Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Συνέντευξη του σκηνοθέτη και συγγραφέα Τάκη Σπετσιώτη


Στο: frear

Νότα Χρυσίνα

Κύριε Σπετσιώτη σπουδάσατε σκηνοθεσία κινηματογράφου και γυρίσατε τις ταινίες: Στην αναπαυτική μεριά (1981), Μετέωρο και Σκιά (1985 – Α΄ Κρατικό Βραβείο Καλύτερης Ταινίας), Εις το φως της ημέρας (1986) και Κοράκια (1991). Σκηνοθετήσατε επίσης για το θέατρο το έργο Ψυχολογία Συριανού συζύγου του Εμμ. Ροΐδη, Θέατρο «Χυτήριο» (1999-2001). Οι περισσότερες ταινίες σας βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα, και μάλιστα, στους λογοτεχνικούς μας μύθους όπως ο Λαπαθιώτης ή ο Καβάφης. Ποια η σχέση κινηματογραφικής και λογοτεχνικής γραφής;
Κυρία Χρυσίνα, πήρατε πληροφορίες για την κινηματογραφική μου δράση, ως φαίνεται, από τα – ας τα αποκαλέσουμε- επίσημα βιογραφικά μου σημειώματα στα «αυτιά» των βιβλίων μου στις εκδόσεις «Αγρα». Αλλά η ζωή μού επιφύλαξε μια έκπληξη. Στα 2009 προβλήθηκαν, μετά από πάρα πολλά χρόνια στο συρτάρι, οι δυο μικρού μήκους ταινίες μου Η Λίζα και η άλλη, με την οποία αποφοίτησα απ’ τη σχολή κινηματογράφου το 1976 και η, της ίδιας εποχής, Καλλονή του 1977, κομμένη από τη λογοκρισία και παιγμένη σε πολλά ξένα φεστιβάλ underground κινηματογράφου. Καθώς ξαναγράφτηκαν πράγματα στον τύπο και στο διαδίκτυο για τις ταινιούλες μου αυτές, συγκινήθηκα. ΄Ηταν φυσικό. Να θυμούνται κάτι που έκανες ως άσκηση ύφους, πιτσιρικάς, 33 ολόκληρα χρόνια μετά, και που εσύ δεν είχες αναφέρει ούτε καν σ’ ένα βιογραφικό σου μέχρι τότε, δεν είναι μικρό πράγμα! Πόσο μάλλον και να τίς χαρακτηρίζουν avant queer φιλμς και τολμηρές
για την καθυστερημένη σε τέτοιες ελευθεριότητες μικρή μας χώρα, εκείνη την εποχή. Αυτές οι δύο μικρού μήκους, λοιπόν, είναι οι πρώτες μου ταινίες. Που υποκίνησαν και σκάνδαλο αρχές του 2010, μιας και η θεματολογία τους ήταν έτσι… –πώς να το πούμε‒, κάπως αλμυρή και ο πρωταγωνιστής τους, ο γνωστός τηλεπερσόνας Νίκος Μουρατίδης, συμμαθητής μου στη σχολή κινηματογράφου, υποδυόταν στη μία την Λίζα Μινέλι, στην άλλη την Καλλονή, την pin-up γατούλα του σεξ. Μιμούμενος τις φωτογραφίες των soft porn περιοδικών, δελέαζε τους άντρες με πόζες, κλισέ νάζια, τριψίματα σε καρέκλες και στρώματα ηδονής, συναγωνιζόμενος τις στάρλετ του ’40 και του ’50. Gender performances, με τη μοντέρνα ορολογία των α-λά Τζούντιθ Μπάτλερ θεωρητικών. Κάτι το τελείως διαφορετικό κι απ’ τον κλισέ τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονταν μέχρι τότε τα ζητήματα σεξουαλικής ταυτότητας και φύλου, είτε στις μπαλαφάρες με τον Φίφη, είτε στις μελό ταινίες τύπου «έγινα τραβεστί γιατί με βίασε ο θείος μου, ο γκόμενός μου μ’ έβγαλε στη Συγγρού» κ.λπ. Το φύλο και η σεξουαλικότητα ως ρόλοι κοινωνικοί, αλλά και με αντιμετώπιση της επιθυμίας του σώματος. Ωστόσο εν αρχή ήν ο Λόγος. Πάντα. Στην Ερμιόνη, όπου μεγάλωσα, υπήρχε κινηματογράφος που, εκτός απ’ τα κοινωνικά μελό της εποχής, έπαιζε και κάποιες καλές ταινίες. Το Ρόκκο και τ’ αδέρφια του του Βισκόντι, την Εκδρομή του Κανελλόπουλου. Τις έβλεπα, αλλά δεν μούχε ποτέ περάσει απ’ το μυαλό ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Με τα βιβλία ήμουν πιο κοντά. Ήταν πιο σιωπηλά, ιδίως κάποια απαγορευμένα, όπως το βιβλίο του Γιώργου Τσουκαλά Κουρασμένος απ’ τον έρωτα για τη νυχτερινή ζωή του Λαπαθιώτη στο Ζάππειο και τους τεκέδες του ’20, τόχα χιλιοδιαβάσει, ή τα «ηδονικά» ποιήματα του Καβάφη, τα εξωσχολικά. Κι έτσι, όταν μού δόθηκε, καμιά δεκαπενταριά χρόνια αργότερα, η ευκαιρία να κάνω μια-δυο ταινίες, πιο επίσημα, με κρατική χρηματοδότηση, απ’ το Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ, σ’ αυτά τα κείμενα πάτησα, αυτά, βλέπετε, κατείχα περισσότερο, γι’ αυτά ήθελα να μιλήσω. Κι επειδή πιστεύω ότι ο κινηματογράφος είναι πράξη δημόσια, όχι υπόθεση ιδιωτική, δεν έκανα προσωπικές ταινίες, αλλά με θεματολογία αντλημένη από την σύγχρονη ελληνική παιδεία, από την όποια κουλτούρα μας, κυρίως την αθέατη, την εξοστρακισμένη. Υπάρχει διαφορά, όντως, στη γραφή, μεταξύ λογοτεχνίας και κινηματογράφου. Στη λογοτεχνία φαντάζεσαι αυτό που διαβάζεις, αν έχεις και λιγάκι το μικρόβιο, το σκηνοθετείς κιόλας κι εσύ ο ίδιος, καμιά φορά μάλιστα γίνεσαι και κριτικός της σκηνοθεσίας του άλλου, πολλές φορές υπερβολικά. Στο σινεμά ο θεατής υφαρπάζεται από τη δύναμη της Εικόνας. Εκεί είναι η ποίηση, εκεί και η αφήγηση. Η εικόνα ως «άλλη γλώσσα», κι όχι ως μέσον για να εικονογραφήσει, με τη στενή, απλοϊκή έννοια τον λογοτεχνικό λόγο. Πολλές φορές, ιδίως στον μοντέρνο, αφαιρετικό κινηματογράφο, αυτά τα δύο στοιχεία, εικόνα και λόγος, «παίζουν», δηλαδή «συνομιλούν» μεταξύ τους, ιδίως όταν π.χ. κομμάτια ολόκληρα λόγου από ένα βιβλίο δίνονται σε μια σκηνή ταινίας χωρίς ν’ ακουστεί λέξη. Ή ορισμένες σκηνές δίνονται περισσότερο –ή σχεδόν μόνον‒, με τον λόγο, η εικόνα είναι απλά ένα χαλί. Είναι ενδιαφέροντες τρόποι, που δεν τους βρίσκουμε στις συμβατικές, τηλεοπτικές σειρές, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.
14914513_10210781681633102_1094486488_n
Δύο πρόσωπα που φαίνεται να σας απασχολούν και να μελετάτε με τη γραφή σας, κινηματογραφική ή λογοτεχνική, είναι ο Ναπολέων Λαπαθιώτης και ο Κώστας Ταχτσής. Ποιος από τους δύο σάς δυσκόλεψε στην απόδοσή του και πώς αποδίδεται καλύτερα ένα υπαρκτό πρόσωπο, στην οθόνη ή στο χαρτί;
14996403_10210828086233188_1207997248_nΠράγματι. Έχετε ακούσει αυτό που λένε μερικοί; «Ταχτσής, Λαπαθιώτης και Τάκης Σπετσιώτης». Ασχολήθηκα περισσότερο μ’ αυτούς τους δύο, απλώς γιατί μού πήγαιναν, φαίνεται, ιδιοσυγκρασιακά, αλλά και γιατί ήταν οι μεγάλοι Αμφιλεγόμενοι της εποχής που εγώ άρχισα να διαβάζω κάπως πιο συστηματικά, στα τέλη του ’60, αρχές του ’70. Ο Λαπαθιώτης είχε εκδοθεί το ’64 σ’ έναν ελκυστικό τόμο απ’ τον Δικταίο και τον Φέξη. Τα ποιήματά του. Στο μεταξύ τα πνευματικά δικαιώματα του έργου του, πούχε βρει ο Δικταίος απ’ τον φίλο του Λαπαθιώτη Κώστα Χριστοδούλου, είχαν πουληθεί σε κάποιον Παπανδρέου, που κυνήγησε νομικά τον Δικταίο, σέρνοντάς τον στα δικαστήρια, συνεπικουρούμενος κι από άλλους που κατέθεσαν ότι η έκδοση ήταν άσεμνη, λόγω κάποιων σκίτσων ανδρικών γυμνών του Δ. Μεζίκη που την κοσμούσαν. Η έκδοση αποσύρθηκε, κάποια αντίτυπα πουλούσε ο Λαδιάς στα παλαιοβιβλιοπωλεία του, εκεί την βρήκα, τυχαία και, με την πιπεράτη εισαγωγή του Δικταίου που περιέγραφε τον Λαπαθιώτη ως προπολεμικό νυχτόβιο, γοητεύτηκα. Όταν ζεις στην περιορισμένη επαρχία, με τα κατηχητικά, τα «κοινωνικά πρέπει», την ασφυξία, ώρες-ώρες, μιας διατεταγμένης ζωής, η ζωή στην αμαρτία του αθηναϊκού κέντρου δεν μπορεί παρά, ως έφηβο, να σε σαγηνεύσει. Ο Καβάφης είχε αρχίσει διεθνώς ν’ αναγνωρίζεται απ’ το πνευματικό κατεστημένο, κι εξάλλου οι επίσημες πληροφορίες για τη ζωή του δεν έδιναν λαβές για να τον δεις ως queer personality. Όπως, ας πούμε, τον Ταχτσή, που τότε που ήρθα εγώ στην Αθήνα, το ’71, είχαν κυκλοφορήσει τρία βιβλία του το Τρίτο Στεφάνι, τα Ρέστα, το Καφενείο το Βυζάντιο, παράλληλα με κάποιους ψιθύρους για τη νυχτερινή του ζωή: «Ξέρεις, ε; Ο Ταχτσής στη Συγγρού, τη νύχτα, με φούστα… Α!» Τον γνώρισα στα 1974. Άρχισα ν’ ασχολούμαι παράλληλα σχεδόν και με τους δύο. Ντοκιμαντέρ στην ΕΡΤ 1, στη σειρά «Οι Ποιητές μας», για τον Λαπαθιώτη, σενάριο για τηλεταινία πάνω σε διήγημα του Ταχτσή. Ο Ταχτσής, τότε, το 1983, περνούσε μια πολύ δύσκολη φάση. Είχε αποτύχει να γίνει ταινία το Στεφάνι του, μεγάλη διεθνής συμπαραγωγή, τούχαν κηρύξει τον πόλεμο κάποιες τραβεστί, πού να καθόταν ν’ ακούσει εμένα, πιτσιρικά, και το σενάριό μου; Έκλαιγε, έβριζε, τα γράφω στο βιβλίο μου γι’ αυτόν. Ο Λαπαθιώτης, νεκρός, ήδη σαράντα χρόνια από τότε, ήταν πιο εύκολος για να τον χειριστείς βιογραφικά. Να βάλεις τις μαρτυρίες των άλλων για εκείνον σε μια δομή, παράλληλα με κάποιες πληροφορίες από μια απόπειρα αυτοβιογραφίας του. Να τα δεις από απόσταση, να κάνεις τη σύνθεση ενός κόσμου και τη σκιαγραφία ενός πορτραίτου. Έτσι έγινε η μεγάλου μήκους ταινία μου Μετέωρο και Σκιά, το 1985.
Η κοινή αφετηρία και των δυο δημιουργιών σας το λευκό ‒της ταινίας στην οθόνη και του βιβλίου στο χαρτί. Πώς ξαναζούν αυτοί οι άνθρωποι, εάν ξαναζούν και είναι οι ίδιοι ή περσόνες που δημιουργήσατε πάνω στη σκιά τους που «μετεωρίζεται πάνω στο λευκό»;
Α, ποτέ δεν ξαναζούν ακριβώς οι ίδιοι οι άνθρωποι, είτε στο λευκό της οθόνης είτε στο λευκό της σελίδας. Ακόμη κι αν τα γραπτά μας ή οι ταινίες μας εμπνέονται από υπαρκτά πρόσωπα, της πραγματικής ζωής, οι ήρωες των ταινιών και των βιβλίων μας έχουν μια δική τους αυτόνομη ζωή και ποτέ δεν ταυτίζονται εντελώς με τους πραγματικούς. Κι είναι φυσικό. Καμιά γραφή δεν μπορεί να συλλάβει όλο το «γίγνεσθαι», κάποιες πλευρές του μόνο μπορεί ν’ αποδώσει.
Αυτές που εξυπηρετούν την κοσμοθεωρία και την αισθητική του δημιουργού. Γι’ αυτό και γελούσα ανέκαθεν με μερικούς χαζούς που, απλοϊκά, ταυτίζονταν τόσο με ήρωες βιβλίων κι έλεγαν θυμωμένοι (συμβαίνει πάντα, μέχρι και στο φέισμπουκ αυτό): «A! Για μένα τόγραψες αυτό! Θα σε πάω στο δικαστήριο!»
15050435_10210828089753276_88455922_n
Παρατηρώ ότι στο έργο σας περνάτε από το εσωτερικό τοπίο, τον ψυχισμό, στο οποίο διαχέεται ένας ιδιότυπος ρομαντισμός, σε μια τοπιογραφία της πόλης των Αθηνών που κι αυτή δίνεται με μια νοσταλγική διάθεση, σχεδόν μπωντλεριανού ύφους, καθιστώντας την πόλη ισότιμο πρωταγωνιστή δίπλα στους ήρωές σας. Η Αθήνα ως πόλη πόσο σας καθόρισε; Θελήσατε ποτέ να την εγκαταλείψετε;
Πολύ σωστή η παρατήρησή σας που αναφέρει ότι συνδέεται το εσωτερικό τοπίο των ηρώων μου με το τοπίο της πόλεως των Αθηνών, ναι, με νοσταλγική διάθεση, όπως λέτε, μπωντλαιριανού ύφους. Είναι, βλέπετε, πλάνητες οι ήρωές μου. Ο δανδής ομοφυλόφιλος και χασισοπότης ποιητής του Μεσοπολέμου, ο τραβεστί νυχτόβιος συγγραφέας της δεκαετίας του ’70. Το τοπίο παύει να είναι απλά ντεκόρ, a natural setting. Γίνεται, μ’ έναν τρόπο εννοιολογικό, μέρος της δομής της ταινίας. Κοιτάζεται είτε από τη ματιά την δική μου, τα τοπία των Αθηνών που αγαπώ και όπου, από την εποχή των γυρισμάτων των ταινιών μου, κατοικώ συνειδητά –το Γκάζι, το Θησείο, τα Πετράλωνα. Είτε από τη ματιά του ήρωα της ταινίας, τον Λαπαθιώτη, που, τριγυρνώντας, κοιτάζει την Αθήνα και ως αρχιτεκτονική –τα κτήριά της, τους καφενέδες, τα μνημεία της‒, αλλά και ως ανθρωπολογικό περιεχόμενο, κυρίως μετά τη μικρασιατική καταστροφή που η πόλη είχε γεμίσει πρόσφυγες, ρεμπέτες κ.λπ. Ένας παλιός σκηνοθέτης, δεν ζει πια, ο Κώστας Σφήκας, όταν τούχα πει ότι ετοιμάζω μια ταινία για τον Λαπαθιώτη μούχε πει: «Ωραίο θέμα! Ο Λαπαθιώτης είναι όλος ο προπολεμικός κόσμος!» Κι αν έβαζα έναν επεξηγηματικό επίτιτλο κάτω απ’ τον τίτλο Μετέωρο και Σκιά, θα ήταν «Ο κόσμος του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη». Αυτό ήθελα να δείξω. Τον αντικαθρεφτισμό της κοινωνίας πάνω στον ήρωα και αντίστροφα. Κι όχι να κάνω ένα σενάριο, μια σκηνοθεσία με μια συνήθη πλοκή, συγκρούσεις χαρακτήρων κ.λπ. Ακολούθησα μια δομή φιλοσοφική. Μαθαίνεις για τον Λαπαθιώτη απ’ τις μαρτυρίες και τις νεκρολογίες των συνομιλητών του. Όπως για τον Σωκράτη στο πλατωνικό Συμπόσιο μεσ’ απ’ τους λόγους του Αγάθωνα, του Αριστοφάνη κ.λπ. Στο βιβλίο Ταχτσής ‒ Δεν ντρέπομαι πάλι, περιγράφω χώρους της νυχτερινής περιπλάνησης του Ταχτσή, όπως η οδός Αθηνάς, η κεντρική αγορά κ.λπ., όπου τον είχα συναντήσει ο ίδιος. Ή περιοχές της παιδικής του ηλικίας. Στενά δρομάκια πίσω απ’ τον σταθμό Πελοποννήσου, ταπεινά σπίτια στο Μεταξουργείο που δεν υπάρχουν πιά. Ζω σαρανταπέντε χρόνια στην Αθήνα, είμαι και –αυτό που λένε‒ «παιδί της πόλης». Παρ’ όλο που δεν «ενσωματώθηκα» στην κοινωνική και κοσμική, κυρίως, ζωή της, εδώ έζησα, εδώ έκανα τις δουλειές μου. Γιατί να την εγκαταλείψω; Πού να πάω;
15032554_10210828084793152_43456418_n
Πώς θα ορίζατε τον λογοτεχνικό κανόνα; Υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία, λογοτεχνία των gay, λαϊκή λογοτεχνία, παραλογοτεχνία, λογοτεχνία των εργατών ή δεν ξέρω τι άλλο ή όλα αυτά είναι δημιουργήματα της κυρίαρχης εξουσίας των Μ.Μ.Ε. και της κατασκευασμένης γλώσσας επικοινωνίας τους;
Υπάρχει Λογοτεχνία, πρωτίστως. Πάνω απ’ όλα. Αυτό ξέρω εγώ. Τώρα, όλες αυτές οι υποδιαιρέσεις είναι δημιουργήματα, ως ένα βαθμό, και μόδες. Εντάξει, κάποια χαρακτηριστικά ισχύουν. Όπως έλεγε κι ο αυτοκράτωρ Ναπολέων λ.χ., οι γυναίκες γράφουν ή διαβάζουν κυρίως μυθιστορήματα. Οι άντρες ιστορία. Μερικές φορές τα χαρακτηριστικά αυτά υπερβάλλουν, οι εξαιρέσεις μετρούν. Γράφουν τόσα μυθιστορήματα οι γυναίκες συγγραφείς, αλλά ένα Τρίτο στεφάνι λ.χ. με κύριες ηρωίδες δυο τόσο χαρακτηριστικές γυναίκες Ελληνίδες, τη Νίνα και την Εκάβη, από άντρα γράφτηκε. Ίσως γιατί ένας άντρας βλέπει τις γυναίκες από κάποια απόσταση.
Πόσο αντέχει η ελληνική κοινωνία το διαφορετικό και ποιος είναι ο λόγος που στην Ελλάδα ανθούν τα κουτσομπολιά εις βάρος της δημιουργίας;
Είμαστε συντηρητική κοινωνία. Χωριό. Το σχολιάκι μας για κάτι διαφορετικό θα το κάνουμε, ακόμη κι οι πιο «καλλιεργημένοι». Κακοήθειες και μικρότητες δεν μ’ ενδιαφέρουν. Αλλά άνθρωποι επιπέδου δεν θέλω να λένε τίποτα χαμερπές για δημιουργούς επιπέδου.
Τι είδους «κρεβάτι» είναι η ελληνική κοινωνία για να κάνω λογοπαίγνιο με τον τίτλο του βιβλίου σας Το άλλο κρεβάτι;
Ο Έλληνας, παρότι φορέας του χριστιανισμού, παρέμεινε και λίγο ειδωλολάτρης. Και τούτο ποιείν κακείνο μη αφιέναι. Πρόθυμος, διαθέσιμος, αρκεί να μην ξέρει τίποτα ο γείτονας.
Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο λογοτεχνίας που αγαπήσατε;
Είχα διαβάσει πολύ, από παιδί. Κι εξακολουθώ να διαβάζω. Είμαι βιβλιόφιλος και συλλέκτης παλαιών βιβλίων, εκδόσεων τέχνης. Δεν τσιγγουνεύομαι χρήματα για βιβλία. Πολλά βιβλία έχω, κατά καιρούς, αγαπήσει. Το βιβλίο, ωστόσο, που με βοήθησε να βρω την προσωπική μου έκφραση στο γράψιμο, όταν ήμουν δεκαοχτώ χρονώ, ήταν η συλλογή διηγημάτων Τα ρέστα του Ταχτσή. Μιλούσε για ένα θέμα που με απασχολούσε εκείνη την εποχή, για πρώτη φορά, στα ελληνικά χρονικά: την σεξουαλικότητα των παιδιών και των εφήβων. Αποκαλυπτικός, βέβαια, ήταν ο τρόπος που μιλούσε: εν μέρει διηγούμενος, εν μέρει αυτοαναλυόμενος:
«Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει –πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε;» Και παρακάτω:
a-lifo-kampylh-1«Κάθε φορά που, για να γράψω κάτι, αντλώ από προσωπικές εμπειρίες, δε λέω ποτέ ολόκληρη την αλήθεια». Αυτό το μισο-αφηγηματικό, μισο-δοκιμιακό στυλ καθόρισε το είδος μου. Παράλληλα με τις μικρού μήκους μου, δημοσίευσα στα 1978 και το πρώτο μου, πιο ώριμο γραφτό, το διήγημα «Μια φιλία», σ’ ένα βραχύβιο περιοδικό ενός μόνο τεύχους, την Καμπύλη. Το αναφέρω γιατί συχνά σκέφτομαι ότι όλη μου την μετέπειτα κύρια πορεία περιγράφουν αυτές μου οι τρεις πρώτες νεανικές κινήσεις της εποχής 1976-1978. Δυο μικρού μήκους ταινιούλες –η δεύτερη κόπηκε απ’ τη λογοκρισία‒, κι ένα διήγημα, κρυφά δημοσιευμένο με τ’ αρχικά μου Τάκης Σπ. γιατί υπηρετούσα τότε τη θητεία μου στο ναυτικό ‒πού να μιλούσα απροκάλυπτα για παιδική σεξουαλικότητα; Πού τα έφτασα αυτά μου τα νεανικά εγχειρήματα στα επόμενα δημιουργικά μου χρόνια; Στις δύο πιο κύριες ταινίες μου Μετέωρο και Σκιά 1985, Κοράκια 1991, και στο Δελτίον ταυτότητος 2003, ένα κομμένο απ’ το κέντρο κινηματογράφου σενάριο του 1995, παρότι χρηματοδοτημένο απ’ το European Script Fund, που εξέδωσε σε μυθιστόρημα η «Άγρα» το 2003 και –το κυριότερο‒ που βασιζόταν, εμπλουτισμένο και συμπληρωμένο, στο νεανικό μου αυτό «κρυφό» διήγημα του 1978. Τρεις εξαετίες απ’ τη ζωή μου, ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα μου δημιουργήματα που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν.
Ανασύρετε, πολλές φορές, και δημοσιεύετε στα ΚΜΔ ξεχασμένους ποιητές τους λεγόμενους ελάσσονες. Θα μπορούσε να βρει κάποιος μέσα στα ποιήματά τους μια Ελλάδα που πνίγηκε κάτω από το μπετόν και τη σκόνη της σύγχρονης ανάπτυξης. Εάν ξύσει κάποιος την πατίνα του χρόνου τι θα μπορούσε να βρει από κάτω;
Δεν είμαι εγώ πάντα που ανασύρω λησμονημένους ποιητές του Μεσοπολέμου στα ΚΜΔ, όπως λέτε. Έχουν γίνει σχετικά της μόδας τα τελευταία χρόνια, έννοια σου, και ανασύρονται από μόνοι τους, ανασύροντας παράλληλα κι εμένα που ασχολήθηκα απ’ τους πρώτους μ’ Εκείνους, επειδή προέβλεψα ότι ήταν συγχρόνου ενδιαφέροντος και η ποίησή τους και η στάση της ζωής τους. Η συγχωρεμένη Νανά Ησαΐα μού είπε κάποτε, το 1993: «Καταλαβαίνω το ενδιαφέρον σου για τον Λαπαθιώτη ή την Πολυδούρη. Μ’ αυτούς τους ποιητές ζεις, καθημερινά, περισσότερο…». Η Χριστίνα Ντουνιά μού ανέθεσε να μιλήσω για την ποίηση και την πεζογραφία της Πολυδούρη σε δύο τόμους, στην νέα έκδοση της «Εστίας», όπου έκανε την επιμέλεια κι έγραψε ενδιαφέροντα επίμετρα. Ο Τάσος Ψαρράς, επίσης. Μου παρήγγειλε ένα επεισόδιο για τον Λαπαθιώτη στην τηλεοπτική σειρά «Εποχές και συγγραφείς». Κι ο Νίκος Τριανταφυλλίδης, στα λαϊκότερα τηλεοπτικά «Στέκια» του, αφιέρωσε ένα επεισόδιο στα «Φιλολογικά Καφενεία» του Μεσοπολέμου της Αθήνας και με κάλεσε να μιλήσω, ως σκηνοθέτης και μελετητής. Έχει αρχίσει να δίνεται το ειδικό βάρος που τού αξίζει στον Μεσοπόλεμο κι οι ποιητές του να μην αντιμετωπίζονται πλέον μόνον ως οι «παρακμίες», οι «παραστρατημένοι» και τα λοιπά κλισέ, αλλά ως ποιητές και αξιόλογοι πνευματικοί άνθρωποι. Κι όλο αυτό δείχνει πόσο επίκαιροι παραμένουν και στην εποχή μας. Είναι κι η εποχή μας αντιηρωική, η ρευστότητα κι η αβεβαιότητα βασιλεύουν, ξεκινώντας από αυτή την δύσκολη κοινωνικοπολιτική και οικονομική περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Κάθε άλλο παρά για ηρωισμούς και παχιά λόγια στην Τέχνη, προσφέρεται η εποχή μας. Έτσι, οι ποιητές αυτοί, της χαμηλόφωνης αμφισβήτησης, κερδίζουν καθημερινά έδαφος συνεχώς.
Ποια ήταν η Πολυδούρη και γιατί ασχοληθήκατε μαζί της; Θα υπήρχε η Πολυδούρη εάν δεν υπήρχε ο Καρυωτάκης; Έρωτας ή θάνατος;
Είχα διαβάσει τα Άπαντα της Πολυδούρη απ’ τα χρόνια του ’60, στην έκδοση της Λιλής Ζωγράφου απ’ την «Εστία». Θα επηρεάστηκε απ’ ό,τι μπορώ να υποθέσω κι απ’ τον φίλο της Καρυωτάκη η Μαρία, αλλά, δεν ήταν μόνον ο Καρυωτάκης που πολλοί τον θέλουν αρχηγό, τον ένα και μοναδικό. Ήταν ένα γενικότερο κλίμα κοινωνικο-αισθητικό που επηρέασε αυτούς τους ποιητές κι ο καθένας τους απέδωσε, στο έργο του, τις διάφορες αποχρώσεις του γενικότερου αυτού κλίματος, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του. Εγώ ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι στην ποιητική τεχνοτροπία η Πολυδούρη δεν επηρεάστηκε σχεδόν καθόλου απ’ τον Καρυωτάκη. Η ρομαντική θεματολογία της, του έρωτα και του θανάτου, δεν τής επέτρεψε ποτέ τη σάτιρα ή την ειρωνεία μέσα στην ποιητική γραφή της. Τη σάτιρα την κράτησε για την πεζογραφία της, το Ρομάντσο, που, αν και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της, είχε γραφτεί πριν από τις Σάτιρες που έκαναν διάσημο τον Καρυωτάκη. Αν θάλεγα ότι κάποιον απηχεί στις μουσικές Τρίλλιες της, αυτός είναι περισσότερο ο Σολωμός.
15050218_10210828094193387_461507610_n
Η Ελλάδα του 2016 θα μπορούσε να γίνει θέμα ταινίας;
Δεν κάνω πια ταινίες εδώ και πολλά χρόνια και δεν αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε ν’ αποτελέσει θέμα σεναρίου. Ξέρω πάντως ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο, μ’ όλη αυτή την πληροφόρηση, την εικόνα να ξεχειλίζει από παντού σήμερα, απ’ τους υπολογιστές ως τα κινητά, να συλλάβει κανείς την όλο και πιο ρευστή καθημερινότητα και να της δώσει μορφή. Δεν είναι η επικαιρότητα που μετράει σε κανενός είδους σύνθεση, είναι η αλήθεια.
Πώς θα απαντούσατε στο ερώτημα πολιτισμός ή βαρβαρότητα το οποίο τίθεται ποικιλοτρόπως με διάφορες μορφές όπως μέσα στην Ευρώπη ή έξω από την Ευρώπη;
Α! καλά! Αξεδιάλυτες έννοιες! Σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Άπειρες φορές επικαλούνται –και μάλιστα με υποκρισία‒ τον Πολιτισμό αληθινοί Βάρβαροι, από κάθε άποψη. Ενώ τόσοι «πολιτισμένοι» σε απόγνωση φωνάζουν: «Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους; Οι άνθρωποι αυτή ήταν μια κάποια λύσις».
Υπάρχει σήμερα ελληνικός κινηματογράφος;
Πρέπει με ειλικρίνεια να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Δεν ασχολούμαι με τον κινηματογράφο εδώ κι είκοσι-εικοσιπέντε χρόνια. Σπάνια πηγαίνω, ακόμη και στα θερινά. Το καλοκαίρι που μόλις πέρασε δεν πήγα ούτε μια φορά. Παρόλο που, ως σκηνοθέτης κινηματογράφου, δούλεψα δυο επταετίες, 1981-1995, με αυταπάρνηση και φιλότιμο, γρήγορα απομακρύνθηκα, στην αρχή πολύ πικραμένος. Κάποιοι απ’ το σινάφι με καλούν σε προβολές ταινιών τους, άλλοτε πηγαίνω, συχνότερα όχι. Τώρα που βλέπω το πράγμα από απόσταση, δίνω και μια εξήγηση που συμπεραίνει ότι, πιθανόν, και η ευρύτητα των ενδιαφερόντων μου ‒η λογοτεχνία, η έρευνα, η μελέτη, η δοκιμιογραφία‒ να μη με άφησαν να περιοριστώ στο δυσβάσταχτο –από τη μεριά της παραγωγής‒ έργο της σκηνοθεσίας κινηματογραφικών ταινιών –αυτό το «χτικιό». Γιατί εγώ αυτά τα λεγόμενα κάποιων δημιουργών ότι «ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος ζωής», δεν τα πολυκαταλαβαίνω. Η ζωή, ακόμη και με την απλή καθημερινότητα, είναι σπουδαία, απείρως μεγαλύτερη υπόθεση από μια ταινία, και, προσωπικά, δεν θα πεθάνω σε κανένα γύρισμα ταινίας ‒τέτοιος τρόπος ζωής να μου λείπει. Άλλωστε, απ’ τα νιάτα μου, όταν σπούδαζα, είδα τον κινηματογράφο αδιαχώριστο απ’ τη λογοτεχνία, το βιβλίο γενικότερα, αλλά και τις άλλες τέχνες, π.χ. τα εικαστικά. Δεν υπήρχε οργανωμένη κινηματογραφική βιομηχανία στην Ελλάδα, κάποιοι Ευρωπαίοι, τελευταίοι δημιουργοί, έπνεαν τα λοίσθια. Έμαθα πράγματα περισσότερο από καλλιτέχνες και διανοούμενους που προσέγγιζαν παράλληλα και τον κινηματογράφο από άλλους δρόμους, συνέτεινε, βλέπεις, και το θέμα της παραγωγής. Αφού λοιπόν δεν είχα πίσω μου ‒και κατά τα φαινόμενα‒ δεν θα είχα ποτέ την Μέτρο Γκόλντουιν Μάγερ για να παράξει τις ταινίες μου, στρεφόμουν να δω τι κατόρθωναν σκηνοθέτες που έκαναν ταινίες περισσότερο με το «πνεύμα» –ας το πω έτσι‒ παρά με το χρήμα. Μια συγγραφέας και σεναριογράφος, η Ντυράς, και το γοητευτικό Ιndia Song της. Ένα εικαστικό ντουέτο, οι Gilbert and George, που στη δεκαετία του 70 τύπωναν ιδιαιτέρως καλλιτεχνικά βιβλία με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες τους μέσα και δίπλα τα λυρικά τους κείμενα, κι όλο αυτό έγινε και «ζωντανό» μετά, με εικόνες και λόγο και μουσική, καταλήγοντας σε μια ταινία τους, ιδιότυπο ντοκιμαντερ της ζωής τους και της Αγγλίας επί Θάτσερ κ.λπ. Συμπέρασμα; Για μένα, από μόνος του, στη σημερινή, κρίσιμη οικονομικά εποχή, ο κινηματογράφος δεν αρκεί. Έτσι, θα πάω και σε μια ημερίδα να μιλήσω π.χ. για έναν ποιητή που τη ζωή του έκανα, πιτσιρικάς, ταινία –ελπίζω, όχι ανεγκέφαλα, αλλά με κάποιο βάθος. Αλλά όχι μόνο γι’ αυτό. Καλούμαι κι επειδή συνέγραψα γι’ αυτόν, αργότερα, μια μελέτη. Έκανα ταινία το διήγημα του Ροΐδη το «Παράπονο του νεκροθάφτη» με τίτλο Κοράκια το 1991, μού παραγγέλουν και μια σκηνοθεσία το 1999 για το θέατρο, της Ψυχολογίας Συριανού συζύγου. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, θα πεταχτώ κι ως τη Βιέννη, στη Βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής σχολής όπου προβάλλουν την τηλεταινία μου Εις το φως της ημέρας πάνω στο μοναδικό διήγημα του Καβάφη, τριάντα χρόνια μετά το γύρισμά της. Και πάει λέγοντας, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Τώρα, μετά από όλη αυτή την τριβή, αν με καλέσουν να μιλήσω και για την Πολυδούρη, που δεν έκανα ο ίδιος ούτε ταινία, ούτε θέατρο, ούτε σήριαλ αλλά κάποιοι άλλοι, γιατί να μην πάω, αν η παρέα είναι καλή ‒εκεί θα κολλήσουμε; Έτσι λοιπόν τον καταλαβαίνω εγώ πια τον κινηματογράφο. Σαν μέρος κι αυτόν, της όλης ελληνικής και όχι μόνο, κουλτούρας και ζωής. Όχι σαν προβληματική οικονομικά επιχείρηση ή ειδίκευση, και περιορισμό. Εξαθλίωση της οντότητας του δημιουργού προκειμένου να πάρει τα φράγκα απ’ τον παραγωγό. Και πώς να το κάνουμε; Οι κριτικές για τις ταινίες σου που, ξαφνικά, δέχεσαι τριάντα χρόνια μετά από πανεπιστημιακούς του εξωτερικού ή της Ελλάδας που δεν γνωρίζεις, και που σε βρίσκουν ακόμη και μέσω μέιλ ή φεισμπουκ, είναι απείρως ανώτερες, και μερικές φορές brilliant, από τις κριτικές- ρεπορτάζ πούχαν γράψει πρόχειρα οι ειδικευμένοι στο σινεμά ‒υποτίθεται‒ κριτικοί των εφημερίδων και που έκτοτε δεν ξαναασχολήθηκαν.
Ποιο βιβλίο θα χαρίζατε σε έναν άνθρωπο που αγαπάτε και ποιο σε έναν άνθρωπο που αντιπαθείτε;
Θα πρόσφερα και στους δύο ένα βιβλίο που αγαπώ εγώ. Και θα τους εξηγούσα γιατί το αγάπησα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Τις φωτογραφίες από τις ταινίες του παραχώρησε ο σκηνοθέτης στην κ. Χρυσίνα.]
14996518_10210828095193412_306550384_n