Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Γλωσσαμύντορες vs Μαλλιαροί




Του Γιάννη Λακούτση

« Γλωσσικό  ζήτημα»  ονομάστηκε  η  διαμάχη  που  ξέσπασε  στην  Ελλάδα  στις  αρχές  του  19ου  αιώνα  σχετικά  με  το  ποια  γλώσσα  πρέπει  να  καθιερωθεί  ως  επίσημη   γλώσσα  του  έθνους,  η  απλή  ομιλούμενη  (δημοτική)  η   η   λόγια  γραφόμενη  (καθαρεύουσα). Το  ζήτημα  αυτό  αφού  καταταλάνησε  τον  ελληνισμό  για  ένα  και  μισό  αιώνα ,  επιλύθηκε  οριστικά  το  1976  για  την  εκπαίδευση  και  το  1977  για  τη  Διοίκηση.  Στην  πραγματικότητα,  το  « γλωσσικό  ζήτημα»  έχει  τις  ρίζες  του  στην  αρχαιότητα,  τον  1ο  αι.  π.Χ. ,  όταν  το  κίνημα  του  Αττικισμού  εισήγαγε  τη  διγλωσσία  στον  ελληνικό  κόσμο:  δηλαδή  μια  απλή  προφορική  γλώσσα,  συνέχεια  της  (Αλεξανδρινής)  Κοινής,  που  οδήγησε  δια  μέσου  των  αιώνων  στη  δημοτική  και  μια  λόγια,  αρχαϊζουσα  γραπτή  κυρίως  γλώσσα,  απομίμηση  της  κλασσικής  αττικής,  στην  οποία  βασίστηκε  σε  μεγάλο  βαθμό  η  μετέπειτα  καθαρεύουσα.  Η  διγλωσσία  συνεχίζεται  και  στα  τέλη  του  18ου  αιώνα.  Τώρα  αρχίζει  το  «γλωσσικό  ζήτημα»  της  νεώτερης  εποχής.  Η  γλωσσική  διαμάχη  διεξάγεται  ανάμεσα  σε  δυο  ομάδες  λογίων:  τους  υποστηρικτές  της  αρχαϊζουσας  ( Πατριαρχείο,  Φαναριώτες  με  επικεφαλής  τον  Ευγ.  Βούλγαρη)  και  τους  υποστηρικτές  της  δημώδους  γλώσσας  ( νεωτεριστές  οι  οποίοι  επηρεασμένοι  από  τον  ευρωπαϊκό  Διαφωτισμό  επιδιώκουν  την  πνευματική  αναγέννηση,  με  επικεφαλής  τον  Ι.  Μοισιόδακα).  Στις  αρχές 
του  19ου  αιώνα  το  «γλωσσικό  ζήτημα»  περνά  στην  κύρια  φάση  του. Οι  λόγιοι  χωρίζονται  τώρα  σε  τρία  στρατόπεδα: στους  υποστηρικτές  της  αρχαίζουσας  γλώσσας  ( Πατριαρχείο,  Φαναριώτες  με  επικεφαλής  τον  Π. Κοδρικά),  στους  υποστηρικτές  της  καλλιέργειας  της  εξέλιξης  της  απλής,  προφορικής  γλώσσας  ( ριζοσπάστες  της  αστικής  τάξης-  Βηλαράς),  και  στους  υποστηρικτές  της  «διόρθωσις»  της  ομιλουμένης   γλώσσας  από  ξένες  λέξεις  και  του  εμπλουτισμού  της  με  βάση  την  αρχαία  ελληνική  ( μετριοπαθείς  της  αστικής  τάξης  με  επικεφαλής  τον  Αδαμ.  Κοραή). Ο  Κοραής  πρότεινε  μια  «μέση  οδό»,  μια  νέα  γραπτή  γλώσσα  δικής  του  επινόησης,  που  ονομάστηκε  καθαρεύουσα,  η  οποία  αναγνωρίστηκε  από  την  πρώτη  στιγμή  ως  γλώσσα  του  ελληνικού  έθνους   κατά  την  ελληνική  Επανάσταση  (1821-1828)  και  καθιερώθηκε  ως  γλώσσα  της  Διοίκησης  και  της  εκπαίδευσης.  Η  γλωσσική  διαμάχη  αναζωπυρώθηκε  με  την  αντίδραση  του  Γ.  Ψυχάρη  (1824-1929), καθηγητής  στο  Παρίσι, και  των  δημοτικιστών  κατά  της  καθαρεύουσας.  Ο  ίδιος  ο  Ψυχάρης,  με  το  μυθιστόρημά  του  « Το  ταξίδι  μου» (1888),  που  θεωρείται  το  μανιφέστο  του  δημοτικισμού,  εισηγήθηκε  ένα  είδος  πρότυπης  δημοτικής  με  τους  δικούς  της  γλωσσικούς  κανόνες  και  νόμους.   Ο  Ψυχάρης  κήρυττε  ότι  η  δημοτική  έπρεπε  να  καθιερωθεί  ως  γραπτή  γλώσσα  του  έθνους. Δεν  άργησε  να  ξεσπάσει    μια  αντίθεση   μεταξύ  δυο   διαφορετικών  κινημάτων  με  αφορμή  τη  Γλώσσα. Το  πρώτο  κίνημα  των  γλωσσαμυντόρων  (καθαρών)  ευαγγελιζόταν   την  επιστροφή  στην  προγονική  γλώσσα  της  οποίας   φυσική  συνέχεια  θεωρήθηκε  η  καθαρεύουσα.  Το  δεύτερο  κίνημα  των  δημοτικιστών  (μαλλιαρών)    απέβλεπε  σε  μια  Εθνική  γλώσσα, τη  δημοτική.  Οι  οπαδοί  του  πρώτου  κινήματος  εξεγέρθηκαν  μετά  την  προσπάθεια  που  έκανε  η  εφημερίδα  Ακρόπολις,  να  δημοσιεύσει  σε  συνέχειες  το  Ευαγγέλιο  σε  μετάφραση  ενός  πρωτοπόρου  δημοτικιστή,  του  Αλέξανδρου  Πάλλη,  στενού  συνεργάτη  του  Ψυχάρη.  Οι  ταραχές  αυτές  ονομάστηκαν  « Ευαγγελικά»,  (1901).  Επίλογος  των  ταραχών  αυτών  ήταν  οκτώ  νεκροί  και  ογδόντα  τραυματίες.
Η  ρωσική  καταγωγή  της  βασίλισσας  Όλγας,  έδωσε  αφορμή  σε  ορισμένες  εφημερίδες  να  διατυπώσουν  υποψίες  ότι  το  σχέδιο  αυτό  χρηματοδοτούνταν  με  ρούβλια.   Ακολούθησαν  τα  Ορεστειακά,  (1903),  όπου  στο  Βασιλικό  θέατρο,  παίχτηκε  η  «Ορέστεια»  του  Αισχύλου,  μεταφρασμένη  σε  απλή  καθαρεύουσα. Οι  γλωσσαμύντορες  με  επικεφαλής  τον  καθηγητή  Πανεπιστημίου,  Μιστριώτη  « έβαλαν  μπουρλότο  στην  Αθήνα»,  όπως  αναφέρει  ο  Βάρναλης. Όμως  οι  γλωσσικές  αυτές  αντιπαραθέσεις  έδωσαν  αφορμή  για  άφθονα  πειράγματα  και  από  τις  δύο  πλευρές,  Γνωστά  είναι  τα  πειράγματα  των  καθαρευουσιάνων  προς  τους  μαλλιαρούς,  ότι  τάχα  οι  μαλλιαροί  έλεγαν  «Κεχριμπάρα»  την  Ηλέκτρα,    «Μυστικό  Τσουμπούσι»  τον  Μυστικό  Δείπνο,  «Κώτσο  Παλιοκουβέντα»  τον  Κων.  Παλαιολόγο,  «κατωτεντώστρα»  την  υποτείνουσα  του  τριγώνου,  « Σοφία.  Σούζα»  αντί  Σοφία.  Ορθοί…  « γοργοχάμπερο»  το  τηλεγράφημα,  « ραχόσκοινο»  ο  νωτιαίος  μυελός,  « θυμήσου  με  αφεντικό  όταν  έρθεις  στα  πράματα»  μνήσθιτί  μου  Κύριε  όταν  έλθεις  εν  τη  Βασιλεία  σου,   κ.α.  Φυσικά  τέτοιοι  εξωφρενισμοί  ουδέποτε  ειπώθηκαν.  
Στα  πρώτα  χρόνια  του  εικοστού  αιώνα,  ο  Γεώργιος  Σουρής  είχε  φτάσει  στο  απόγειο  της  δόξας  του  κι  ο  ποιητής  άκουγε  μόνο   επαίνους  τόσο  από  τους  πνευματικούς  ανθρώπους   όσο  και  από  τον  απλό  κόσμο.  Το  1906  η  Βουλή  των  Ελλήνων  πρότεινε  τον  Σουρή  για  το  βραβείο  Νομπέλ. Την  εικόνα  αυτή  ήρθε  να  χαλάσει  ένας  αιρετικός,  ο  γλωσσολόγος  Γιάννης  Ψυχάρης,  αδιαμφισβήτητος   ηγέτης  του  δημοτικισμού,  που  στις  9  Ιανουαρίου  του  1905,  δημοσιεύει  στο  Νουμά  εξασέλιδη  «Κριτική  μελέτη»  με  τίτλο  « Ο  Σουρής». 
Ο  Ψυχάρης  επιτέθηκε   στο  Σουρή  επειδή  χρησιμοποιούσε  γλώσσα  μικτή  και  όχι  ανόθευτη  δημοτική.   Παραδέχεται  ότι  ο  Σουρής  έχει  μόνο  φίλους,  αλλά  οι  φίλοι  έχουν  αξία  μόνο  όταν  έχεις  εχθρούς.  Τον  κρίνει  συνολικά  για  το  έργο  του.  Για  τον  Ψυχάρη  ο  Σουρής  δεν  είναι  ποιητής.  Φτιάχνει  στίχους  με  μοναδική  επιδεξιότητα,  αλλά  ποιητής  δεν  είναι   και  τον  επικρίνει  ότι  στέκεται  όχι  μπροστά  στο  λαό  αλλά  πλάι  του,  ή  πιο  σωστά  ότι  «πηγαίνει  με  τον  όχλο»  τον  οποίο  αντιδιαστέλλει  από  τον  λαό.  Ο  Ψυχάρης  κατηγορεί  τον  Σουρή  ότι  χρησιμοποιεί  την  δημοτική  μόνο  στα  χυδαία  του  αποσπάσματα,  όταν  είναι  να  κοροϊδέψει.  Λέει  επίσης  ότι  κανείς  γλωσσαμύντορας   δεν  επέκρινε  ποτέ  τον  Σουρή  που  μεταχειρίστηκε  τέτοιες  χυδαίες  λέξεις,  ενώ  αν  έβρισκαν  έναν  τέτοιο  τύπο  σε  μετάφραση  του  Πάλλη,  η  άλλου  σεσημασμένου  δημοτικιστή,  θα  γινόταν  επανάσταση.  Ολόκληρη  η  Κριτική  Μελέτη  του  Ψυχάρη,  στο  ΝΟΥΜΑ   ΕΔΩ
Ο  Σουρής  έδωσε  πολλές  συνεντεύξεις  σε  εφημερίδες,  βρίζοντας  χυδαία  τον  Ψυχάρη  και  τους  δημοτικιστές.  Χαρακτηριστικό  είναι  το  άρθρο  του  Ζαχ.  Παπαντωνίου,  ο  οποίος   απορεί  πώς  ο  τόσο  άκακος  Σουρής  παρασύρθηκε  σε  τόσο  βαριές  εκφράσεις  στις  εφημερίδες.  Μέσα  από  την  εφημερίδα  του  Ο  Ρωμηός,  αφιερώνει  το  τεύχος  της  29/1/1905,  στον  Ψυχάρη  και  τους  μαλλιαρούς.  Είναι  ένας  διάλογος  Φασουλή  και  Περικλέτου.  Κατά  τον  Περικλέτο   ο  Σουρής  τιμωρείται  επειδή  δεν  προσχώρησε  στο  κίνημα  των  δημοτικιστών  και  δεν  χρησιμοποιεί  ψυχαρικούς  τύπους  όπως  Παρθενός  αντί  για  Παρθενώνας,  Βασιλές  αντί  για  Βασιλιάς    περέτρα  αντί  για  υπηρέτρια,    νούδες      αντί  για  μυαλά , περικεφαλιά  ( λέξη  παρμένη  από  τη  μετάφραση  της  Ιλιάδας  από  τον  Πάλλη),  αντί  για  περικεφαλαία   συγγραφιάς  αντί  για  συγγραφέας  κ.α.
Τι  κάθεσαι  και  τσαμπουνάς  και  τον  καιρό  σου  χάνεις; 
σκάσε,  δεν   είσαι  ποιητής… το  γράφει  κι  ο  κυρ  Γιάννης,
που  στέλλει,  δόλιε  Φασουλή,  μέσ’  από  τα  Παρίσια
σε  συμμορίαις  μαλλιαρών  διπλώματα  περίσσια
γλωσσολογίας,  κριτικής,  σοφίας  και  ποιήσεως,
και  γλωσσολόγος  έγινε  και  κριτικός  εκ  φύσεως…
Δεν  ξέρεις  πώς  εχάρηκα  σαν  είδα,  μπεχλιβάνη, 
την  ρομπατσίνα  τη  γερή  του  Γάλλου  του  κυρ  Γιάννη.
Και  ποιος  αλήθεια  με  χαρά  και  γέλοια  δεν  θ’  ακούση
πως  βάλθηκε  κι  ο  Γιαννακός  πατόκορφα  να  λούση
  τον  Φασουλή  τον  μασκαρά,  το  πρόστυχο  μυαλό,
του  κάρρου  το  περίτριμμα,  τον  τρελλο-Νικολό;…
Χίλιες  φορές  σου  τόλεγα  στον  καφενέ,  τεμπέλη,
για  το  καλό  σου  να  γενείς  του  μαλλιαρού  κοπέλι.
Χίλιες  φορές  σου  φώναξα  στου  βίου  τον  αγώνα
για  το  καλό  σου  Παρθενό  να  λες  τον  Παρθενώνα,
κι  ο  Βασιλιάς  πως  έπρεπε  να  γίνει  Βασιλές,
μα  και  την  υπηρέτρια  περέτρα  να  την  λες…
Χίλιαις  φοραίς  σου  τάλεγα,  κι  αν  άκουγες  εμένα
σαν  φρόνιμος  αληθινός,
ο  Γιάννος  ο  Παρισινός
με  δίπλωμα  ποιητικό  θα  τύλιγε  κι  εσένα,
και  σ’  όποια  πάγκα  πήγαινες  το  δίπλωμα  να  δείξης
μπορούσες  όσαις  ήθελες  χιλιάδες  να  τραβήξης.
Εκείνο  σου  το  δίπλωμα  θα  ήταν  ως  είδος  τσέκι,
μα  συ  ποτέ  δεν  άκουσες  τα  λόγια  μου  ζευζέκη.
Δεν  βλέπεις,  βρε,τους  μαλλιαρούς  πώς  πλούτισαν  και  τούτοι
μόνο  με  τα  διπλώματα  του  Πάπα  των,  τσιφούτη;..
Τι  καλά  που  σου  τα  λέει  ο  κυρ  Ζαν  ο  φαλακρός
μέσα  στους  μεγάλους  νούδες  νους  απέμεινες  μικρός.
Κι  όπως  γράφει  κι  ο  κυρ  Γιάννης  έχεις  μιαν  αναμελιά
και  ζωώδη  τεμπελιά
που  σου  πρέπει,  βρε  τσολιά, 
μια  περικεφαλιά…
Σου’  πα  τους  ρυθμούς  παραίτα  των  πεζών  των  αναπαίστων
και  τον  Μυστικό  τον  Δείπνο  Μυστικό  Τσουμπούσι  πες  τον,
κι  άιντε  τόκα,  κυρ  Ιούδα,  κι  άιντε  το  κρασί  να  τρέξει, 
και  σπληνάντερο  να  φάμε  κι  ωχ!  αμάν,  Χριστέ  κι    ας  φέξει…
Συ  δεν  δίνεις  μια  πεντάρα
για  της  γλώσσας  την  αντάρα,
κι  ενώ  βλέπεις  τον  κυρ  Γιάννη  στο  Παρί  ν’  αγκομαχά
με  την  γλώσσα,  δε  σε  μέλλει,
και  φροντίζεις  μοναχά
 πώς  να  βγάζης  το  καρβέλι…
Εσύ  δεν  είσαι  ποιητής  ασύλληφτης  ιδέας,
είσαι  το  κατακάθισμα  της  φάρας  της  χυδαίας.
Δεν  είσαι  Μούσας  γέννημα  λεφτό  και  ντιλικάτο
κι  η  Μούσα  με το  μούσι  σου  βρωμίζει  και  μολύνεται,
δεν  είσαι  σαν  τους  μαλλιαρούς  πηγάδι  χωρίς  πάτο,
σκουληκομυρμηγκότρυπα  και  γρίφος  που  δεν  λύνεται…
Κλείνει  μπρος  σου  της  σοφίας  ο  μυστηριώδης  οίκος
μη  σιμώνεις  εκεί  πέρα,  μην  κτυπάς  την  πόρτα  αγροίκως.
Ο  μεγάλος  δάσκαλός  μας ,  ο  κυρ  Γιάννης  είναι  μέσα,
πούμαθε  τα  γλωσσικά
και  τα  κορακιστικά.
Ο  κυρ  Γιάννης  είναι  μέσα,  γλωσσολόγος,  γλωσσοτρίπτης, 
γλωσσοκόπος,  γλωσσοστρόφος,  γλωσσοτόμος,  γλωσσογλύπτης, 
γλώσσασπις,  γλωσσηματίας,  γλωσσογάστωρ,  γλωσσοπλάστης, 
γλωσσοδαίδαλος,  γλωσσώδης,  γλοσσωκλώστης,  γλωσσοκλάστης.
Μη  στων  Μουσών  το  τέμενος  κτυπάς,  ντεληφυσέκη,
κι  ο  Γιάννης  μέσα  στέκει,
Γιάννης  ο  γλωσσοκάτοχος,  ο  γλωσσοβαρυμπομπης,
Γιάννης  γλωσσοπυρσόμορφος  και  γλωσσοκηλοκόμπης…
Απ’  το  Πανεπιστήμιο  περνούσα  χθες  το  βράδυ
κι  ο  Κοραής  εγυάλιζε  στης  νύκτας  το  σκοτάδι.
Κι  εγώ  τον  επλησίασα  και  τούπα:  πατριώτη,
ο  Γιάννης  ο  Παρισινός  σε  λέει  βλάκα  Χιώτη…
Κι  ο  Κοραής  μ’  εφώναξε  και  μούπε:  στραβοκάνη,
εκ  μέρους  μου  παρακαλώ  να  γράψης  του  κυρ  Γιάννη
να  πάρη  τα  μαγνάδια  του  και  τη  γραμματική  του 
και  στη  δική  μου  προτομή  να  βάλη  τη  δική  του…
Βρε  κακέ  μας,  βρε  καλέ  μας,
γλωσσοκάμπτη  δάσκαλέ  μας,
όχτρητα  καμμιά  μην  έχης  και  μ’  εμάς  τους  δύο  τώρα,
και  τον  Φασουλή  συχώρα,
που  σαν  χάχας  απορεί
πως  σ’  αρέσ’  η  μαλλιαρή.
Κάνε  ποιητή  και  τούτον  σαν  τους  άλλους  ποιητάδες,
κάνε  τον  και  γλωσσολόγο  σαν  τους  δημοτικιστάδες.
Σαν  δεν  είναι  ποιητής  πώς  θα  βγάλη  το  ψωμί  του;
πώς  κοντά  σου  μια  φορά  θα  στηθή  κι  η  προτομή  του;
Δάσκαλε  του  Παρισιού,  που  παραγνωρίζεσαι,
λάβε  και  γι  αυτόν  πιτιέ,  μην  τον  συνερίζεσαι.
Δος  του  δάσκαλε  δυο  κόκκους  της  δικής  σου  της  σοφιάς,
δώσε  και  σ’  αυτόν  ορπίδα  πως  θα  γένη  συγγραφιάς,
να  σε  φκαριστώ  κι  εγώ,  γλωσσομάχος  Αρλεκίνος,
να  σ’  εφκαριστή  κι  εκείνος,
κι  όλο  να  παραληρή   για  τη  δόλια  μαλλιαρή.
Αλλά  και  οι  μαλλιαροί  έγραψαν  για  τον  Μιστριώτη    μερικά  πειραχτικά  στιχουργήματα,  μεταξύ  των  οποίων  το  πιο  πετυχημένο  του  Νικ.  Ποριώτη,  λόγιου,  δραματικού  ποιητή  και  μεταφραστή  θεατρικών  έργων.  Στο  εγκώμιο  που  έγραψε  για  τον  Μιστριώτη  σε  άπταιστη  αττική  διάλεκτο  διάλεξε  λέξεις  ώστε  να  ακούγονται  άσεμνες. Το  επίγραμμα  του  Ποριώτη  είναι  το  εξής. 
Γεωργίω  τω  Μιστριώτη, 
ανδρί  φρενήρει  και  ευήθει,
την  τε  ιδέαν  αστείω 
και  την  πνοήν  βρομείω,
κολερών  ακέστορι
και  λασίων  πύκτη,
ανθ’  ων 
της  γλωσσικής  κατοργάδος,
τους  κατώρυχας  εξεκαύλωσε
και  της  ποιητικής  οινάδος 
τα  καυλία  και  τα  βλαστήματα  έκλασε,
δια  ξοάνων  δε  και  κουράδων
 τους  πολυψόφους
των  λόγων  κολοσυρτούς
ψολόεις  κατουρίσας
και  πάντας  κατακυλήσας
κατ’  αξίαν  ει  και  αιδώς  φυσά,  Ανάθεμα.
Δηλαδή:  Στον  Γεώργιο  Μιστριώτη,  άνδρα  συνετό  και  αγαθό,  στην  όψη  ωραίο  και  στην  αναπνοή  βροντερό,  τον  προστάτη  των  κουρεμένων  και  διώκτη  των  μαλλιαρών,  επειδή  της  γλωσσικής  εύφορης  γης  τα  φυντάνια  ξεβλαστάρωσε  και  του  ποιητικού  αμπελώνα  τους  βλαστούς  και  τις  παραφυάδες  έσπασε  και  αφού  με  ξόανα  και  τοιχογραφίες  τους  πολυθόρυβους  όχλους  οδήγησε  σαν  κεραυνός  σε  αίσιο  πέρας  και  τους  πάντες  γοήτευσε  κατ’  αξίαν,  αν  και  μετριοφρόνως  κορδώνεται,  Αφιέρωμα. 

Σαν  τα  τρελά  πουλιά
(Απόσπασμα  από  το  βιβλίο  της  Μαρίας  Ιορδανίδου)
Η  βάφτιση  του  μωρού  έγινε  στα  μέσα  του  Μάρτη.  Ανέλαβε  να  το  βαφτίσει  ο  Δελμούζος. 
-Μπρέ,  μπρέ,  νονός  μια  φορά!  Έλεγε  η  Άννα  στο  μωρό  της  αλλάζοντας  τις  πάνες  του.  Κοίταξε  κακομοίρη,  μην  κλάψεις  και  μας  ρεζιλέψεις.  Έγιναν  οι  ετοιμασίες,  στολίστηκε   το  σπίτι,  άναψε  η  γκαζιέρα  με  όλη  της  τη  δύναμη  για  να  ζεστάνει  το  νερό,  γιατί  εκείνη  την  εποχή  η  βάφτιση  γίνουνταν  στο  σπίτι- που  είναι  και  το  σωστο- και  όχι  στην  εκκλησία,  όπου  το  καημένο  το  μωρουδάκι,  γυμνό,  μέσα  σ’  εκείνο  το  χάος,  παθαίνει  το  πρώτο  ψυχικό  τραύμα  της  ζωής  του.  Μαζεύτηκαν  στενοί  φίλοι  και  γείτονες,  ήρθε  κι  ο  νονός  με  την  κουμπάρα  και  τα  παιδιά  τους,  όλα  εντάξει.  Φτάνει  κι  η  κολυμπήθρα  με  τον  παπά,  αρχίζει  η  βάφτιση.  Η  ώρα  ήτανε  έντεκα  ακριβώς.  Έφτασε  η  ώρα  που  το  μωρό  τινάζει  τα  ποδαράκια  του  πάνω  από  την  κολυμπήθρα  και  χαμογελά  που  βλέπει  από κάτω  το  νερό.
- Βαπτίζεται  ο  δούλος  του  Θεού…
-Γιάννης,  λέει  ο  Δελμούζος.
-Ιωάννης,  εις  το  όνομα  του…
-Γιάννης,  τον    διακόπτει  ο  Δελμούζος.
-Ιωάννης,  ξαναλέει  ο  παπάς.
-Γιάννης!  Φωνάζει  πεισματωμένος  ο  Δελμούζος.
Μπαίνει  η  Δελμούζαινα  στη  μέση,  συμβιβάζει  τα  πράματα,  ψιθυρίζει  ο  παπάς  ένα  όνομα  μισό  Γιάννης  μισό  Ιωάννης,  τελειώνει  η  βάφτιση. 
Πηγές:  «Γενηθήτω   φως»,  Γ.Ν.Χατζηδάκης,  «Σαν  τα  τρελλά  πουλιά»  Μαρια  Ιορδανίδου,  Καλλιτέχνες  και  λογοτέχνες  στα  αναγνωστικά  1860-1960,  Πανεπιστήμιο  Ιωαννίνων  Ανοικτά  Ακαδημαϊκά  μαθήματα,   «Οι  χοίροι  υίζουσιν  Τα  χοιρίδια  κοίζουσιν  Οι  όφεις  ιύζουσιν»  Αντ.  Γαβριήλ  (Δημ.  Γλυνός).  «Η  Καθημερινή» - αφιέρωμα  07/02/1999,  «Ο Ρωμηός»  29/01/1905,  Ο  «ΝΟΥΜΑΣ»  02/01/1905  και  30/07/1906,     xantho.lis.upatras,  sarantakos  wordpres. Com,