Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

ΜΙΑ ΑΔΙΚΙΑ ΤΩΝ ΓΑΛΛΩΝ ΤΟ 1822



ΜΙΑ ΑΔΙΚΙΑ ΤΩΝ ΓΑΛΛΩΝ ΤΟ 1822

Δημήτρης Τουτουντζής 

    Στις 9 Σεπτεμβρίου, την άλλη ημέρα της ναυμαχίας στον Αργολικό και όταν η αρμάδα του Κιοσέ Μεχμέτ πασά έκανε βόλτες ανοιχτά από τις Σπέτσες και την Ύδρα, περιμένοντας ευνοϊκό αέρα να προχωρήσει στον Αργολικό κόλπο και να εφοδιάσει το πολιορκημένο Ναύπλιο, μια αυστριακή φρεγάτα βρισκόταν από τις αρχές του Αυγούστου φουνταρισμένη εκεί κοντά όπου επέβαινε ο ναύαρχος, ιππότης ντε Βιελά. Η κυβέρνησή μας, που είχε εγκατασταθεί στους Μύλους, έστειλε κάποιον επίσημο να τον χαιρετήσει και να τον παρακαλέσει να μην έλθει σε δοσοληψίες με την πολιορκημένη πολιτεία. Ο Βιελά δεν καταδέχτηκε να δώσει απόκριση σε αυτό. Αλύγιστος μέσα στη ναυαρχική με πλάκα τα γαλόνια στολή του, ζητάει από τον αντιπρόσωπό μας να πει στην κυβέρνηση να του καταβάλει αμέσως 35.000 γρόσια, αποζημίωση για το φορτίο στάρι που ο φρούραρχος της Μονεμβάσιας, ο Γιάννης Μαυρομιχάλης, είχε πάρει, τον περασμένο Απρίλιο, από το γαλλικό εμπορικό καράβι «Λιστόκ».

    Η κυβέρνησή μας, δέχεται να τα πληρώσει, αλλά απένταρη καθώς ήταν του ζητάει δύο μήνες προθεσμία. Ο Βιελά συμφώνησε και αναχώρησε. Αλλά στις 31 Αυγούστου επέστρεψε
συνοδευμένος αυτή τη φορά από μια κορβέτα και μια γαλιότα. Του στέλνουν τον καπετάν Σαχίνη να τον χαιρετήσει και να του ζητήσει να μην επικοινωνήσει με τους πολιορκημένους Τούρκους. Ο Βιελά του αποκρίθηκε πως το τι θα κάνει είναι δική του δουλειά.

    -Ήρθα, του λέει, να πάρω τα χρήματα.

    Μάταια η κυβέρνησή μας του θυμίζει πως η προθεσμία των δύο μηνών, που ο ίδιος δέχτηκε, δεν πέρασε ακόμα. Αυτός αγρίευε και φοβέριζε πως θα έκανε αντίποινα, αν δεν του έδιναν δίχως αναβολή τα χρήματα. Η κυβέρνηση, μπροστά σε τούτη τη βία, του τάζει να τα πληρώσει μέσα σε έξι μέρες. Η καινούργια προθεσμία τελείωνε στις 8 Σεπτεμβρίου, όταν δινόταν η ναυμαχία που από αυτήν κρινόταν η τύχη της Ελλάδας. Την άλλη λοιπόν  ημέρα στις 9 Σεπτεμβρίου, φτάνει μπροστά στην Ύδρα ο Βιελά με τα καράβια του. Κοντά στο λιμάνι ήταν αραγμένη η γολέτα μας «Τερψιχόρη» του καπετάν Νέγκα. Αυτή γύρευε ο Γάλλος. Διότι στην «Τερψιχόρη» μένανε οι Τούρκοι όμηροι του Ναυπλίου.

    Ας δούμε πως βρέθηκαν στην Ύδρα οι Τούρκοι όμηροι. Πριν κατεβεί ο Δράμαλης στο Μωριά, οι Τούρκοι του πολιορκημένου Ναυπλίου μη βλέποντας να τους έρχεται από πουθενά βοήθεια και έχοντας πέσει σε μεγάλη πείνα, αποφάσισαν να παραδοθούν. Στις 18 Ιουνίου υπόγραψαν με τους δικούς μας συνθήκη. Σύμφωνα με αυτήν όλη η κινητή περιουσία τους θα μοιραζόταν στα τρία. Το ένα μέρος θα το έπαιρναν οι ίδιοι και τα δύο οι Έλληνες. Θα μας παρέδιδαν το Μπούρτζι και θα μας έδιναν ρεέμια (ομήρους), και όταν όλα θα τελείωναν θα βάζαμε τους Τούρκους σε 12 καράβια μας και θα τους αποβιβάζαμε στην Ανατολή.

    Στην αρχή έγιναν όλα όπως είχε συμφωνηθεί. Μπήκε στο Ναύπλιο η επιτροπή που θα έκανε απογραφή τις τούρκικες περιουσίες, συνοδευμένη από εκατό πολεμιστές μας. Πενήντα από αυτούς πήρανε το Μπούρτζι και οι άλλοι μείνανε στο τουρκοκρατούμενο Ναύπλιο. Η επιτροπή, που πρόεδρός της ήταν ο δεσπότης Βρεσθένης Θεοδώρητος, αντί να φροντίσει γρήγορα να φύγουν οι Τούρκοι και να πέσει το γρηγορότερο το πολύτιμο κάστρο στα χέρια μας, άρχισε να εξετάζει τι είχε ο κάθε Τούρκος με πολλή  σχολαστικότητα και αργοπορία. Οι Τούρκοι δεν είχαν την παραμικρή βία να τελείωνε

γρήγορα αυτή η δουλειά, αφού είχε συμφωνηθεί, να φέρνουν καθημερινά τρόφιμα. Φρόντιζαν μάλιστα να φέρνουν περισσότερα από όσα χρειάζονταν. Οι πολιτικοί δεν καταδέχτηκαν να ζητήσουν και τη γνώμη των στρατιωτικών για το πώς θα ασφαλιστούμε. Τόσο σίγουροι ήσαν για όλα, που άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος θα έπαιρνε το καλύτερο τούρκικο σπίτι! Ο κοτζαμπάσης του Μωριά Αναγνώστης Δεληγιάννης και ο Ιωάννης Ορλάνδος (καταγόταν από το Κρανίδι και ήταν γαμπρός του Λάζαρου Κουντουριώτη), που ήταν και οι δυο τους μέλη του περίφημου Εκτελεστικού με πρόεδρο το Μαυροκορδάτο, τσακώθηκαν για το μεγάλο και όμορφο σπίτι της Χασάν μπέηνας, που βρισκόταν κοντά στην πόρτα της ξηράς. Τόσο φουρκίστηκε ο Ορλάνδος γιατί του αντιβγήκε ο Δεληγιάννης, που τα παράτησε όλα και σηκώθηκε και έφυγε.

    Ενώ οι ημέρες περνούσαν και η επιτροπή βόσκαγε κουτόχορτο, ένα καλό πρωί, όταν έμαθαν οι Τούρκοι πως ο στρατός του Δράμαλη ξεχύθηκε στο Μωριά, ξαρμάτωσαν τους πενήντα πολεμιστές μας και πιάσανε τα μέλη της επιτροπής. Δεν τους πείραξαν όμως γιατί και αυτοί μας είχαν παραδώσει έξι μπέηδες, που ο ένας ήταν γιος του Σελίμ πασά του Ναυπλίου.

    Αυτούς τους Τούρκους ομήρους τους εμπιστεύτηκαν οι δικοί μας στη φύλαξη του καπετάν Νέγκα και ήταν τώρα πάνω στη γολέτα του. Σαν έφτασε λοιπόν ο Βιελά μπροστά από την Ύδρα, ζητάει τον καπετάν Νέγκα να ανεβεί στη φρεγάτα του.

    -Σου ζητώ, του λέει, σαν να ήταν αφέντης στον τόπο μας, να μου παραδώσεις τους Τούρκους ομήρους που έχεις στο καράβι σου.

    Ο φουκαράς ο Νέγκας απορεί με την παράλογη απαίτηση του Γάλλου και του ζητάει το λόγο.

    -Η προθεσμία που σας είχα δώσει για τις 35.000 γρόσια την αποζημίωση τελείωσε χτες. Αφού δε με πληρώσατε, θα πάρω τους Τούρκους που κρατάτε.

    Ο Νέγκας του εξηγεί πως αν δεν πλήρωσε η κυβέρνηση, αυτό οφείλεται στη δύσκολη περίσταση.

    -Αυτοί οι όμηροι, λέει στο Γάλλο, είναι η μόνη εγγύηση που έχουμε, για τη ζωή εκείνων που κρατάνε οι Τούρκοι στο Ναύπλιο.

    - Αν δε μου τους δώσεις, του αποκρίνεται, θα τους πάρω με τη βία.

    - Εμένα, του απαντάει ο Νέγκας, μου τους εμπιστεύθηκε η κυβέρνησή μου. Μονάχα έπειτα από προσταγή της τους δίνω.

    Ο Βιελά προστάζει να ρίξουν στο αμπάρι το Νέγκα. Γυρίζει τα κανόνια του πλοίου του πάνω στη γολέτα και την πολιτεία, κατεβάζει στη θάλασσα φελούκες, τις γεμίζει με ναύτες και αξιωματικούς και τους στέλνει να καταλάβουν τη γολέτα και να πάρουν τους Τούρκους. Αλλά οι δικοί μας στη «Τερψιχόρη» βλέποντας τις κινήσεις των Γάλλων, καταλαβαίνουν τι συμβαίνει, βάζουν τους Τούρκους σε μια βάρκα και προλαβαίνουν να τους βγάλουν στην ξηρά.  

 Ο Βιελά, σαν είδε πως απέτυχε στο σκοπό του, ανοίγει με τα κανόνια του φωτιά πάνω στην «Τερψιχόρη» να μας τιμωρήσει που δε δεχτήκαμε την αδικία του. Μια από τις μπάλες του τρυπάει πέρα για πέρα τη γολέτα μας, πληγώνονται δύο ναύτες, και κάποια από τις άλλες σκοτώνει μιαν έγκυο γυναίκα, που ανυποψίαστη έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα από την παραλία. Οι πρόκριτοι της Ύδρας κάθονται και του γράφουν μια διαμαρτυρία. Εκείνος όμως, χωρίς να την ανοίξει, τη σκίζει και πετάει περιφρονητικά τα κομμάτια της στη θάλασσα.

    Την ίδια νύχτα ένας αράπης αιχμάλωτος, που από καιρό ήταν στην Ύδρα, κατάφερε μέσα στην αναστάτωση, να αρπάξει μια βάρκα και να ανεβεί στη Γαλλική φρεγάτα. Την

άλλη ημέρα το πρωί σαλπάρει ο Βιελά και φουντάρει λίγο πιο πέρα στο στενό των Σπετσών. Αφού ύψωσε την τούρκικη σημαία και χαιρέτησε επιδεικτικά με τα κανόνια του την αρμάδα, μπήκε στη σκαμπαβία του και πήγε, έχοντας μαζί του και τον αράπη, στη ναυαρχίδα να υποβάλει τα σέβη του στον Κιοσέ Μεχμέτ πασά. Τον δέχτηκε ο Τούρκος με τιμές και χαμόγελα.

    - Σου έφερα, του λέει ο Βιελά, τούτον εδώ τον αράπη, για να μάθεις όλα τα καθέκαστα για το καταραμένο νησί.

    Στις 11 Σεπτεμβρίου, κατά το μεσημέρι, η βίγλα (το παρατηρητήριο) της Ύδρας σηκώνει σινιάλο πως η αρμάδα αρμενίζει για τον Αργολικό. Τα δικά μας που ήταν αραγμένα απέναντι στο Μετόχι, σαλπάρουν, περνούν από το στενό Δοκός-Ύδρα και το βραδάκι μπαίνουν στη γραμμή να την βαρέσουν με κανόνια και μπουρλότα «πλην ο άνεμος δεν το  εσυγχώρησεν» όπως γράφει ο Μιαούλης.

    Την άλλη ημέρα το πρωί, η αρμάδα με γεμάτα τα πανιά πλέει για τον κόλπο του Ναυπλίου. Τα δικά μας την παίρνουν από πίσω και επίτηδες βραδυπορούνε, αποφασισμένα να την αφήσουν να προσπεράσει και μόνο αν θα χωθεί στο στενό να δώσουν τη ναυμαχία. Δεν απομένανε στον Κιοσέ Μεχμέτ πασά  παρά μονάχα 10 με 11 μίλια για να φτάσει στο σκοπό του και να ξεφορτώσει τους ζαϊρέδες (εφόδια) που κουβαλούσε στους πεινασμένους Τούρκους του Ναυπλίου. Μα ξαφνικά βλέπουν οι δικοί μας όλα τα καράβια του εχθρού να στρέφουν και με βόλτες να τραβάνε κατά την Τσακωνιά, να βγουν από τον κόρφο του Αργολικού. Τι έγινε; Ο Βιελά, που πήρε είδηση πως δύο μπουρλότα μας, του Τσερεμέ και του Θοδωρή παραφύλαγαν πίσω από τα νησάκια Ρόδι και Δασκαλειό, κοντά στο Τολό, τρέχει στον καπετάν πασά και τον συμβουλεύει να μη ρισκάρει με όλο τούτο τον όγκο μέσα στα στενά νερά του Ναυπλίου.

    - Μια και βρίσκεσαι τόσο κοντά, του εξηγεί, το καλύτερο ου έχεις να κάνεις είναι να στείλεις το αυστριακό πλοίο που σε συνοδεύει, φορτωμένο με στάρι.

    Ο πασάς  βρίσκει σωστή τη συμβουλή του φίλου του, Βιελά. Βάζει πάνω στο αυστριακό, έναν τσαούση και του δίνει τρία γράμματα για τον πασά του Ναυπλίου. Ο Αυστριακός καπετάνιος, Ιωσήφ Βέρνικ που αρμένιζε κοντά στο Άστρος, γυρίζει προς το Ναύπλιο. Βλέποντας τη μανούβρα τα δύο μπουρλότα μας που παραφύλαγαν στο Τολό, τον ακολουθούν. Ο Αυστριακός προσπαθεί να τους ξεγελάσει. Βλέποντας πως εκεί κοντά βρισκόταν η φρεγάτα του Βιελά, σηκώνει γαλλική σημαία. Αλλά ο Τσερεμές και ο Θοδωρής δεν ξεγελιούνται. Μανουβράρουν με απόφαση και τέχνη, του κλείνουν το πέρασμα και ο αυστριακός αναγκάζεται να μαϊνάρει τα πανιά. Ανεβαίνουν στο πλοίο, πιάνουν τον αυστριακό και τον τσαούση και τους πάνε στο Μιαούλη. Αυτός κοιτάει στραβά το Βέρνικ και του λέει: - Δεν ήξερες τι καρτεράει όσους κάνουν τέτοιες άτιμες δουλειές;

    Ο Βέρνικ του λέει με υποκρισία: -Τι φταίω εγώ; Ο καπετάν πασάς με βρήκε στο δρόμο και με ανάγκασε να τον ακολουθήσω. Ο τσαούσης, απλοϊκός άνθρωπος καθώς ήταν, λέει:

    -Μπρε, ποιος σε ανάγκασε; Εσύ μόνος σου έκανες συμφωνία με τον πασά.

    Αναστέναξε ο αυστριακός με την κουταμάρα του Τούρκου και σιώπησε.

    Τους ψάχνουν και βρίσκουν πάνω στον τσαούση τα γράμματα του Τούρκου ναυάρχου στον πασά του Ναυπλίου. Ήταν τόσος ο φόβος του και η σαστιμάρα του, που δε φρόντισε όσο τους κυνηγούσαν, να τα σκίσει και να τα πετάξει στη θάλασσα. Το περιεχόμενο των γραμμάτων φανερώνει τον τρόμο των Τούρκων για τα μπουρλότα μας και τις ψευτιές που με αυτές γύρευε ο Τούρκος ναύαρχος να παρηγορήσει τους πολιορκημένους του Ναυπλίου.

    Την άλλη ημέρα, 13 Σεπτεμβρίου, η αρμάδα βγαίνει από τον Αργολικό με τόση βιασύνη, που παρατάει ένα μπρίκι που έκανε νερά. Το έπιασε το μίστικο του Θανάση Παλιολουκά.

    Στις κινήσεις της αρμάδας φαίνεται η αναποφάσιστη γνώμη του καπετάν πασά. Αρμενίζει πριν κατά την Παραπόλα, όπου κάνει βόλτες. Τον «πλησιάσαμε», λέει ο Μιαούλης, «με γενναιότητα και τον τσακίσαμε». Στρέφεται τότε βόρεια, για να αλλάξει πάλι πορεία σε λίγο. Περνώντας δυτικά από την Ύδρα, ένα ντελίνι (δίκροτο)καθίζει στα ρηχά στο έρημο Σταυρονήσι. Πασχίζουν οι Τούρκοι να το ξεκολλήσουν, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Τότε ο καπετάνιος του, λύνει από τα σίδερα τους χριστιανούς ναυτικούς, τάζοντάς τους πως αν τα καταφέρουν να σώσουν το καράβι θα τους ελευθερώσει. Σύρανε τα κανόνια και τα έφεραν στην πρύμνη. Ξαλάφρωσε και ανασηκώθηκε, η πλώρη με την οποίαν ήταν καθισμένο στα ρηχά. Ο Ορλάνδος γράφει πως όταν η αρμάδα έφτασε στην Πόλη, ο καπετάν πασάς ζήτησε από το σουλτάνο να τους ελευθερώσει όπως τους υποσχέθηκε, αυτός όμως πρόσταξε να τους κρεμάσουν

    Η αρμάδα κινείται νότια κατά την Κρήτη και βρίσκει σίγουρο αραξοβόλι στο λιμάνι της Σούδας.

    Αν ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς με όλη την αρμάδα και τον Αυστριακό Βέρνικ απέτυχαν να εφοδιάσουν το Ναύπλιο, δεν έλειψαν από όλο τον κόσμο οι Εγγλέζοι. Οι Ευρωπαίοι κάτοικοι της Σμύρνης ναυλώνουν στους Τούρκους δύο εγγλέζικα πλοία και τα γεμίζουν με στάρι, ρύζι, βούτυρο, καφέ, καπνό και τα στέλνουν στο Ναύπλιο. Τους προμηθεύουν ψεύτικα χαρτιά, πως το εμπόρευμα ήταν για τη Ζάκυνθο. Καθώς περνούσαν δυτικά από τη Χίο, τα πιάνουν οι Ψαριανοί και τα πάνε στο νησί τους. Εξετάζουν τα χαρτιά του φορτίου και τους καπετάνιους και τα βρίσκουν όλα εντάξει. Υποπτεύονται όμως ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει και αρχίζουν να τα ξεφορτώνουν. Τότε φτάνει ένα εγγλέζικο πολεμικό. Ο καπετάνιος του, πάει φουριόζος στην καγκελαρία. Ας δούμε όμως τι γράφει ο Νικόδημος, που ήταν ο ίδιος εκεί.

    «Εισελθών ο Εγγλέζος πλοίαρχος εις το κατάστημα της βουλής, ίστατο όρθιος και απήτει με θυμόν τα καράβια και τα εμπορεύματα και έλεγεν εις τους βουλευτάς να τον ειπούν εάν έχουν πόλεμον με την Αγγλίαν. Οι βουλευταί τον παρακάλεσαν να καθίσει να τον περιποιηθούν, αυτός όμως έτι μάλλον επέμενεν οργιζόμενος, έως ότου τω είπον ότι ου μόνον πόλεμον δεν έχουν μετά της Αγγλίας, αλλά επιθυμούν και την προστασίαν αυτής εις τον υπέρ της ανεξαρτησίας του έθνους των δίκαιον πόλεμον. Τότε καταπραϋνθείς εκάθισεν. Εις τας συνδιαλέξεις των τω είπον οι βουλευταί ότι, –και σεις οι Άγγλοι εν καιρώ πολέμου εσυλλαμβάνατε πλοία. –Ναι, απεκρίθη προς αυτούς ο Άγγλος, αλλά η Αγγλία είχε πολεμικά πλοία εις την θάλασσα, υπέρ τα τριακόσια και εξήσκει το δικαίωμα του ισχυροτέρου».

    Αφού τους βεβαίωσε πως τα καράβια πήγαιναν για τη Ζάκυνθο, οι Ψαριανοί πίστεψαν τα λόγια του και ξαναφόρτωσαν το εμπόρευμα. Τα άφησαν να αποπλεύσουν και τράβηξαν υποτίθεται για το Ναύπλιο. Το ένα το πιάσανε οι δικοί μας έξω από τη Σαλαμίνα. Το άλλο, που τον καπετάνιο του τον έλεγαν Μορ, τα κατάφερε κάπως καλύτερα. Μπήκε στις 5 Νοεμβρίου στον κόλπο του Αργολικού και έτρεχε με όλα τα πανιά του φουσκωμένα να φτάσει στον προορισμό του. Ο Γιάννης όμως ο βιγλάτορας (ο άνθρωπος στο παρατηρητήριο) των Σπετσών, το εντοπίζει και ανεβάζει αμέσως τα συνθηματικά σινιάλα. Αμέσως οι πρόκριτοι των Σπετσών προστάζουν τον περίφημο Κατραμάδο να γίνει πουλί να τον προλάβει. Εκατό δεκαεφτά ναυτικοί μας αρπάζουν τα τρομπόνια τους (όπλα με κοντές κάνες και με μεγαλύτερο άνοιγμα στην αρχή της κάνης),

μπαρκάρουν στην μπρικογολέτα «Περσεφόνη», κόβουν τα σχοινιά, σηκώνουν τα πανιά και σαν γεράκια βγαίνουν από το στενό.

    Πάνω στο Μπούρτζι βρισκόταν ο Διονύσης Σιμπρικός με άλλους είκοσι από τα Εφτάνησα. Αυτοί μόλις είδαν το Εγγλέζικο πλοίο, του ρίχνουν μια κανονιά να μαϊνάρει τα πανιά, αυτός όμως τίποτα. Ανοίγουν τότε φωτιά και ας ανέμιζε στο άλμπουρο η σημαία της Μεγάλης Βρετανίας. Μια από τις μπάλες τους, σκοτώνει τον τιμονιέρη και άλλες κάνουν ζημιές στα ξάρτια και τρυπάνε το σκάφος του. Ο Μορ όμως επιμένει. Αλλά καταφθάνει ο Κατραμάδος, πλευρίζει το Εγγλέζικο και το καταλαμβάνει με ρεσάλτο. Οι Τούρκοι του Ναυπλίου, που για μια στιγμή θάρρεψαν πως γλίτωσαν, πέσανε πια σε απελπισία. Αφού φάγανε όλα τα ακάθαρτα ζώα, έπειτα γεύτηκαν και ανθρώπινο κρέας. Στις 3 Δεκεμβρίου 1822, ο φρούραρχος παρέδωσε στον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη, τον Φωτάκο, τα κλειδιά του κάστρου.

    Η αρμάδα, αφού αναπαύτηκε στο λιμάνι της Σούδας, στις 8 Νοεμβρίου σήκωσε πανιά και έβαλε πλώρη για την Πόλη. Κατά το ταξίδι τους, εκατό Αλγερινοί κάνουν απόβαση στη Μύκονο με σκοπό να την λεηλατήσουν. Μα οι Μυκονιάτες με αρχηγό τη Μαντώ Μαυρογένους τους επιτίθενται, και τους διώχνουν σκοτώνοντας κάμποσους. Ο Μεχμέτ πασάς δεν προσπάθησε να καταλάβει το νησί γιατί άρχισε να χαλάει ο καιρός. Πριν φτάσει στα στενά συνάντησε δυνατή τραμουντάνα (βόρειος άνεμος) και αναγκάστηκε να ποδίσει στην Τένεδο. Φυσομανούσε με τέτοια λύσσα ο βοριάς που μερικά πλοία τσακίστηκαν στην ξηρά. Ένα μάλιστα το παράτησαν και αρμένιζε μόνο του στο Αιγαίο σαν φάντασμα. Το συνάντησε μέσα στην αντάρα του πελάγους ο Γιάννης Καμπούρης, που ερχόταν με τη σακολέβα του από τη Σκύρο στα Ψαρά. Το πλησίασε, μα ήταν τόσο φουσκωμένα τα κύματα, που στάθηκε αδύνατο να ρίξει τη σκαμπαβία του για να το πιάσει. Σαν έφτασε στο νησί και αφηγήθηκε τι είδε, οι Ψαριανοί πρόσταξαν τον καπετάν Γιαννίτση και τον καπετάν Μικέ να σαλπάρουν και να κοιτάξουν να το βρουν. Το πέτυχαν πιο πάνω από την Άνδρο και το έπιασαν. Είχε απείραχτα όλα τα κανόνια και τα εφόδιά του. Από τα χαρτιά που βρήκαν σ’ αυτό, είδαν πως ήταν η καπιτάνα της Μπαρμπαριάς.

    Όταν η αρμάδα τράβηξε για τα στενά, οι ψαριανοί στείλανε ένα καράβι τους να δει αν μπήκε στα στενά ή αγκυροβόλησε έξω. Το καράβι γύρισε φέρνοντας την είδηση πως βρισκόταν φουνταρισμένη ανάμεσα Τένεδο και στεριά. Αποφάσισαν τότε να δοκιμάσουν να τη χτυπήσουν με μπουρλότα, επιλέγοντας να στείλουν τον Κανάρη και τον Γιώργη Βρατσάνο. Τα μπουρλότα που ετοίμασαν ήταν μία σακολέβα και ένα μπρίκι. Το μπρίκι ανέλαβε ο Κανάρης και τη σακολέβα ο Βρατσάνος. Βγάζοντας όμως το μπρίκι από το λιμάνι για να το πάνε στο νησάκι Αϊ-Νικόλας, κοντά στις δυτικές ακτές των Ψαρών, το ξενέρισε η τραμουντάνα και το τσάκισε στα βράχια. Καθυστέρησαν ώσπου να φτιάξουν άλλο στη θέση του και στις 27 Οκτωβρίου, ξεκίνησαν τα δύο μπουρλότα συντροφευμένα από δύο μίστικα, του Γιώργη Καλαφάτη και του Αναγνώστη Σαρηγιάννη. Κατά το μεσημέρι της άλλης ημέρας, 28 Οκτωβρίου είδαν τα πλοία περιπολίας του εχθρού. Τα ξεγέλασαν έχοντας υψώσει τούρκικες σημαίες και ντυμένοι σαν Τούρκοι.

    Τη νύχτα, τα μπουρλότα μας μπαίνουν στο στενό της Τενέδου. Αλλά που βρισκόταν η αρμάδα; Αρμενίζοντας σιγά-σιγά, ξεχωρίζουν μέσα στη μαυρίλα της νύχτας καράβια αγκυροβολημένα, αλλά δεν μπορούν να διακρίνουν ποια ήταν μικρά και ποια μεγάλα. Από αυτή τη δυσκολία τους έβγαλε κάτι αναπάντεχο. Ένας διάττοντας αστέρας έσκισε τον ουρανό φωτίζοντας για λίγα δευτερόλεπτα τα σκοτάδια. Στη μικρής διάρκειας λάμψη είδανε όλα όσα χρειάζονταν. Μπροστά βρισκόταν ένας σωρός από κορβέτες και μπρίκια ,

ύστερα κάμποσες φρεγάτες και στο βάθος ένα ντελίνι. Ο Κανάρης, σίγουρος πως έχει να κάνει με την καπιτάνα, υψώνει τους φλόκους και βάζει πλώρη γι’ αυτό. Ήταν η υποναυαρχίδα, γιατί η καπιτάνα, καθώς εκείνη την ημέρα ο αέρας γύρισε σε όστρια (νοτιάς), πρόλαβε και χώθηκε στα Στενά μαζί με άλλα καράβια. Περνάει με το μπουρλότο του τόσο κοντά σε μια φρεγάτα, που ακούει τις ομιλίες πάνω της. Την αφήνει για το Βρατσάνο. Το ντελίνι βρισκόταν πια μπροστά του. Τότε έγινε κάτι, που φανέρωσε όλη την τέχνη του Κανάρη.

    Όταν ένα πλοίο είναι φουνταρισμένο στα ανοιχτά έχει πάντα γυρισμένη την πλώρη του στον καιρό. Το μπουρλότο πρέπει να κολλήσει στη μάσκα του άλλου πλοίου για να σπρώξει ο αέρας τις φλόγες σε όλο το μάκρος ώστε να μην μπορεί το πλήρωμα του εχθρικού πλοίου να απομακρύνει το μπουρλότο. Καθώς λοιπόν τράβαγε για να πέσει στη μάσκα, παίρνει είδηση πως η πλώρη δεν ήταν γυρισμένη στον καιρό. Σαν αστραπή περνάει από το νου του μη τυχόν το καράβι είχε σηκώσει άγκυρες. Αλλά με την ίδια γρηγοράδα καταλαβαίνει την αληθινή αιτία. Το ρέμα του μπογαζιού γύρισε ανάστροφα το καράβι. Για να πετύχει, έπρεπε να ρίξει το μπουρλότο στην πρύμνη του άλλου. Περνάει από την πλώρη του ντελινιού, προσέχοντας να μην μπλεχτεί στα σχοινιά της άγκυρας. Αλλά αυτές οι μανούβρες υποψιάζουν τους Τούρκους και τους ξεσηκώνουν. Προφταίνουν και του ρίχνουν δύο κανονιές. Η μια από τις μπάλες τρυπάει ένα πανί του πυρπολικού. Τότε ο Κανάρης είπε στον εαυτό του:

    - Κωνσταντή θα πεθάνεις.

    Και θα το λέει πάντα, σε κάθε παρόμοια περίσταση.

    Απομακρίνετε κάπως για να πάρει πάλι τον αέρα και να πέσει με ορμή στο ντελίνι. Χώνει το μπομπρέσο (ο ιστός που προεξέχει από την πλώρη), σε μια ανοιχτή μπουκαπόρτα, της πρύμνης όμως. Ο τράκος είναι τόσο δυνατός που το πλήρωμα του μπουρλότου σωριάζεται κάτω. Ο άνεμος το στριφογυρίζει και το διπλαρώνει. Ρίχνουν τους γάντζους, σιγουρεύουν το τιμόνι, πηδάνε στη σκαμπαβία και βάζουν φωτιά. Φουντώνουν οι φλόγες και καθώς είναι σοβράνο (από την πλευρά του ανέμου), τυλίγουν πρύμη-πλώρη το ντελίνι. Μάταια οι Τούρκοι λασκάρουν τα σχοινιά της άγκυρας. Και όπως η όστρια (νότιος άνεμος), φυσάει δυνατά συνδαυλίζει τις φλόγες, λαμπαδιάζει γρήγορα, απίστευτα γρήγορα. Σε λίγο η φωτιά φτάνει στη μπαρουταποθήκη. Αναπηδάει η θάλασσα, τραντάζεται η ξηρά και η νύχτα γίνεται ημέρα. Και είναι τόση η λάμψη, που τα πληρώματα από τα καράβια του Γιαννίτση και του Μικέ, που έτυχε εκείνη την ώρα να βρίσκονται έξω από τη Χίο, την είδαν και κατάλαβαν πως πέτυχαν τα μπουρλότα μας.

   





    Λιγοστοί μονάχα σώθηκαν από τους οχτακόσιους που είχε πάνω του το ντελίνι. Ανάμεσα σ’ αυτούς και ο καπετάν μπέης Ιμπραήμ, που φρόντισε από τους πρώτους, να πηδήσει στη σκαμπαβία τη δεμένη στη σκάλα του καραβιού.

    Ο Βρατσάνος ρίχνει και αυτός το μπουρλότο του σε μια φρεγάτα. Κάνει όμως το λάθος, που με τόση τέχνη ξέφυγε ο Κανάρης, να το κωλύσει στην πλώρη, όπως ήταν «σωστό». Στάθηκε έτσι εύκολο στους Τούρκους, μια και οι φλόγες δεν αγκάλιασαν ολόκληρο το καράβι, να σηκώσουν πανιά, να αποτραβηχτούν και να σβήσουν με τις τρόμπες τους τη φωτιά.

    Ο πανικός που ακολούθησε στην αρμάδα ήταν πολύ μεγάλος. Κόβουν τα σχοινιά των αγκυρών, σηκώνουν πανιά και όπως λυσσομανούσε η όστρια, μερικά κολλάνε στην ξηρά και άλλα με βία προσπαθούνε να μπούνε στα Στενά. Αλλά πέφτουν σε κάτι ερημονήσια. Ο Πουκεβίλ μιλάει για δώδεκα μπρίκια τσακισμένα και δύο φρεγάτες και μία κορβέτα που τα παράτησαν τα πληρώματά τους και βγήκαν στην ξηρά. Αλλά και η βουλή των

Ψαρών σε γράμμα που έστειλε στις 5 Νοεμβρίου στην Ύδρα, γράφει ότι πολλά εχθρικά  πλοία ναυάγησαν και τα συντρίμμια περιφέρονται τριγύρω από την Τένεδο. Ίσως αυτές οι ζημιές να φαίνονται παραφουσκωμένες. Σίγουρη όμως είναι μια άλλη πληροφορία, που μας δίνει ο Jurien de la Graviere: «Μία των κορβετών εξόκειλε επί της ακτής της Τενέδου. Ετέρα, εγκαταλειφθείσα υπό του πληρώματος, έπλεε δίκην ναυαγίου εν μέσω του Αιγαίου. Ο μυοδρόμων ΄΄Ρέκτης΄΄ εκπεμθείς εις αναζήτησιν αυτής, τη επιμόνω παρακλήσει του πασά της Σμύρνης, κατόρθωσε να την ανεύρη μετά πενθήμερον ματαίαν θαλασσοπλοϊαν, παρά τον Τσεσμέ»

    Οι σκαμπαβίες του Κανάρη και του Βρατσάνου, ξεκίνησαν κωπηλατώντας , έχοντας αντίπρωρο τον άνεμο, να βρούνε τα καράβια μας που τους περίμεναν έξω από την Τένεδο. Μόλις χάραξε, ο Κανάρης και το πλήρωμα της σκαμπαβίας, ξεχωρίζουν τα δύο μίστικα. Ξέπνοοι από τόσες ώρες κουπί μέσα στην τρικυμία και βρεγμένοι ως το κόκαλο, ανεβαίνουν στο καράβι του Καλαφάτη. Η σκαμπαβία όμως του Βρατσάνου πουθενά δε φαινόταν. Ξεκινάει το μίστικο του Σαρηγιάννη να τη βρει. Την είχαν πάρει από πίσω δύο φελούκες του εχθρού και την κυνήγησαν μέχρι το λιμάνι της Ποριάς της Τενέδου, όπου και την παράτησαν, βλέποντας πως δεν μπορούσαν να την προλάβουν. Εκεί την πέτυχε ο Σαρηγιάννης.

    Τα δύο μίστικα με τους μπουρλοτιέρηδες βάζουν πλώρη για να γυρίσουν στο νησί τους. Αλλά ο καιρός τους στάθηκε τόσο ενάντιος, που μη μπορώντας να προχωρήσουν, ξέπεσαν στη Σκύρο, όπου και πόδισαν. Οι Σκυριανοί σαν έμαθαν το κατόρθωμά τους,   τους φιλοξένησαν με τα λίγα που είχαν και κάνανε δοξολογία για να τους τιμήσουν.

    Όταν κόπασε κάπως η όστρια, σαλπάρισαν για τα Ψαρά όπου έφτασαν φτάσανε στο νησί τους στις 3 Νοεμβρίου.



Πηγές: Αρχείο Ύδρας. Τρικούπης. Αντώνης Μιαούλης. Κόκκινος. Νικόδημος. Graviere.