Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Η δημοτική γλώσσα στα αναγνωστικά βιβλία



Του Γιάννη Λακούτση

Από  το    1880  γίνεται  μια  συζήτηση  σχετικά  με  τα  αναγνωστικά  και  τα  διδακτικά  εγχειρίδια  ως  προς  τη  μορφή,  το  περιεχόμενο  και  τη  γλώσσα  τους.  Η  πρώτη  αντιπαράθεση  γίνεται  ανάμεσα  σε  δυο  τάσεις  που  υποστηρίζουν  δυο  διαφορετικούς  τύπους  αναγνωστικών:  αφενός  το  σοβαρό  αναγνωστικό  γραμμένο   σε  καθαρεύουσα  γλώσσα  και  αφετέρου,  το  ευχάριστο  γραμμένο  στην  ομιλούμενη  γλώσσα,  προσαρμοσμένο  στις  αντιληπτικές  ανάγκες  του  παιδιού. Η  αντιπαράθεση  αυτή   γνωρίζει  μεγάλη  οξύτητα  μέσα  στο  20ο  αιώνα,  με  τη  σύγκρουση  αρχαϊστών  και  δημοτικιστών. Μέχρι  τότε  η  επικράτηση  της  καθαρεύουσας  μέσα  στα  αναγνωστικά  ήταν  αδιαμφισβήτητη.  Η   δεύτερη  αντιπαράθεση ,  εκδηλώνεται  τη  δεκαετία  του     1890  και  περιστρέφεται  γύρω  από  δυο  προσωπικότητες  της  εκπαίδευσης,  τον  Χαρ.  Παπαμάρκο  και  τον  Π.  Οικονόμο,  διευθυντές  διδασκαλείων,  επιθεωρητές  και  διευθυντές  πρωτοβάθμιας  εκπαίδευσης.  Ο  Οικονόμος  ακολούθησε  το  σύστημα  του  Harbart:  «συνεχής  αφήγηση,  που  στηρίζεται  σε  ένα  πρόσωπο  η  σε  ένα  γεγονός  (Ροβινσών,  Οδύσσειακ.λ.π),  ηθικού- θρησκευτικού  χαρακτήρα». Σύμφωνα  με  αυτό  το  σύστημα  συντάχθηκαν  οι  πρώτοι  διαγωνισμοί  για  τα  αναγνωστικά  (1882  και  1886). Ο  Παπαμάρκος   πρότεινε  το  εγκυκλοπαιδικό  σύστημα:  «τα  αναγνωστικά  έπρεπε  να  αποτελούνται  από  μικρά  ανεξάρτητα  κείμενα  που  θα 
πρόσφεραν  γνώσεις  για  το  φυσικό  και  κοινωνικό  περιβάλλον  των  παιδιών  και  θα  περιέγραφαν  τις  σχέσεις  του  ανθρώπου  με  τον  Θεό,  τον  πλησίον  και  τη  φύση. Η  ιστορική  ύλη  εκτοπίζεται  από  τα  αναγνωστικά  τα  οποία  θα  πρέπει  να  περιέχουν  Αισώπιους  μύθους,  περιγραφάς  και  βίους  ζώων  και  φυτών,  παροιμίας,  γνωμικά,  ποιήματα  και  διηγήματα  δια  γλώσσης  απλής  και  γνησίως  ελληνικής».  Το  σύστημα  αυτό  εφαρμόστηκε  στο  διαγωνισμό  του  1893.  Ένα  από  τα  παλαιότερα,   αναγνωστικά  από  της  εποχής  ιδρύσεως  του  ελληνικού  κράτους,  θεωρείται  αυτό  του  Λέοντος  Μελά,  «Ο  Γεροστάθης   η    Αναμνήσεις  της  παιδικής  μου  ηλικίας»,  πρώτη  έκδοση  το  1858.  Πριν  από  αυτή  τη  χρονολογία  αλλά  και  μετά,  παράλληλα  με  τον  Γεροστάθη,  τα  σχολεία  χρησιμοποιούσαν  ως  αναγνωστικό  την  Οκτώηχο  και  το  Ψαλτήρι.  Πολλά  αποσπάσματα  από   το  Γεροστάθη    χρησιμοποίησαν  οι  μετέπειτα  δημιουργοί  στα  δικά  τους  αναγνωστικά.   Ένα  παρόμοιο  βιβλίο  με  αυτό, είναι  και  ο  « Μπάρμπα  Δήμος-  Διηγήσεις  αγωνιστού»,  του  Γεωργίου  Δροσίνη.  Χρησιμοποιήθηκε  ως  Αναγνωστικό  για την  ΣΤ’  τάξη  το  1889. 



                                                                                                                                                             
Το  1905  το  περιοδικό  ΝΟΥΜΑΣ,  επίσημο  όργανο,  θα  λέγαμε  σήμερα,  των  δημοτικιστών,    υποστηρίζει  ότι  ο  δημοτικισμός  είναι  αναγκαίος  στην  Ελληνική  Εκπαίδευση  και  προκηρύσσει  διαγωνισμό  για  « να  γραφή  ένα  αναγνωσματάριο  ανθρωπινό  και  Ρωμαίϊκό». Η  επιτροπή  του  διαγωνισμού,  που  ήταν  ο  λογοτέχνης  Αλεξανδρος  Πάλλης  ο  γλωσσολόγος  υφηγητής  Πανεπιστημίου  της  Γαλίας  Γιάννης  Ψυχάρης  και   ο  Εφταλιώτης, από  τα  πέντε  κείμενα  που  υποβλήθηκαν,   βράβευσε  το  « Αρφαβητάρι»  του  Γ.  Καρατζά,  που  ήταν  δάσκαλος  στη  Ζωγράφειο  Σχολή  της  Κωνσταντινούπολης.  Το  Αρφαβητάρι  δεν  τυπώθηκε  σε  μορφή  βιβλίου  αλλά  δημοσιεύθηκε  στο   Νουμά   στα  φύλλα  205,  206  στις  30  του  Αλωνάρι  (Ιουλίου) 1906.


Το  1907  καθιερώθηκε  η  παρέμβαση  του  κράτους  στα  διδακτικά  σχολικά  βιβλία.  Το  1910  εκδόθηκε  από  την  Α’  Κριτική  Επιτροπεία  των  διδακτικών  βιβλίων  το  πρώτο  κρατικό  αλφαβητάριο  σε  γλώσσα  καθαρεύουσα.  Το  1911  εκδόθηκε  το  «Αλφαβητάριον»  του  Αν.  Ζάλλη,  του  οποίου  «  το  περιεχόμενο  η  εικονογράφηση  και  κυρίως  η  γλώσσα  πλησίαζαν  τον  παιδικό  κόσμο.  Η  έκδοσή  του  εξυπηρετούσε  τη  διάδοση  της  ελληνικής  γλώσσας». Το  1914  εκδόθηκε  το  «Αλφαβητάριον»  του  Δ. Ανδρεάδη,  το  οποίο  νεώτεροι  κριτικοί  αναφέρουν  ως  το  δεύτερο  κρατικό  αλφαβητάριο, σε  «απλοποιημένη  γλώσσα  και  οικείο  στα  παιδιά  περιεχόμενο». Η  εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση  του  1917,  υπήρξε  το  πιο  σημαντικό γεγονός  για  την  εξέλιξη  των  αλφαβηταρίων.  Και  αυτό  γιατί  ήταν  υποχρεωτικό  να  γράφονται  στη  δημοτική  και  να  είναι  απαλλαγμένα  από  κάθε  αρχαϊσμό  και  ιδιωματισμό. Με  τις  νέες  απαιτήσεις  της  γλώσσας  συντάχθηκαν  στη  δημοτική  το  1917  τα  πρώτα  αλφαβητάρια 

του  Παπαμιχαήλ  και  του  Συκώκη,  τα  οποία  αποτέλεσαν   τον  προπομπό  του  Αλφαβηταρίου  με  τον  Ήλιο,  η  έκδοση  του  οποίου  υπήρξε  σημαντικός  σταθμός  στην  ιστορία  της  ελληνικής  εκπαίδευσης. Η  συγγραφή  των  σχολικών βιβλίων ανατέθηκε  από  το  Εκπαιδευτικό  Συμβούλιο  σε  Επιτροπή  που  αποτελούσαν   ο Δ.  Ανδρεάδης,  Αλ.  Δελμούζος,  Μ.  Τριανταφυλλίδης,  Νιρβάνας,  Ζαχ.  Παπαντωνίου  και  ο  ζωγράφος  Μαλέας,  για     να  συντάξει  δυο    νέα  αλφαβητάρια  που  είναι  γνωστά,  το  πρώτο    με  τον  τίτλο  «Αλφαβητάρι»  με  τον  Ήλιο,  και  το  δεύτερο  «Τα  ψηλά  βουνά», του  Ζαχαρία  Παπαντωνίου.  Το  1919  ο  λογοτέχνης  Ηλίας  Βουτιερίδης,  παινεύοντας  στο  Νουμά  το  αναγνωστικό  του  Παπαντωνίου,  σημείωνε  πως  φέρνει  λίγο  του  «Γεροστάθη», το  παιδικό  αφήγημα    του  Λέοντα  Μελά,  που  εκδόθηκε  το  1858,  και  αξιοποιήθηκε  ως  αναγνωστικό  κατά  κόρον  τον  19ο  αιώνα.  Το  αναγνωστικό  αυτό  του  Ζαχαρία  Παπαντωνίου  κατηγορήθηκε  ότι  προήγαγε  τον  μπολσεβικισμό.  Οι  πρώτες  ενστάσεις  ιδεολογικού  χαρακτήρα  θα  κάνουν  την  εμφάνισή  τους.  Οι  26  μαθητές  του  αφηγήματος  θα  παραμείνουν  για  αρκετό  καιρό  στη  θερινή  τους  κατασκήνωση,  χωρίς  να  νοιάζονται  για  την  οικογένειά  τους  χωρίς  να  προσεύχονται,  ενώ  τις  Κυριακές  θα  ξεκουράζονται,  μα  δεν  θα  εκκλησιάζονται. Ο  γλωσσολόγος,  καθηγητής  της  Φιλοσοφικής  Σχολής  του  Πανεπιστημίου  Αθηνών, πρόεδρος  του  Εκπαιδευτικού  Συλλόγου, Γεώργιος  Χατζηδάκης,  επιτίθεται  εναντίον  των   δημοτικιστών  συγγραφέων  με  ένα  εκτενές  άρθρο  στην  εφημερίδα  Εμπρός,  το  οποίο  εκδίδεται    κατόπιν  αυτοτελώς,  με  τίτλο  « Γενηθήτω  φως-  Ο  μαλλιαρισμός  εις  τα  δημοτικά  σχολεία».  


Ειδικά    για  το  αναγνωστικό  Τα  ψηλά  βουνά,  λέει  ότι  «είναι  βιβλίο  Μπολσεβικικόν,  μη  διδάσκων  ούτε  πατρίδα,  ούτε  θρησκείαν  ούτε  οικογένειαν»:   Φαίνεται  ότι  θέλοντες  να  δικαιολογήσουν  τον  αποκλεισμόν  παντός  λόγου  περί  πατρίδος  και  θρησκείας  από  των  «Ψηλών  Βουνών»  επενόησαν  εκ  των  υστέρων  την  θεωρίαν,  ότι εις  την  Α’  τάξιν  η  δράσις  θα  περιορισθή  εντός  του  κύκλου  της  οικογενείας,  εν  τη  Β’  θα  επιδιωχθή  το  κορύφωμα  της  ατομικής  αυθυπαρξίας  εν  συνδυασμώ  προς  την  αλληλοβοήθειαν  και  αλλυλεγγύην  μετ’  άλλων  ατόμων,  εις  την  Γ’  ως  κυρία  ιδέα  θα  χρησιμεύση  η  προαγωγή  της  κοινοτικής  αλληλεγγύης  εκ  παραλλήλου  προς  την  τελειοποίησιν  της  ατομικότητος,  εις  την  Δ΄ ως  κυρία  ιδέα  θα  χρησιμεύση  η  γνώσις  και  η  αγάπη  της  πατρίδος  ως  συνόλου,  εις  την  Ε’  η  υπέρ  της  πατρίδος  αυτοθυσία  εις  την  ΣΤ’  η  πολιτειακή  οργάνωσις.  Αλλά  είναι  ταύτα  αληθή;  Και  αν  ο  μαθητής  αποφοιτήση  από  της  Δ’  τάξεως,  τότε  δεν  πρέπει  να  ηξεύρει  τι  περί  πατρίδος;  Έπειτα  έγινεν  εις  την  Α’  τάξιν  περί  της  οικογενείας  αρκετός  λόγος,  ώστε  να  μη  χρειάζεται  πλέον  τίποτε  δια  την  Γ’  και  δι αυτό  εδιδάχθησαν  οι  μαθηταί  της  Γ’  να  μη  φροντίζουν  περί  των  γονέων  των,  αλλά  μόνον  περί  της  κοινότητος  αυτών,  του  Soviet;  Πρόσθες  τούτοις  ότι  ουδαμού  εις  το  σχεδιογράφημα  τούτο  φαίνεται  η  θρησκεία,  φαίνεται  ότι  κατηργήθη  και  εις  την  κοινότητα  η  το  Soviet  των  παιδίων  τούτων,  όπως  και  εις  τα  των  συντρόφων  εν  Ρωσία (σελ. 50-51).

 Τα  ψηλά  βουνά  θα  κυκλοφορήσουν  σε  δεύτερη,  διορθωμένη,  έκδοση  τον  Οκτώβριο  του  1919  με  την  έναρξη  των  μαθημάτων. 

Οι  κυβερνητικές  αλλαγές  που  ακολούθησαν  μετά  την  ήττα του  Ελ.  Βενιζέλου  το  1920  ανέτρεψαν  τα  σχέδια  του  Υπουργείου  Παιδείας.   Η  νέα  κυβέρνηση  με  υπουργό  παιδείας  των  Θοδ.  Ζαίμη  όρισε  μια  «Επιτροπεία» προς  εξέτασιν  της  γλωσσικής  διδασκαλίας  των  δημοτικών  σχολείων  στην  οποία  μετείχαν  ανάμεσα  σε  άλλους   δυο  πολέμιοι  της  δημοτικής, οι  καθηγητές  της  Φιλοσοφικής  Σχολής,  Ανδρέας  Σκιάς  και  Νικόλαος  Εξαρχόπουλος. Το  αποτέλεσμα  του  πορίσματος  της  Επιτροπείας,  το  οποίο  αποτελείται  από  160  σελίδες,  είναι:  Να  κηρυχθώσιν  αυτοδικαίως  άκυροι,  ως  αντισυνταγματικοί,  οι  Νόμοι  καθ’  ους  εγένετο η  αλλαγή  της  γλώσσης  των  αναγνωστικών  βιβλίων  της  δημοτικής  εκπαιδεύσεως,  μετά  πάντων  των  εις  εκτέλεσιν  αυτών  αφορώντων  Βασιλικών   Διαταγμάτων,  Εγκυκλίων  και  επισήμων  οδηγιών  των  διδασκάλων.  Να  εκβληθώσι  πάραυτα  εκ  των  σχολείων  και  καώσι  τα  συμφώνως  προς  τους  νόμους  εκείνους  συνταχθέντα  και  σήμερον  εν  χρήσει  υπάρχοντα  αναγνωστικά  βιβλία,  ως  έργα  ψεύδους  και  κακοβούλου  προθέσεως.  Απάντηση  στις  παρατηρήσεις  της  Επιτροπείας  αποτελεί  το  βιβλίο  του  Μανόλη  Τριανταφυλλίδη  με  τίτλο:  « Πριν  καούν»,  ο  οποίος  θεωρεί  την  επιτροπή  «  κατώτερη  κάθε  κριτικής  και  θλιβερό  μνημείο  της  νεοελληνικής  σκέψης  και  επιστήμης,  ζή  στον  ιδιαίτερό  της  ξεχωριστό  κόσμο  απροσανατόλιστη  στα  πνευματικά  ρεύματα  της  σύγχρονης  ελληνικής  ζωής». Παράλληλα  ο  Γλυνός,  με  το  ψευδώνυμο  Αντ.  Γαβριήλ,    εκδίδει   και  αυτός  το  δικό  του  βιβλίο  με  τίτλο:  « Οι  χοίροι  υίζουσιν  Τα  χοιρίδια  κοϊζουσιν  Οι  όφεις   ιύζουσιν»,  που  σατιρίζει  τις  αποφάσεις  της  Επιτροπείας  και  την  επιστροφή  στην  καθαρεύουσα.

Ο  νόμος  της  Επιτροπείας  2678/1921  δεν  πρόλαβε  να  εφαρμοστεί,  εξαιτίας  της  Επανάστασης  του  1922,  η  οποία  επανέφερε  σε  ισχύ  τους  νόμους  της  εκπαιδευτικής   μεταρρύθμισης  του  1917  και  1918.Τα  αλφαβητάρια  που  κυκλοφόρησαν  μετά  το  1922  και  έως  το  1928,  σε  κοινή  ομιλούμενη  γλώσσα  (δημοτική),  είχαν  ως  πρότυπο,  Το  Αλφαβητάρι  με  τον  Ήλιο.  Με  το  νόμο  5045  του  1930  ( Υπουργός  Παιδείας  ο  Γεώργιος  Παπανδρέου)  «περί  σχολικών  βιβλίων»,  προβλέπεται  πως  η  δημοτική  γλώσσα  θα  διδάσκεται  υποχρεωτικά  σε  όλες  τις  τάξεις  του  Δημοτικού  και  στις  δυο  τελευταίες  παράλληλα  με  την  καθαρεύουσα.  Η  μεταρρύθμιση  δεν  θα  ολοκληρωθεί ,  ο  Ελ.    Βενιζέλος  παραιτείται  το  1932.  Στην  εξουσία  ανεβαίνει  το  Λαϊκό  Κόμμα  και  ο  Κονδύλης .  Επανέρχεται  η  διδασκαλία  της  καθαρεύουσας  και  η  δημοτική  γλώσσα  περιορίζεται  στις  δυο  πρώτες  τάξεις  του  δημοτικού  σχολείου.  Η  μεταρρύθμιση  του  1929  δεν  θα  ολοκληρωθεί.  Τη  χαριστική  βολή  σ’  αυτή  τη  μεταρρύθμιση  θα  δώσει  η  Δικτατορία  της  4ης  Αυγούστου.  Ο  νέος  υπουργός  Γεωργακόπουλος,  κατηγορεί  τους  μεταρρυθμιστές  ότι  «  προσεπάθησαν  να  υπονομεύσουν  την  θρησκείαν,  την  πατρίδα  και  την  οικογένειαν». Το  σχολικό  έτος  1940-1941  κράτησε  τρείς  μήνες  και  το  1941-1942  μόνο  τριάντα  ημέρες. Το  εθνικό  συμβούλιο  της  ΠΕΕΑ  ( Πολιτική  Επιτροπή  Εθνικής  Απελευθέρωσης )  στους  Κορυσχάδες  Ευρυτανίας   το  Μάη  του  1944  διαμόρφωσε  ένα  «Σχέδιο  μιας  Λαϊκής   Παιδείας»  που  το  εισηγήθηκε  ο  αναπληρωτής  Γραμματέας  Παιδείας  Πέτρος  Κόκκαλης.  Για  την  πρωτοβάθμια  εκπαίδευση  προβλεπόταν  η  διδασκαλία  της  δημοτικής  γλώσσας,  το  μονοτονικό  σύστημα  γραφής  και  η  κατάργηση  της  ιστορικής  ορθογραφίας. Τα  Δεκεμβριανά  και  ο  εμφύλιος  που  ακολούθησαν,  ακύρωσαν  την  προσπάθεια  αυτή. Το  1964  η  κυβέρνηση  Γεωργίου  Παπανδρέου  με  τον  Ευάγγελο  Παπανούτσο,  Γενικό  Γραμματέα  του  Υπουργείου  Παιδείας  παραχώρησε  την  ελευθερία  στους  εκπαιδευτικούς  να  χρησιμοποιούν  όποια  από  τις  δυο  γλώσσες  ήθελαν,  ενώ  γινόταν  διδασκαλία  και  των  δυο.  Τον  Ιούλιο  του  1965  με  τα  Ιουλιανά  ακυρώνεται  η  μεταρρυθμιστική  προσπάθεια.  Ο  Υπουργός  Παιδείας  της  Κυβέρνησης  των  αποστατών,  Ευάγγ.  Σαββόπουλος   δίνει  εντολή  σε  επιτροπή  να  εξετάσει  αν  τα  βιβλία  που  τυπώθηκαν  πληρούν  τις  προϋποθέσεις  και  αργότερα  δηλώνει:  Τα  βιβλία  που  εξετυπώθησαν  (το  1964  από  τον  Οργανισμό  Εκδόσεως  Διδακτικών  Βιβλίων)  προς  χρήσην  των  μαθητών  συνετάγησαν  και  εξετυπώθησαν,  χωρίς  να  υπάρχει  επιβαλλόμενη  υπό  του  νόμου  έγκρισις  της  αρμοδίας  επιτροπής.  Ήδη  έδωσα  εντολήν  και  συνεστήθησαν  επιτροπαί,  υπό  την  προεδρίαν  του  γενικού  γραμματέως  και  βάσει  των  πορισμάτων  των  θα   αποφανθώμεν  εάν  θα  χρησιμοποιηθούν  η  θα  αποσταλούν  προς  πολτοποίησην.  (Το  «καώσιν  της  επιτροπής  το  1921,  το  1965  έγινε  «πολτοποίησιν»).  Το  1967  «εβαλε  στο  γύψο»  και  την  εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση. Επανέρχεται  στα  σχολεία  η  διδασκαλία  της  καθαρεύουσας  σε  όλες  τις  βαθμίδες  της  εκπαίδευσης.  Από  το  1975  στο  νέο  Σύνταγμα  δεν  υπάρχει  πια  η  διάταξη  που  να  καθορίζει  επίσημη  γλώσσα  του  Κράτους  και  στις  αρχές  του  1976  η   κυβέρνηση  Κων.  Καραμανλή,  με  υπουργό  Παιδείας  τον  Γεωρ.  Ράλλη  καθιερώνει  τη  δημοτική  γλώσσα  σε  όλες  τις  βαθμίδες  της  εκπαίδευσης  και  το  1977  στη  Διοίκηση.  Με  το  Π.Δ 297/1982  και  κυβέρνηση  Ανδρέα  Παπανδρέου,  καθιερώνεται  το  μονοτονικό  σύστημα  στη  γραφή  της  νέας  ελληνικής  γλώσσας.  Έτσι,  το  όνειρο  πολλών  φωτισμένων  Ελλήνων  έγινε  πραγματικότητα.