσαμε ήταν περισσότερο συγκινημένοι από τις ευχαριστίες μας παρά από τα χρήματα που τους μοιράσαμε.

    Αντίο, καλοί άνθρωποι, που τόσο σας περιφρονούν και σας συκοφαντούν γιατί δε σας γνωρίζουν αρκετά. Η υπεροψία και η πονηρία που σας αποδίδουν είναι αθώες κι’ αξίζουν περισσότερο από την υποκρισία. Η αυθόρμητη χοντροκοπιά σας είναι προτιμότερη από το βερνίκι της ψυχρής ευγένειας. Οι αρετές σας είναι δικές σας και οι περισσότερες αδυναμίες σας οφείλονται στη δουλεία που σας καταδυναστεύει. Είσαστε παιδιά. Με περισσότερη παιδεία και περισσότερη κατανόηση θα γίνεται άντρες».  

Πηγή: Γ΄ τόμος του Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα».