Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017

Πως ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821 στις Σπέτσες, τα Ψαρά και την Ύδρα


Πως ξεκίνησε η Επανάσταση του 1821 στις Σπέτσες, τα Ψαρά και την Ύδρα

Δημήτρης Τουτουντζής

    Το πρώτο νησί που σήκωσε το φλάμπουρο της λευτεριάς το 1821 ήταν οι Σπέτσες. Στο νησί αυτό βρίσκονταν εκείνο τον καιρό δύο κόμματα, το ένα ολιγαρχικό με αρχηγούς την οικογένεια των Μάζηδων, και το άλλο πιο λαϊκό με αρχηγούς την οικογένεια των Μποτασαίων, (οικογένεια που ήταν από το Κρανίδι αλλά κατοικούσαν στις Σπέτσες). Το κόμμα αυτό ήθελε το σηκωμό, έχοντας συμπαραστάτες τους τρεις έφορους της Φιλικής Εταιρείας, τον Παναγιώτη Μπόταση, τον Γιώργη Πάνου και το Βασίλη Φατζολάτη. Όταν έφτασαν οι ειδήσεις  πως ξέσπασε η επανάσταση στο Μωριά, ο Γιώργης Πάνου συγκέντρωσε στο σπίτι του τους πιο σημαντικούς του νησιού.

    - Έφτασε η ώρα, τους λέει, που τόσα χρόνια καρτεράγαμε. Ας σηκωθούμε δίχως άργητα να βοηθήσουμε τα αδέρφια μας στο Μωριά.

    Οι πιο γέροι όμως του αποκρίνονται πως χρειάζεται περίσκεψη μην πάθουν όσα έπαθαν στα 1769.

    - Η γνώμη μας είναι να μην κινηθούμε πριν κινηθεί και η Ύδρα.

    Μα αυτό το χασομέρι δεν άρεσε στους πιο θερμόαιμους πατριώτες. Μαζεύονται την ίδια εκείνη νύχτα και αποφασίζουν να βιάσουν τα πράγματα. Μόλις έκανε να χαράξει, ξεχύνονται αρματωμένοι στο δρόμο, τραβάνε στην καγκελαρία, κατεβάζουν το τούρκικο μπαϊράκι με το μισοφέγγαρο και ανεβάζουν τη σημαία της λευτεριάς, που αξίζει να την περιγράψουμε. Το φόντο της, γαλανόλευκο με κόκκινη μπορντούρα που σημαίνει το αίμα των τυράννων που θα χυθεί. Στη μέση, σταυρός και από κάτω το
μισοφέγγαρο αναποδογυρισμένο και την επιγραφή «η ταν ή επί τας».Δεξιά από το σταυρό, όρθια άγκυρα με ένα φίδι, που παρίστανε τον Τούρκο, κουλουριασμένο ολόγυρά της με τη φαρμακερή του γλώσσα έξω από το στόμα. Δίπλα όμως βρισκόταν μια κουκουβάγια, το πουλί της Αθηνάς, και δάγκωνε με τη ράμφος της τη γλώσσα του φιδιού. Αριστερά πάλι από το σταυρό, καμάρωνε στημένη μια λόγχη και σε όλο το μήκος της παντιέρας διάβαζες τούτα τα αθάνατα λόγια: «ελευθερία ή θάνατος».

    Καθώς βλέπουμε, η σημαία αυτή δεν ήταν, όπως οι περισσότερες σε όλο τον κόσμο, φτιαγμένη από λουρίδες χρωματιστά πανιά, μα συμβόλιζε με τις παραστάσεις της ολόκληρη ιστορία. Αυτό φανερώνει πως από καιρό την είχαν μελετήσει και ετοιμάσει τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας του νησιού.

    Δύο μέλη από την Εταιρεία, οι Χρυσοσπάθης από τη Σπάρτη και ο Κορνήλιος από τη Νάξο, που ήρθαν επίτηδες στις Σπέτσες, ανεβαίνουν μαζί με τους φιλικούς του νησιού σε μια ταράτσα στο παζάρι και τραγουδάνε ανεμίζοντας όλοι τα κατακόκκινα φέσια τους, το θούριο του Ρήγα: «Ως πότε παληκάρια θα ζούμε στα στενά». Άλλοι κλαίνε, άλλοι γελάνε, άλλοι φιλιούνται, άλλοι ορκίζονται να πεθάνουν για την πατρίδα και άλλοι γονατιστοί παρακαλούν το θεό να τους βοηθήσει. Χτυπάνε αναστάσιμα οι καμπάνες και τα καράβια σηκώνουν στα άλμπουρά τους το φλάμπουρο της λευτεριάς, όσο τα κανόνια τους βροντάνε να το χαιρετίσουν.

    Ήτανε 2 Απριλίου, όταν οι Σπετσιώτες άνοιγαν το δοξασμένο δρόμο στους θαλασσομάχους μας του Εικοσιένα. Σωστός στέκεται ο έπαινος που στείλανε από τα Βέρβενα, στις 10 Απριλίου, οι καπεταναίοι της ξηράς στους καπεταναίους της θάλασσας: «Αδελφοί χαίρετε, ότι εστάθητε οι πρώτοι, πρώτοι εις τον ακροβολισμόν των εχθρών, πρώτοι εις την ιστορίαν, πρώτοι εις την αθανασίαν».

    Παίρνουν απόφαση να στείλουν το σεβάσμιο γέροντα Γκίκα Τσούπα, να δώσει την είδηση του σηκωμού στους Ψαριανούς. Στις 10 Απριλίου, ανήμερα του Πάσχα,

φουντάρει ο Τσούπας στο νησί τους. Μόλις είδαν να κυματίζει στο σπετσιώτικο καράβι

το γαλάζιο φλάμπουρο, ούτε στιγμή δεν αμφιβάλουν τι τους προστάζει το χρέος τους να κάνουν. Πήχτρα μαζεύεται ο κόσμος στο λιμάνι.

    - Καλώς ορίσατε, Σπετσιώτες! Τους φωνάζουν.

    - Γεια χαρά σας, Ψαριανοί!

    - Να ζήσεις, γέρο-Τσούπα!

    Αρπάζει ο γέρο-Τσούπας την τρομπαμαρίνα και φωνάζει με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του:

    -Αδέρφια, ζήτω η λευτεριά!

    Λευτεριά για θάνατος! Του αποκρίνονται από την ξηρά. Τρέχουν στην καγκελαρία, κατεβάζουν το σύμβολο της σκλαβιάς τους, το μπαϊράκι με το μισοφέγγαρο, το ξεσκίζουν, το ποδοπατάνε και σηκώνουν στη θέση του το φλάμπουρο του αγώνα. Το όνειρο, που μ’ αυτό ζήσανε και πέθαναν τόσες γενιές στον τόπο μας, το έβλεπαν τώρα να λάμπει μέσα στον ανοιξιάτικο ήλιο πάνω στον ιστό.

    Η τύχη το έφερε να βρίσκεται στο λιμάνι των Ψαρών τούρκικο καράβι. Οι αγάδες, που πριν από λίγο κοίταζαν περιφρονητικά τους ραγιάδες, βλέποντας τώρα όλα τούτα τα απίστευτα έμειναν από το φόβο τους ξεροί. Οι Ψαριανοί όμως δεν καταδέχτηκαν να τους πειράξουν. Τους δώσανε την ελευθεροκοινωνία να φύγουν.

    - Άιντεστε, ωρέ Τούρκοι, και γρήγορα θα συναπαντηθούμε!

    Βγάζουν οι Ψαριανοί για ναύαρχό τους, ποιον άλλον, το γέρο-Νικολή Αποστόλη, το ξεφτέρι του Λάμπρου Κατσώνη. Ανεβαίνει στο καράβι του και υψώνει στο μεγάλο άλμπουρο του καραβιού του το ναυαρχικό κορονέτο, λευκό τριγωνικό πανί με κόκκινη μπορντούρα, με το σταυρό στη μέση και με γράμματα εν τούτω νίκα.

    Στις 20 Απριλίου ο μικρός στόλος τους είναι έτοιμος. Οχτώ σακολέβες (πλοία, 40 ως 50 τόνους ελαφριά και γρήγορα που μοιάζουν με μεγάλο τρεχαντήρι), και οχτώ μίστικα (πλοία κατάλληλα για κουρσάρικες επιδρομές με τρία άλμπουρα με λατινάδικα πανιά, αλλά και κουπιά για τις ώρες της μπουνάτσας), σαλπάρουν για να βρουν τούρκικα πλοία, και μανουβράρουν για να βγουν από το λιμάνι τους. Η βίγλα από το άλμπουρο της ναυαρχίδας, ειδοποιεί πως φάνηκε καράβι να έρχεται κατά το νησί τους. Ήταν τούρκικο και είχε πάνω του διακόσιους φανατισμένους Τούρκους που ξεκίνησαν από τη Σμύρνη και τράβαγαν για να σφάξουν τους ραγιάδες που σήκωσαν επανάσταση στο Μωριά. Με τις πρώτες κανονιές που άνοιξε ο καπετάν Σκανδάλης πάνω τους, κατεβάζουν τα πανιά και γρήγορα βρίσκονται αιχμάλωτοι των Ψαριανών.

    Αυτό το τούρκικο καράβι ήταν ένα από άλλα πέντε που τράβαγαν γεμάτα τούρκικο ασκέρι για το Μωριά. Τα συναντούν οι Ψαριανοί έξω από τον κόλπο της Σμύρνης. Το πρώτο, που γύρεψε να αντισταθεί, το βουλιάζουν. Τα άλλα παραδίνονται και τα Ψαρά γεμίζουν από αιχμάλωτους Τούρκους.

    Επειδή οι Ψαριανοί χρειάζονταν κανόνια για τα καράβια τους και για να οχυρώσουν το νησί τους. Αποφασίζουν να τα προμηθευτούν από τους Τούρκους. Τραβάνε ως τον κόλπο της Θεσσαλονίκης και πετυχαίνουν έξω από αυτόν ένα μπρίκι (τα μπρίκια ήταν πλοία δικάταρτα με τετράγωνα πανιά 200 ως 350 τόνων με 12 ως 18 κανόνια), και μια γολέτα (οι γολέτες ανάλογα με το μέγεθός τους είχαν δύο, ή τρία ή και περισσότερα άλμπουρα, όλα με λατινάδικα τριγωνικά πανιά, που ονομάζονταν και ημιολίες). Ορμούν καταπάνω τους, τα βάζουν στο κυνήγι, και οι Τούρκοι για να σώσουν τις ζωές τους τα ρίχνουν στα ρηχά της ακτής και τα παρατάνε. Οι Ψαριανοί, με την ησυχία τους, παίρνουν τα κανόνια τους και ό,τι άλλο χρήσιμο πέτυχαν σε αυτά και έπειτα τους βάζουν φωτιά

και τα καίνε. Ύστερα πάνε στην Ίμβρο, κάνουν απόβαση και βαράνε από στεριά και θάλασσα το κάστρο της, το πατάνε με ρεσάλτο και προμηθεύονται έτσι είκοσι δύο μπρούντζινα κανόνια που δέχονται μπάλες των 32 λίτρων. Τα πάνε στα Ψαρά και τα μισά τα στήνουν στο Παλιόκαστρο και τα υπόλοιπα σε άλλα μέρη. 

    Αν τα δυο νησιά, οι Σπέτσες και τα Ψαρά, αγκάλιασαν μεμιάς το δύσκολο αγώνα, δεν έγινε το ίδιο και με την Ύδρα. Αυτό το νησί, που ήταν πιο πλούσιο και πιο πολυάνθρωπο από τα άλλα δύο, το κατοικούσαν 28.000 περίπου ψυχές ενώ στις Σπέτσες οχτώ με εννιά χιλιάδες και τα Ψαρά έξι έως εφτά, είχε ολιγαρχική διοίκηση. Οι νοικοκυραίοι αποφάσιζαν για όλα και ο λαός βαρυγκωμούσε. Μερικοί πιο θαρραλέοι, οι «νταήδες» όπως τους ονόμασαν, βάλθηκαν γύρω στα 1802, να περιορίσουν κάπως τα μεγάλα τζάκια. Κάποιος από αυτούς, σκέτος ναύτης, χτύπησε κατάμουτρα τον άρχοντα Βασίλη Μπουντούρη με ένα μάτσο πράσα στο παζάρι την ώρα που ήταν γεμάτο κόσμο. Φρύαξαν οι νοικοκυραίοι και βρήκαν πως ο μόνος τρόπος να διορθώσουν το κακό ήταν να ζητήσουν από τον καπουτάν πασά  να τους στείλει ζαμπίτη, κάτι δηλαδή ανάμεσα σε αστυνόμο και διοικητή. Ο Πασάς με μεγάλη προθυμία τους έκανε το χατίρι, βάζοντας ζαμπίτη το συμπατριώτη τους Γιώργη Βούλγαρη, που στη ναυμαχία του τουρκικού στόλου  στην Άνδρο ενάντια στο Λάμπρο Κατσώνη κυβέρναγε την καπιτάνα του Κιουτσούκ Χουσεΐν. Ο Βούλγαρης πήρε γύρω του 150 αρματωμένους, για να κρατάει με το φόβο τους τον κοσμάκη, και έτσι σιγουρεύτηκαν για καλά οι νοικοκυραίοι. Όταν το 1812 πέθανε, βάλανε στη θέση του το Νικόλα Κοκοβίλα που έκανε κουμάντο στο νησί ως το σηκωμό.

    Όταν πήρανε τέλος οι πόλεμοι του Ναπολέοντα και πέσανε οι ναύλοι, οι νοικοκυραίοι της Ύδρας δέσανε πολλά από τα καράβια τους περιμένοντας καλύτερες μέρες. Οι χιλιάδες όμως ναυτικοί που κάθονταν αργοί και ολημέρα τριγύριζαν στο λιμάνι, στενάζανε και λέγανε λόγια πικρά ανάμεσά τους. Έτσι, σαν ξέσπασε η επανάσταση, νόμισαν πως ήρθε η σωτηρία που περίμεναν. Ελπίσανε πως μαζί με τη λευτεριά της πατρίδας θα βλέπανε και αυτοί θεού πρόσωπο. Και αυτός που θα τους οδηγούσε βρισκόταν ανάμεσά τους. Ήταν ο Αντώνης Οικονόμου.

    Όλοι οι ιστορικοί μας, χωρίς καμιά εξαίρεση, παραδέχονται πως ο μεγαλόκαρδος αυτός άντρας βοήθησε την πατρίδα μας στην κρίσιμη εκείνη ώρα. Δίχως στόλο, δεν μπορούσε να προκόψει ο αγώνας. Και δίχως την Ύδρα, που είχε τα περισσότερα καράβια και το μεγαλύτερο πλούτο, στόλος με κάποια ελπίδα να αντιμετωπίσει την τούρκικη αρμάδα δεν μπορούσε να γίνει.

    Ο Οικονόμου, μικροκαπετάνιος, ταξίδευε λίγο πριν από το σηκωμό με δικό του καράβι, που ήταν ολόκληρη η περιουσία του, έξω από το Γιβραλτάρ, όπου ξεσπάει  ένα τρομερό μπουρίνι. Λυσσομανάει η θάλασσα, μουγκρίζουν τα μαύρα κύματα και δέρνουν αλύπητα το μπρίκι του. Ξεσκίζονται τα πανιά του καθώς δεν πρόλαβαν να τα μουδάρουν (να μειώσουν την επιφάνειά τους). Τσακίζονται οι αντένες του και σπάζουν τα άλμπουρά του. Μήτε τιμόνι πιάνει πια μήτε κουμάντο ακούει το καράβι. Μέσα στις αστραπές, τις βροντές και την αντάρα, το καράβι πέφτει σε μία ξέρα και κομματιάζεται. Ο Οικονόμου έχασε ό,τι και αν είχε, εκτός από την ψυχή του. Γυρνάει στην Ύδρα. Αλλά αντί να μείνει σ’ αυτή με τη μοίρα του καραβοτσακισμένη, φεύγει για την Πόλη με την ελπίδα, από κάτι γνωριμίες που είχε, να βρει από κανένα κρεντιτόρο (πιστωτή), τα απαιτούμενα χρήματα που χρειαζόταν να φτιάξει νέο πλεούμενο. Μα εκεί η καλή τύχη της πατρίδας

του έφερε μπροστά του τον Παπαφλέσσα, ο οποίος άναψε το καμίνι του πατριωτισμού στο νου του Οικονόμου. Αντί να γυρίσει στο νησί του με το πουγκί γεμάτο και να στήσει στον ταρσανά καινούργιο καράβι, έβαλε στα σκαριά τη λευτεριά του λαού μας.

    Βρήκε στην Ύδρα και άλλους ομοϊδεάτες. Ένας από αυτούς ήταν και ο Γκίκας Θ. Γκίκας, παλληκάρι με ζεστή καρδιά που τάχθηκε ενάντια στον ίδιο τον πατέρα του, το μεγαλονοικοκύρη Θεόδωρο Γκίκα, που δεν ήθελε να ακούσει για σηκωμό. Έτσι, όταν έφτασαν τα πρώτα μαντάτα του σηκωμού, ο Οικονόμου και οι σύντροφοί του αρματώνουν περί τους πεντακόσιους Υδραίους, πως τάχα θα πάνε να πολεμήσουν με τα αδέλφια τους στο Μωριά. Οι προύχοντες τον πίστεψαν και κάνοντας τη σκέψη, ότι με αυτόν τον τρόπο θα λιγόστευαν οι άνεργοι ναύτες της Ύδρας, δεν έφεραν δυσκολίες στη στρατολόγηση. Οι νοικοκυραίοι είχαν τα πλούτη τους και το ζαμπίτη Κοκοβίλα, ο Οικονόμου το λαό. Στις 28 Μαρτίου φουντάρει στο λιμάνι κάποιο καϊκι  δίνοντας την είδηση πως οι Μεγαρίτες πήρανε τα παλιοντούφεκα στα χέρια και κλείσανε τους Τούρκους στο κάστρο του Ακροκόρινθου. Την ίδια εκείνη νύχτα ξύπνησε η Ύδρα με φωνές: στα άρματα! Όλοι στα άρματα!...

    Βαράνε οι καμπάνες, ντουφεκιές ξεσκίζουν τον αέρα και πρωτόγνωρα τραγούδια ανάβουν τις καρδιές. Ο Οικονόμου φωνάζει: Αδέρφια, ντροπή σε μας! Ο Μωριάς σηκώθηκε και εμείς σαπίζουμε αργοί, γιατί οι προεστοί δε θέλουν να κινηθούμε. Να τα καράβια δικά σας είναι. Εσείς που θαλασσοδερνόσαστε με αυτά τόσα χρόνια, τα φτιάξατε για να τα χαίρονται άλλοι. Πάρτε τα και πολεμήστε για τη λευτεριά μας.

    Άλλο που δεν ήθελε ο λαός. Ανεβαίνουν στα καράβια και γυρίζουν τις μπούκες των κανονιών τους στην πολιτεία. Έτσι οι νοικοκυραίοι αναγκάστηκαν να ανοίξουν τις στέρνες τους, όπου σ’ αυτές είχαν κρυμμένους τους θησαυρούς τους, και να δώσουν, για να μοιραστούν στους ναυτικούς που πεινούσαν , εκατό τριάντα σακούλες με 650.000 γρόσια. Κάποιος απλοϊκός γέρος, που μήτε στον ύπνο του δεν είχε ονειρευτεί τόσα χρήματα, σηκώνεται και λέει: Σαν πολλά τους γυρεύουμε, που θα τα βρουν;

    - Μωρέ αυτά, του αποκρίνεται γελώντας ο Γκίκας Θ. Γκίκας, δεν είναι ούτε ο αφρός της στέρνας του πατέρα μου! 

   Στις 31 Μαρτίου υπογράφουν οι προύχοντες ένα χαρτί, όπου έλεγαν πως κρίνανε «άξιον δια να αναδεχθή την φροντίδα της τοπικής διοικήσεως τον τιμιώτατον συμπατριώτην μας κύριον καπ. Αντώνιον Οικονόμου». Κάτω από το έγγραφο βρίσκονται οι υπογραφές πέντε- έξι νοικοκυραίων, με πρώτη και καλύτερη του Λάζαρου Κουντουριώτη.

    Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα για τον Οικονόμου. Υπόγραψαν οι νοικοκυραίοι για να μην ξεσπάσει πάνω τους πιο άγρια η οργή του λαού και για να μη χάσουν ολότελα τα καράβια τους, αλλά ο νους τους ήταν πώς να φύγουν, παίρνοντας και τα πλούτη τους, κρυφά για τη Ζάκυνθο. Το μυρίζεται ο Οικονόμου και τους εμποδίζει. Όταν όμως γύρεψε να κινήσει τα καράβια, βρίσκει του κόσμου τις δυσκολίες από τους καπεταναίους, που ήταν άνθρωποι των καραβοκυραίων. Σκέφτηκε να τους αλλάξει με άλλους της εμπιστοσύνης του, αλλά συνάντησε μεγάλη αντίσταση.

    Έπειτα από λίγες ημέρες πέρασε μπροστά από το νησί ο Σπετσιώτης γέρο-Γκίκας Τσούπας σέρνοντας πίσω του δεκατρία τούρκικα καράβια και τους χαιρέτησε με νικητήριες κανονιές, οι νοικοκυραίοι, κάτω από τον ενθουσιασμό και την οργή του κόσμου, λύγισαν. Την άλλη ημέρα, Σάββατο 16 Απριλίου, μαζεύτηκαν οι προύχοντες και ο κόσμος στην εκκλησία, έκαναν δοξολογία και έπειτα επήγαν στην καγκελαρία όπου ο αρχιεπίσκοπος Γεράσιμος ανέβασε επίσημα τη σημαία της επανάστασης, όμοια με τη

σπετσιώτικη. Υπόγραψαν και ένα καινούργιο χαρτί, όπου έλεγαν πως πολεμάνε «τους τυρράνους των, βαρβάρους απογόνους του βάρβαρου Οσμάνου, τους εξολοθρευτάς των επιστημών και των τεχνών».

    Έπειτα από δύο ημέρες, στις 18 Απριλίου, ο Οικονόμου βγάζει ένα «εθνικό προκήρυγμα» για να μοιραστεί από τα καράβια μας.

    «Μη δειλιάσετε, απόγονοι του Μιλτιάδου και του Θεμιστοκλέους, μη φανείτε ανάξιοι της ελευθερίας σας, ο πόλεμος γίνεται διά την πίστιν και την πατρίδα. Συλλογισθείτε πόσα κακά, πόσας τυρρανίας υποφέρετε από τους Τούρκους, συλλογισθείτε πόσα θέλουν κάμει, εάν ό μη γένοιτο θριαμβεύσωσι. Δεν πρέπει να λυπηθείτε μήτε άσπρα, μήτε κορμία, μήτε κανένα άλλο πράγμα διά να κερδίσετε ζωήν και ελευθερίαν. Τώρα είναι καιρός εις τον οποίον, όποιος θέλει να σώσει την ψυχήν του πρέπει να την απολέση».

    Ας δούμε όμως ποιο τέλος είχε ο Οικονόμου.

    Αφού οι προύχοντες της Ύδρας μπήκαν στον αγώνα, δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν να έκανε άλλος κουμάντο στο νησί τους. Ο νους τους είναι στο πως θα γλιτώσουν από τον άνθρωπο που ξεσήκωσε τον κόσμο και τους έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό. Και όταν πια νιώσανε πως ήταν πάλι δυνατοί δεν δίσταξαν μπροστά σε τίποτα. Στις 22 Μαϊου τον μπλοκάρουν στην καγκελαρία και τον βαράνε από όλες τις μεριές, ακόμα και με κανόνια από τα καράβια. Καταφέρνει να βγει με άλλους δέκα δικούς του, και αρχίζει άγριο ανθρωποκυνηγητό στο νησί και στο πέλαγος. Στο τέλος τους πιάνουν. Τους βάζουν σε ένα καΐκι, πως τάχα τους στέλνουν στο Μωριά, αλλά προστάζουν κρυφά τους ανθρώπους τους να τους σκοτώσουν στο δρόμο. Κάποιο όμως από τους ναύτες λογάριασαν πως αυτό ήταν μεγάλη αδικία.

    -Αδέλφια, λένε στους άλλους, αν βάψουμε τα χέρια μας σε τόσο αθώο αίμα, τούτο το κρίμα θα το έχουμε στο λαιμό μας σε όλη μας τη ζωή.

    Τους βγάζουν απέναντι στο Μετόχι και τους αφήνουν ελεύθερους. Τραβάνε για το Κρανίδι. Σε λίγο πάνε στην Ύδρα ο Σωτήρης Θεοχαρόπουλος και ο ηγούμενος του μοναστηριού του Φονιά (μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Φενεό της Κορινθίας, που λόγο παραφθοράς το έλεγαν του Φονιά. Βρίσκεται κοντά στη λίμνη Δόξα), ο Ναθαναήλ, και ζητάνε από τους Υδραίους να στείλουν τα καράβια τους στον κόλπο της Κορίνθου. Οι πρόκριτοι τους αποκρίνονται: Όσο είναι ελεύθερος ο Οικονόμου μη γυρεύετε βοήθεια από μας. Διαλέξτε ανάμεσα στην Ύδρα και σ’ αυτόν. Ο Θεοχαρόπουλος με τον Ναθαναήλ πάνε με μεγάλη δύναμη στο Κρανίδι, τους πιάνουν και τους φυλακίζουν στο μοναστήρι του Φονιά.

    Στο μεταξύ ο Γκίκας Θ. Γκίκας το σκάει από την Ύδρα, μαζί με άλλα παλληκάρια, και πολεμάει στην πολιορκία της Τριπολιτσάς. Δεν ξεχνάει όμως το τι έγινε, και από το στρατόπεδο των Ελλήνων στα Τρίκορφα στέλνει γράμματα στους προύχοντες της Ύδρας, όπου σε αυτά τους ονόμαζε «ασπρολάτρες και απογόνους του Ιούδα». Δεν του το συγχώρησαν. Αφού ανδραγάθησε στο πάρσιμο της Τριπολιτσάς, αρρώστησε από την επιδημία που ξέσπασε στο στρατόπεδο. Αλλά φαίνεται πως ο αγνός αυτός Έλληνας δεν πέθανε από αυτή, μα του δώσανε, αντί για γιατρικό, να πιει φαρμάκι. Ο Αντώνης Μιαούλης στο Υπόμνημα περί της νήσου Ύδρας, γράφει: «Ο δε Γκίκας Θ. Γκίκας, ασθενών εις Τριπολιτσάν, εκ της οποίας την προ ολίγου τότε εκπόρθησιν πρώτος ανέβη τα τείχη, εφαρμακίσθη, ως λέγεται, δια συνεργασίας τινός εχθρού του».

    Πράγματι ο Γκίκας Θ. Γκίκας με άλλους Υδραίους, επειδή γνώριζαν αρβανίτικα, είχαν πιάσει φιλίες με Τουρκαλβανούς που ήταν στις ντάπιες του κάστρο της Τριπολιτσάς και τους πουλούσαν διάφορα τρόφιμα, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Μια μέρα

τους λένε: Ρίχτε μας ένα σκοινί να ανευούμε να  καπνίσουμε παρέα. Αυτοί τους έριξαν, και οι Υδραίοι σκαρφάλωσαν στις ντάπιες. Αμέσως αφοπλίζουν τους Αρβανίτες και γυρίζουν τα κανόνια προς την πόλη. Τρέχουν δύο και ανοίγουν την πύλης. Οι Έλληνες βλέποντας την πύλη να ανοίγει ξεχύνονται μέσα στην πόλη και αρχίζει η γνωστή σφαγή των Τούρκων της Τριπολιτσάς.

    Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς ετοιμάζεται η συνέλευση της Επιδαύρου. Ο Οικονόμου νιώθει πως δεν μπορεί πια να μένει αργός. Δραπετεύει από το μοναστήρι με σκοπό να συμμετάσχει σε αυτή, για να πει όχι μόνο τα δικά του δίκια, μα και τα δίκια του κόσμου. Σαν μάθανε οι απεσταλμένοι της Ύδρας στο Άργος πως ο μεγάλος τους εχθρός το έσκασε από το μοναστήρι και έρχεται για τη συνέλευση, κάνανε συμβούλιο με κοτζαμπάσηδες του Μωριά, και αποφασίζουν να ξεμπερδέψουν μια για πάντα ναζί του. Προστάζουν το Σπύρο Ξύδη και τον Αντρέα Νικολόπουλο να τον σκοτώσουν όπου τον συναντήσουν. Ο Κολοκοτρώνης, που κάτι υποπτεύθηκε, στέλνει το Δημήτρη Τσώκρη να τον σώσει. Μα ο Τσώκρης έφτασε αργά. Κοντά στον ποταμό  Ξεριά, ανάμεσα στο Άργος και στο Κουτσοπόδι, βρήκε σκοτωμένο τον αγνό πατριώτη που επαναστάτησε την Ύδρα. Τακτοποίησε το κουφάρι του και το έθαψε κοντά σε μια μάντρα από ξερολιθιά. Αν ξέραμε που βρίσκεται ο τάφος του ίσως να χαράζαμε τούτο δω το επίγραμμα σ’ αυτό: «Όσοι φυτεύουν το δέντρο της λευτεριάς, σπάνια γεύονται τους καρπούς του».

    Δεν γνωρίζω αν έχει δοθεί το όνομά του σε κάποιον δρόμο της πατρίδας μας για να τον τιμήσουν για την προσφορά του στον αγώνα. Αλλά όπως όλοι γνωρίζεται έχουν δώσει το όνομα του Μαυροκορδάτου και του Κωλέτη, που ήσαν οι κύριοι εμπνευστές και οργανωτές του  αιματηρού εμφυλίου, που ξέσπασε στα μέσα της επανάστασης και που ήταν η κύρια αιτία, να κινδυνέψει να χαθεί η ανεξαρτησία της πατρίδας μας και να σκοτωθεί ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος.                                    

   

Πηγές.

  1. Δημήτρης Φωτιάδης,  «Ιστορία 4 Κανάρης», Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος.



  1. Ιωάννης Ορλάνδος,  «Συλλογή επιστολών από το αρχείο Χατζή Πανανού Θεοδοσίου Ελληνικό Λογοτεχνικό και ιστορικό Αρχείο».



  1. Κωνσταντίνος Νικόδημος,  «Υπόμνημα της Νήσου Ψαρών».



  1. Ιωάννης Φιλήμων,  «Δοκίμιον ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως».