Κυριακή 28 Μαΐου 2017

Ο αφανισμός των αρχαίων Ελληνικών βιβλιοθηκών


Δημήτρης Τουτουντζής  

    Για όλη την ελληνική προσφορά στην ανθρωπότητα (γραφή, υλικό γραψίματος, σελίδες, φύλλα, βιβλία, βιβλιοθήκες. Λέξεις ελληνικές, τις οποίες δανειστήκαν όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες  ) τόσον η Δύση όσον και η Ανατολή ευχαρίστησαν ακόμη μία φορά την Ελλάδα με τρόπο ιδιάζοντα μεν, συνήθη δε σ’ αυτούς. Κατέστρεψαν συστηματικά με βαρβαρική μανία, όλες τις βιβλιοθήκες. Γιατί άραγε; Μα, για πολλούς λόγους. Αρπάζουν ό,τι δεν έχουν, ό,τι δεν μπορούν όχι μόνο να δημιουργήσουν αλλά ούτε καν να μιμηθούν. Ο απολίτιστος, ο ανίκανος, ο υποδεέστερος, καταστρέφει όχι μόνο με φθόνο αλλά και με χαιρεκακία. Οι δε αρχομανείς και πλεονέκτες υλιστές, καταστρέφουν τη γνώση, την παιδεία και τον ανθρωπισμό (δηλαδή ό,τι προάγει τον άνθρωπο), προκειμένου να κατασκευάσουν, προς χειραγώγηση, όχλο αμαθή, ανίδεο, ο οποίος να μη γνωρίζει να μιλάει, επομένως να αδυνατεί και να αντιμιλήσει. 
    Εν ολίγοις, η Δύση «ευγνωμονούσα» η δε Ανατολή φθονούσα άρπαξαν, κατέστρεψαν, αφάνισαν συστηματικά όλες τις ελληνικές βιβλιοθήκες, δημόσιες αλλά και ιδιωτικές, διάσημες ή άσημες. Δεν υπήρχε ελληνική οικία που να μη διέθετε την ιδιωτική της βιβλιοθήκη. Ήταν τόση η πληθώρα και η ζήτηση βιβλίων, ώστε υπήρχαν και πλανόδιοι βιβλιοπώλες, στους οποίους αναφέρεται και ο Αριστοτέλης.
    Ο W. Durant, στην «Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού» αναφέρει σαφώς: «Συνολικώς δεν επιζή πλέον του ενός εικοστού της ελληνικής φιλολογίας». Πράγματι και η Οξφόρδη υπολογίζει ότι έχει διασωθεί το 3 έως 4% της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Σημειωτέο δε ότι το συντριπτικό ποσοστό αυτού του 3 ή 4 ή έστω 5% βρίσκεται εκτός Ελλάδος, στις κρυφές ή φανερές βιβλιοθήκες της Δύσεως και Ανατολής (Ρώμης, Βατικανού, Παρισίων, Βερολίνου, Βιέννης, Λονδίνου, Ν. Υόρκης, Μόσχας, Βαγδάτης και αλλού).


    Θα αρχίσουμε την αναφορά-καταγγελία, από τη θρυλική Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη, την οποίαν ο αείμνηστος καθηγητής-Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας του Μπιλμπάο, Federico Sag redo, έχει χαρακτηρίσει ως την «Πρώτη Τράπεζα Δεδομένων της Ανθρωπότητας». Εκατοντάδες βιβλία έχουν γραφεί και γράφονται για το θαύμα αυτό, για την περιώνυμη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας.

    Η Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη ιδρύθηκε γύρω στο 300 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Α΄ τον Σωτήρα. Την ιδέα είχε εισηγηθεί ο σοφός λόγιος και πολιτικός Δημήτριος ο Φαληρεύς, ο οποίος είχε κατηγορηθεί  για τυραννία από τους Αθηναίους και είχε καταφύγει στην Αλεξάνδρεια, όπου έγινε και ο πρώτος Διευθυντής-Βιβλιοθηκάριος.

    Ο γιος του Πτολεμαίου, Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος συνέχισε και επεξέτεινε το έργο του πατέρα του. Κατέστησε τη βιβλιοθήκη και την ανέδειξε ως το πρώτο οικουμενικό θησαυροφυλάκιο γνώσεων στην ιστορία της ανθρωπότητας.

    Από την αρχή λειτούργησαν, τρόπον τινά, δύο βιβλιοθήκες: η του Μουσείου, όπου συνέρρεαν οι διάσημοι επιστήμονες και καλλιτέχνες της εποχής, φιλόσοφοι, γιατροί, συγγραφείς, ποιητές, μαθηματικοί κ.α., και μια μικρότερη στο ναό του θεού Σέραπι, το περίφημο Σεραπείο. Ο Σέραπις λατρευόταν ως μεγάλος θεός της γης. Πρόκειται προφανώς για τον Δία Σωτήρα Εξακεστήριο (θεραπευτή).

    Οι δύο αυτοί πυρήνες της βιβλιοθήκης, τόσον του Μουσείου όσον και του Σεραπείου,

ιδρύθηκαν σύμφωνα με τα αθηναϊκά πρότυπα. Μεγαλοπρεπή κτήρια με περιβόλους,

κήπους, αγάλματα και άλλα έργα τέχνης.

    Οι Πτολεμαίοι ρίχτηκαν με ζήλο στη συγκέντρωση βιβλίων, αρχίζοντας από τα παλαιότερα, τα «αρχαία» της εποχής, τα πολύ προ Ομήρου. Με σύστημα και μέθοδο, ως βιβλιολάτρες και βιβλιοθήρες, έπαιρναν ακόμη και τα βιβλία τα οποία βρίσκονταν στα πλοία που κατέπλεαν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Βιβλία δηλαδή που είτε μεταφέρονταν ως φορτία, είτε αποτελούσαν μέρος των βιβλιοθηκών των ελληνικών πλοίων. Κρατούσαν τα πρωτότυπα για τη βιβλιοθήκη και επέστρεφαν ακριβή αντίγραφα. Τα βιβλία αυτά έμειναν στην ιστορία ως τα «εκ των πλοίων».

    Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς ενημέρωνε ανελλιπώς τον βασιλιά ως προς τον αριθμό των παπύρων που συλλέγονταν. Υπολογίζεται ότι τελικά συγκεντρώθηκαν 500.000 πάπυροι, ανάμεσα στους οποίους απέραντοι θησαυροί ελληνικών χειρογράφων, που την εποχή της ακμής έφθασαν τον αριθμό των 700.000, κατ’ άλλους δε άγγιξαν το 1.000.000.

    Διάσημοι διευθυντές της βιβλιοθήκης, μετά τον Δημήτριο τον Φαληρέα, υπήρξαν διαδοχικά ο Ζηνόδοτος ο Εφέσιος, ο Απολλώνιος ο Ρόδιος (συγγραφέας των περίφημων Αργοναυτικών και των διαντλαντικών ταξιδιών των Αργοναυτών, καθώς είχε πρόσβαση σε βιβλιογραφία που εμείς αγνοούμε), ο Ερατοσθένης, ο Αριστοφάνης Βυζάντιος, ο Απολλώνιος ο Ειδογράφος, ο Αρίσταρχος κ.α. Οι διευθυντές αυτοί διέθεταν, φυσικά, πολυάριθμο ειδικευμένο προσωπικό, όπως διαλογείς, γραμματείς, βιβλιοθηκάριους, συντηρητές αντιγραφείς, κλητήρες. Στην είσοδο της βιβλιοθήκης υπήρχε η επιγραφή:



ΨΥΧΗΣ ΙΑΤΡΕΙΟΝ 



    Έτσι ιδρύθηκε και λειτούργησε αυτή η βιβλιοθήκη, που δεν έπαυσε ποτέ να χαρακτηρίζεται ως θαύμα. Ακόμη και σήμερα, στις μέρες μας, στον καιρό της παρακμής που βιώνουμε και του «πολιτισμού» των Τραπεζών και των μνημονίων, ξένοι-κυρίως-συγγραφείς και δημοσιογράφοι αναφέρονται σταθερά, με δέος και θαυμασμό, στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Η βιβλιοθήκη ήταν πραγματικό Επιστημονικό Κέντρο, από όπου πέρασαν και δημιούργησαν και ανέπτυξαν την ελληνική γνώσι, θεμελιώνοντας τη σημερινό πολιτισμό, ονόματα διάσημα όπως ο Ευκλείδης (Ευκλείδεια Γεωμετρία), ο μαθηματικός Διόφαντος, η φιλόσοφος, αστρονόμος, μαθηματικός Υπατία, ο Ήρων ο Αλεξανδρινός, γαιωδέτης, εφευρέτης, μηχανικός, ο Ησύχιος (συγγραφέας του περίφημου λεξικού), οι μαθηματικοί Μενέλαος, Πάππος, Διονύσιος, οι φιλόσοφοι Αρίστων, Πλωτίνος, ο περίφημος ποιητής Άρατος ο Σολεύς και πολλοί άλλοι.

    Εκτός από τη συστηματική, συνεχή, αργή δολιοφθορά, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας καταστράφηκε μετά από τρία, κυρίως, ύπουλα και μεθοδευμένα χτυπήματα που καταδίκαζαν στο θάνατο διά της φωτιά τη γνώση.

    Τρεις περίπου αιώνες μετά την ίδρυσή της, επί Ιουλίου Καίσαρα, η βιβλιοθήκη δέχτηκε το πρώτο μεγάλο χτύπημα. Οι συνθήκες παραμένουν ουσιαστικά αδιευκρίνιστες. Ο Lionel Casson, καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ν. Υόρκης, έχοντας ασχοληθεί επισταμένως  με το θέμα, τοποθετεί την πρώτη αυτή μερική καταστροφή, το 48 π.Χ., όταν ο όχλος της Αλεξάνδρειας ξεσηκώθηκε ενάντια στους Ρωμαίους, και η αναταραχή ξέσπασε με βιαιοπραγίες. Ο Ιούλιος Καίσαρας βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση, οχυρώθηκε στο λιμάνι, έβαλε φωτιά που εξαπλώθηκε και κατάστρεψε τη μεγάλη βιβλιοθήκη. Ο Δίων ο Κάσσιος όμως δέχεται ότι καήκαν μόνον όσα βιβλία ήταν αποθηκευμένα στο Ναύσταθμο (μερικές δεκάδες χιλιάδες) προκειμένου να μεταφερθούν, προφανώς στη Ρώμη. Δεν παραδέχεται επ’ ουδενί ότι οι Ρωμαίοι θα κατέστρεφαν

προσχεδιασμένα αυτά που υπήρχαν στη βιβλιοθήκη.          

    Ο Πλούταρχος γράφει ότι ο Ιούλιος Καίσαρας, βλέποντας να κινδυνεύει ο στόλος του, αναγκάσθηκε με φωτιά να απωθήσει τον κίνδυνο. Ο Ιταλός καθηγητής Λουτσιάνο Κάμφορα, επικαλούμενος το Δίωνα Κάσσιο, τον Ορόσιο και το Λουκιανό, δέχεται ότι τη στιγμή του εμπρησμού, περίπου 40.000 κύλινδροι αρίστης ποιότητας βρίσκονταν στις λιμενικές εγκαταστάσεις. Όμως η βασιλική βιβλιοθήκη παρέμεινε άθικτη. Η απώλεια υπήρξε μερική. Αρνείται δε κατηγορηματικά ότι οι Ρωμαίοι μπορεί να κατέστρεψαν προσχεδιασμένα και εν ψυχρώ, βιβλία. Τελικά, μέχρι που επεκτάθηκε η πυρκαγιά, πόσα έκαψε, παραμένει άγνωστο. Οι Ρωμαίοι, λάτρες και μιμητές της ελληνικής γραμματείας διατήρησαν τη λαμπρή βιβλιοθήκη, τη μεγάλωσαν, την ανέπτυξαν, προσθέτοντας μάλιστα την περίφημη Κλαυδιανή πτέρυγα.

    Ο W. Durant δεν παραλείπει να τονίζει ότι η ελληνική νομοθεσία είναι η βάση του Ρωμαϊκού Δικαίου, το οποίο με τη σειρά του αποτέλεσε το νομικό θεμέλιο της Δυτικής κοινωνίας.

    Εν τω μεταξύ, υπάρχει και μια άλλη πληροφορία που δεν είναι δυνατό βέβαια να διασταυρωθεί πλήρως, όμως υπάρχει, διότι την αναφέρει ο Ευτρόπιος: « Ο Σεπτήμιος Σεβήρος, το Β΄ αιώνα μ.Χ., όταν ήλθε στην Αίγυπτο, σήκωσε όλα τα βιβλία από τους ναούς και τα μετέφερε στον τάφο του Μ. Αλεξάνδρου όπου τα ασφάλισε ώστε να μη δει στο εξής μήτε τα βιβλία, μήτε το σώμα του Αλέξανδρου.

    Άλλη επιμέρους καταστροφή είχαμε το 270 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού, ο οποίος θέλοντας να καταπνίξει την εξέγερση της Παλμύρας έδωσε σκληρές μάχες στην Αλεξάνδρεια. Τότε ισοπεδώθηκαν τα ανάκτορα και μάλλον ένα ακόμη μέρος της βιβλιοθήκης. Η βιβλιοθήκη όμως στο σύνολό της διατηρήθηκε, αποκαταστάθηκε και αυξήθηκε εκ νέου. Και η Αλεξάνδρεια συνέχισε να φωτίζει τον κόσμο, τους ναυτιλομένους με το Φάρο της και το πολιτισμό με τη βιβλιοθήκη της.

    Το δεύτερο μεγάλο χτύπημα υπήρξε καθαρά μεθοδευμένο, επίσημο, κατόπιν σχεδίου. Κατ’ εντολή. Το 390 μ.Χ. κατεδαφίσθηκε το Σεραπείον από τον Πατριάρχη Αλεξάνδρειας Θεόφιλο, ο οποίος εφάρμοσε με ζήλο το διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου κατά των Ελλήνων. Η βιβλιοθήκη του Σεραπείου αφανίσθηκε μαζί με το ναό. Ο Λουτσιάνο Κάμφορα δε δέχεται ότι το έγκλημα διαπράχθηκε από στρατιώτες. Αποδίδει ευθύνες τόσο στον ανατολικό όσο και στο χριστιανικό φανατισμό. Κατά το σύγχρονο της καταστροφής Ευνάπιο, το Σεραπείο, τα αγάλματα, καταστράφηκαν από τον όχλο και τα αναθήματα κλάπηκαν, κανείς δε γνωρίζει που να βρίσκονται που να  σήμερα.

    Τελικά, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας καταστράφηκε οριστικά το 641μ.Χ. από τον Εμίρη Άμρ ίμπν Άλς, επειδή περιείχε άχρηστα προς τη σοφία του Κορανίου! Τα βιβλία που περιείχαν τη σοφία του κόσμου διοχετεύθηκαν στα 4.000 δημόσια λουτρά της Αλεξάνδρειας για να χρησιμοποιηθούν σαν καύσιμη ύλη. Απαιτήθηκαν έξη ολόκληροι μήνες για να καεί όλο εκείνο το «υλικό»!

    Η καταστροφή αυτή υπήρξε τόσο απροκάλυπτα και τρομακτικά βάρβαρη, ώστε αξίζει να παραθέσουμε αρκετές από τις σχετικές μαρτυρίες και αναφορές, για να γίνει πιστευτό το απίστευτης βαρβαρότητας έγκλημα.

    «Συναγωνισμός τερατώδης συνήφθη, κατά την σύλλησιν της χώρας μας, μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών», σχολιάζει ο Σπυρ. Ζαμπέλιος. Ενώ ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς καταγγέλλει: «Με προτροπή των Εβραίων Βενιαμίν και Μπουκάλα , ο Άμρ ίμπν αλ Άλς επυρπόλησε την Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας».  

    Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος γράφει: «Ο Αμρού, εκ διαταγής του καλίφου Ομάρ, επυρπόλησε την περίφημον της πόλεως εκείνης βιβλιοθήκην. Σημειωτέον ότι πολύ μέρος αυτής είχε προ καιρού πυρποληθή επί των επανειλημμένων συμφορών, όσας επηγαγον εις την Αλεξάνδρειαν αι μεταξύ χριστιανών και εθνικών διενέξεις».

    Ο δε W. Durant, στην «Παγκόσμια Ιστορία Πολιτισμού», αναφέρει: «Λέγεται ότι ο χαλίφης Ομάρ, όταν τον ηρώτησαν τι θα έπρατταν με την Βιβλιοθήκην της Αλεξανδρείας απήντησε: Αν τα βιβλία της περιέχουν τίποτε αντίθετον προς το Κοράνιον, είναι διαβολικά και πρέπει να καούν. Αν περιέχουν ό,τι το Κοράνιον διδάσκει, είναι άχρηστα».   

    Ο σύγχρονος Αιγύπτιος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Καΐρου Μουσταφά ελ Αμπαντί, στο βιβλίο του «Η Αρχαία Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας», δεν παραλείπει να καταθέσει: «Ο Άμρ έσπευσε ν’ απευθύνει προς τον χαλίφη Ομάρ επιστολή, όπου εξέθετε το αίτημά του, στο οποίο δόθηκε η εξής απάντηση: Όσον αφορά τα βιβλία που αναφέρετε, αν το περιεχόμενό τους δεν αντιτίθεται προς το περιεχόμενο του Ιερού μας Βιβλίου, μας είναι άχρηστα, εάν αντιτίθεται είναι ανεπιθύμητα. Συνεπώς, να τα καταστρέψετε. Ύστερα απ’ αυτό, ο Άμρ διέταξε να χρησιμοποιηθούν τα βιβλία για θέρμανση των λουτρών της Αλεξανδρείας, ως καύσιμα. Χρειάσθηκαν έξι ολόκληροι μήνες ώσπου να ολοκληρωθή η καταστροφή τους. Ακούστε τα αυτά και θαυμάστε!».

    Άρα δεν είναι καθόλου τυχαίος ο κλασικός διαχωρισμός: «Έλληνες και βάρβαροι». Όμως η Αλεξάνδρεια, η πόλη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν έχασε ποτέ την αίγλη της, ούτε το όνομά της, ούτε και τη φήμη, της εκπληκτικής της Βιβλιοθήκης.

    Ανταγωνιστική της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας υπήρξε η Βιβλιοθήκη της Περγάμου. Τα θεμέλιά της ετέθησαν από τον Άτταλο Α΄, το 241 π.Χ. και συνεχίσθηκαν από το γιό του Ευμένη τον Β΄ (221-159), ο οποίος έκτισε και στην Αθήνα την περίφημη Στοά (του Ευμένους) πλησίον του Διονυσιακού θεάτρου. Το κτήριο της βιβλιοθήκης της Περγάμου ήταν τμήμα του μεγάλου ιερού τεμένους της θεάς Αθηνά Πολιάδος.

    O W. Durant, την χαρακτηρίζει άξια να συγκριθεί με τη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας και επισημαίνει ότι χάριν της βιβλιοθήκης αυτής η Πέργαμος κατέστη περί το τέλος της Ελληνιστικής περιόδου, το κέντρο μιας καθαρολόγου σχολής της ελληνικής λογοτεχνίας.

    Στην Πέργαμο, ως υλικό γραφής αντί του παπύρου, χρησιμοποιήθηκαν κατεργασμένα δέρματα, οι περίφημες περγαμηνές.

    Ο Λάιονελ Κάσσον χαρακτηρίζει τη βιβλιοθήκη της Περγάμου ως αντίζηλο της Αλεξάνδρειας και αφηγείται ότι επί Ρωμαιοκρατίας πέρασε στον έλεγχο των Ρωμαίων, ο δε Μάρκος Αντώνιος χάρισε 200.000 τόμους στην αγαπημένη του Κλεοπάτρα. Επί αυτοκράτορα Αδριανού η βιβλιοθήκη επεκτάθηκε ενώ αργότερα μία γενναιόδωρη αρχόντισσα, η Φλαβία Μελιτίνη, πρόσθεσε και τρίτη επέκταση.

    Πως αφανίσθηκε η βιβλιοθήκη της Περγάμου; Το  Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ηλίου αναφέρει για αφαίρεση ή μάλλον κλοπή της βιβλιοθήκης. Η Πέργαμος υπέστη επιδρομή των Αράβων (επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας), οι οποίοι κατέστρεψαν την πόλη. Κατά δε την επιδρομή του Μογγόλου Ταμερλάνου (1401μ.Χ.) ισοπεδώθηκε, ερημώθηκε από κατοίκους και λεηλατήθηκαν τα πάντα.

    Ανταγωνιστική της Περγάμου, υπήρξε η βιβλιοθήκη της Εφέσου, όπου και ο περιώνυμος Ναός της Εφεσίας Αρτέμιδος, ένα από τα 7 θαύματα του κόσμου. Η Έφεσος αρχαιότατη ελληνική αποικία, ονομάσθηκε κατά τον Β΄ μ.Χ. αιώνα «πρώτη και μέγιστη μητρόπολη της Ασίας». Από την Έφεσο καταγόταν και ο σοφός Ηράκλειτος του οποίου το μεγάλο έργο, αρχειοθετημένο μέσα στο Ναό, καταστράφηκε. Διασώθηκαν μόνον εκατόν περίπου μεμονωμένες ρήσεις του, τις οποίες η Επιστήμη επικαλείται μέχρι

σήμερα. Πολύ αργότερα, οι Γότθοι θα αποτελειώσουν το έργο της καταστροφής, λεηλατώντας και πυρπολώντας την Έφεσο και το μεγάλο Ναό της Αρτέμιδος. Αργότερα, Αυστριακοί αρχαιολόγοι κατέσκαψαν τα λείψανα της περίτεχνης δημοτικής βιβλιοθήκης όπως αναφέρει ο W. Durant.

    Υπήρξαν και στην Έφεσο θρησκευτικές συγκρούσεις μεταξύ φανατικών χριστιανών και εθνικών κατοίκων της πόλης. Κατά τη διάρκεια αυτών των θρησκευτικών συγκρούσεων δόθηκε η χαριστική βολή στη βιβλιοθήκη της Εφέσου. Αργότερα επί Κέλσου, επικούρειου φιλόσοφου (τέλος Β΄ μ.Χ. αιώνα) ιδρύθηκε εκ νέου, μια μικρότερη της αρχικής, βιβλιοθήκη που έφερε το όνομά του.

    Η Έφεσος σήμερα είναι μια απέραντη νεκρόπολη, ερειπωμένη πόλη, όπου μπορεί κανείς ακολουθώντας την αρχαία ρυμοτομία να περιηγηθεί επί ώρες, θαυμάζοντας τα ερείπια των οικοδομημάτων της.

    Πολλά από τα πολύ αρχαία βιβλία της βιβλιοθήκης είχε προλάβει να μεταφέρει στη Ρώμη (από όπου αργότερα διεσπάρησαν στη Δύση) ο Λούκουλλος, ο ονομαστός όχι μόνο από τα γεύματά του, αλλά και για τον πλούτο της ιδιωτικής του βιβλιοθήκης, καθώς και για τη λατρεία του προς την αρχαία γραμματεία.

    Τελικά, το 1404 η Έφεσος πυρπολήθηκε και καταστράφηκε από τους Τούρκους. Η ίδια πάντοτε ιστορία. Οι Έλληνες υψώνουν καλλιτεχνήματα, συγγράφουν βιβλία, δημιουργούν και κτίζουν, και οι βάρβαροι καταστρέφουν και γκρεμίζουν.

    Κάπως έτσι χάσαμε και τη βιβλιοθήκη της Αντιόχειας.

    Γράφει ο Λάιονελ Κάσσον: «Στην πρωτεύουσα των Σελευκιδών την Αντιόχεια, υπήρχε οπωσδήποτε βιβλιοθήκη επί Αντίοχου Γ΄ (222-187), ίσως και νωρίτερα. Αρκετά σημαντική μάλιστα ώστε να δελεάσει τον Ευφορίωνα, διάσημο λόγιο και ποιητή, να δεχθεί την πρόταση του Αντίοχου και να γίνει προϊστάμενός της».   

    Η Αντιόχεια είχε χτιστεί από το στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου Αντίοχο. Ο Ιούλιος Καίσαρας την ευνόησε, ενώ ο Ρωμαίος Φλάβιος Ιοβιανός που ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας το 363 μ.Χ. μετά τη δολοφονία του Ιουλιανού του Παραβάτη, κατήργησε το διάταγμα του Ιουλιανού που προστάτευε την εθνική θρησκεία και έκαψε τα βιβλία. Τελικά η Αντιόχεια έπεσε στα χέρια των φανατικών Αράβων το 638 μ.Χ., ενώ καταστράφηκε πάλι από τους Τούρκους το 1268 μ.Χ.

    Ονομαστή υπήρξε και η βιβλιοθήκη της Αλικαρνασσού, η οποία περιείχε αποκλειστικά ελληνικά έργα. Κτίσθηκε από τους Τροιζηνίους και αποικίσθηκε από Ίωνες και Δωριείς, γέννησε δε τον Ηρόδοτο τον πατέρα της ιστορίας. Υπήρξε ανέκαθεν αξιόλογο εμπορικό κέντρο που γρήγορα εξελίχθηκε και σε πνευματικό. Περιέπεσε όμως και αυτή σε θρησκευτικούς, κυρίως μονοφυσιτικούς πολέμους, δέχθηκε επιδρομές Αράβων και λεηλατήθηκε κατ’ εξακολούθηση. Το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ήλιου επισημαίνει ότι ο Άγγλος Νιούτον κατέσκαψε αυτήν και μετέφερε τα αρχαιολογικά ευρήματα στη Βρετανία. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως αγάλματα και έργα τέχνης που κοσμούσαν τους διαδρόμους της βιβλιοθήκης και τους κήπους, πάπυροι πρωτότυποι, διάφορα αντίγραφα, σχόλια των αρχαίων σχολιογράφων, επεξηγηματικές πληροφορίες κ.α. Τελικά, τόσο η Δύση όσο και η Ανατολή ήσαν γεμάτες από αυτήν την Ελληνική επινόηση, που η Ελληνική γλώσσα ονόμασε βιβλιοθήκη.

    Εκτός από τις βιβλιοθήκες που προαναφέραμε, κατά τους ιστορικούς και κλασικούς χρόνους, ονομαστές βιβλιοθήκες υπήρξαν: του Πεισίστρατου στην Αθήνα, για δημόσια χρήση, των Δελφών, της Ολυμπίας, της Επιδαύρου, της Ελευσίνας, του Άργους, των Θηβών, του Πολυκράτη της Σάμου, του Κύπριου Νικοκράτη, του Περσέα της

Μακεδονίας, της Πάτρας, της Κορίνθου, του Πειραιά, του άρχοντα της Αθήνας Ευκλείδη, αργότερα του εξελληνισμένου Ρωμαίου Αδριανού, του Τραϊανού κ.α.

    Προς χάρη της δημόσιας βιβλιοθήκης των Αθηνών, ο Πεισίστρατος φρόντισε να συγκεντρώσει τις διάσπαρτες ανά την Ελλάδα τις ήδη γραπτές ραψωδίες του Ομήρου και να τις εκδώσει όλες μαζί σε νέα επίσημη έκδοση. Τη βιβλιοθήκη του Πεισίστρατου με τα πρωτότυπα χειρόγραφα όχι μόνον του Ομήρου αλλά και άλλων μεγάλων ποιητών, ιστορικών, τραγικών, άρπαξε και μετακόμισε στην Περσία ο Ξέρξης όταν μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών το 480 π.Χ., και πριν από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνος το 479 π.Χ. είχε καταλάβει και καταστρέψει την Αθήνα. Μερικά από αυτά που αρπάχθηκαν, επανάφερε στην Αθήνα γύρω στο 300 π.Χ. ο Σέλευκος ο Νικάτωρ ένας από τους στρατηγούς του Μ. Αλεξάνδρου. Τα περισσότερα όμως έχουν χαθεί για πάντα. Όσα διασώθηκαν θα παραμείνουν και θα τοποθετηθούν αργότερα σε δύο νεότερες βιβλιοθήκες, της Αγοράς και του φιλέλληνα Ρωμαίου Αδριανού, αλλά και του Τραϊανού. Και αυτές όμως αφανίσθηκαν, από τους περαστικούς βάρβαρους που έκαναν κατά καιρούς τον περίπατό τους στην Αθήνα, αλλά και από βάρβαρους Ρωμαίους που δεν διέθεταν την ποιότητα του Αδριανού. Όπως αφανίσθηκαν και οι άλλες αθηναϊκές βιβλιοθήκες, μεταγενέστερες ή προγενέστερες αυτής του Πεισίστρατου, που δεν έχουν αφήσει το παραμικρό δείγμα πίσω τους παρά μόνο το όνομά τους όπως π.χ. η βιβλιοθήκη του άρχοντος των Αθηνών Ευκλείδου, τέλος Ε΄ αιώνος π.Χ. Πολλά από τα ελληνικά βιβλία θα αποθηκευτούν αργότερα, από τους Άραβες στη βιβλιοθήκη της Βαγδάτης. Κατά την καταστροφή της Βαγδάτης από τους Ασσασίνους και τον ηγέτη τους Αλ Γκαζάλι, καίγεται και η γεμάτη ελληνική σοφία βιβλιοθήκη.

    Σπουδαία και ονομαστή υπήρξε και η βιβλιοθήκη των Δελφών. Ο Πλούταρχος (50-120 μ.Χ.) ο οποίος χρημάτισε εκεί ιερεύς επί είκοσι συναπτά έτη, αναμφίβολα χρησιμοποίησε την απέραντη αυτή βιβλιοθήκη προκειμένου να συγγράψει το τόσο πλούσιο έργο του (Βίοι παράλληλοι, Ηθικά κ.α.). Ο Γουίλιαμ Γκόλντινγκ (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1983) αναφέρεται διεξοδικά στη βιβλιοθήκη των Δελφών, στο βιβλίο του «Η διπλή γλώσσα» και πιστεύει ότι η βιβλιοθήκη των Δελφών υπήρξε κάτι σαν Εθνική Βιβλιοθήκη ολόκληρης της Ελλάδος, όπου ο κάθε συγγραφέας έπρεπε απαραίτητα να καταθέσει ένα αντίτυπο του έργου του. Όταν ο Νέρων, μέσα στον παροξυσμό, του φιλελληνισμού του λεηλατούσε την Ελλάδα, από τους Δελφούς αποκόμισε 700 αγάλματα και άγνωστο αριθμό βιβλίων. Οι Δελφοί, και η βιβλιοθήκη των Δελφών, καταστράφηκαν ολοσχερώς από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το «Μεγάλο» με το διάταγμά του «Ες έδαφος φέρειν άπαντα τα των Ελλήνων». Κατά παρόμοιον τρόπο καταστράφηκε και ο ιερός τόπος της Ελευσίνας, μαζί με το τελεστήριο, τα αρχεία και τα βιβλία.

    Φημισμένη υπήρξε και η Κόρινθος. Τόσο για τους μεγαλοπρεπείς Ναούς της, τα διάφορα αριστουργηματικά έργα τέχνης (γλυπτά, πίνακες ζωγραφικής), όσο και για τη βιβλιοθήκη της, η οποία υπήρξε τόσο παλαιά ώστε αγνοείται η χρονολογία ιδρύσεώς της.

    Η Κόρινθος υπέστη αλλεπάλληλες καταστροφές, με μεγαλύτερη και κυριότερη την καταστροφή του 146 μ.Χ., όταν ο στρατηγός Διαίος της Αχαϊκής Συμπολιτείας ηττήθηκε από το Ρωμαίο Μόμμιο. Η Εγκυκλοπαίδεια Δομή περιγράφει παραστατικά: «Τα στρατεύματα του Μομμμίου κυριολεκτικά την κατασκάπτουν-την Κόρινθο-, οι άνδρες σφαγιάζονται, τα γυναικόπαιδα πωλούνται ως δούλοι, οι θησαυροί μεταφέρονται στη Ρώμη για κοσμήσουν τον θρίαμβο του Μομμίου, και η φωτιά αποτελειώνει το έργο της καταστροφής». Η Κόρινθος θα μείνει ερημωμένη από το 146 π.Χ. έως το 44 π.Χ., οπότε ο

Ιούλιος Καίσαρας κτίζει επί των ερειπίων τη νέα Κόρινθο, όπου ο Νέρων το 67 μ.Χ. θα κηρύξει την ελευθερία των Ελληνικών πόλεων. Η καταστροφή όμως θα επαναληφθεί με την πτώση του ρωμαϊκού κράτους, από τις αλλεπάλληλες επιδρομές των Γότθων και των Ερούλων.

    Πριν την καταστροφή της Κορίνθου, κατά τον ίδιο τρόπο, είχε αφανισθεί από τους Ρωμαίους και η σπουδαία βιβλιοθήκη του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα, μετά την ήττα του από τον Αιμίλιο Παύλο το 168 π.Χ. Η βιβλιοθήκη του Περσέα ήταν ονομαστή όχι τόσο για το πλήθος των βιβλίων, όσο για το ότι περιείχε τα αρχαιότερα, προκλασικά έργα. Ο Αιμίλιος Παύλος παρέδωσε στο κοινό θησαυροφυλάκιο τους θησαυρούς που είχε αρπάξει, τα βιβλία όμως τα κράτησε για τον εαυτό του. Άγνωστη η μετέπειτα τύχη τους. Άγνωστον επίσης παραμένει το τι απέγιναν τα βιβλία του Δημοσθένη.

    Όπως δεν υπήρχε Γυμνάσιο και Ασκληπιείο που να μη διαθέτει βιβλιοθήκη, έτσι ακριβώς δεν υπήρχε ελληνική πόλη που να μη διαθέτει την τοπική της βιβλιοθήκη. Όλες αυτές οι βιβλιοθήκες ακολούθησαν την κοινή μοίρα. Έτσι, πάει και η βιβλιοθήκη της Πάτρας. Πάει και η βιβλιοθήκη της Επιδαύρου, της Σπάρτης, της Δήλου, που τις γνωρίζουμε κυρίως από διασωθείσες επιγραφές. Πάει και η βιβλιοθήκη του Πειραιά όταν ο Σύλλας τον κατάστρεψε. Ομοίως αφανίσθηκαν και οι βιβλιοθήκες της νησιώτικης Ελλάδος, όπως της Κω, της Ρόδου, της Σάμου, της Κνωσού της Κύπρου όπου ομοίως έχουν βρεθεί σχετικές ως προς την ανέγερση και διατήρησή τους, επιγραφές. Τα βιβλία είτε έγιναν, κυριολεκτικά, καπνός, είτε έκαναν φτερά.       

      Εκτός από τις μεγάλες Δημόσιες βιβλιοθήκες, σπουδαίες ιδιωτικές βιβλιοθήκες κατείχαν πολλοί Έλληνες, μεταξύ των οποίων ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος, ο Νηλέας, ο Επίκουρος, ο Ευριπίδης, ο Νικοκράτης και άλλοι. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο εξ Αγρινίου λόγιος Στάικος, οι ιδιωτικές βιβλιοθήκες στην Αθήνα ήσαν όσοι και οι Αθηναίοι. Οι Αθηναίοι αγόραζαν μετά μανίας βιβλία. Ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς γράφει ότι οι βιβλιοπώλες τριγύριζαν στην Αγορά έχοντας προς πώληση πελώρια δέματα βιβλίων. Ο Πλάτων θαυμαζόταν όχι μόνο για την βιβλιοθήκη της Σχολής του, της Ακαδημίας, αλλά και για την ιδιωτική του βιβλιοθήκη. Αναφέρεται από το Διογένη Λαέρτιο, ότι είχε προμηθευτεί από τη Σικελία έναντι πολύ μεγάλου ποσού όλα τα συγγράμματα του φιλόσοφου Φιλολάου. Το Μουσείο της Πλατωνικής Ακαδημίας ήταν το επιστημονικό κέντρο ερευνών της εποχής.

    Περισσότερο όμως και από τη βιβλιοθήκη του Πλάτωνος, ιστορική έχει μείνει η βιβλιοθήκη του Αριστοτέλη, όχι μόνο για την πληθώρα των βιβλίων, όσο για τις μυθιστορηματικού τύπου περιπέτειές της. Ο Αριστοτέλης είχε κληροδοτήσει τη Σχολή του, το Λύκειο, και την ονομαστή σε αυτό βιβλιοθήκη στο Θεόφραστο, τον καλλίτερο μαθητή του. Ο Θεόφραστος ονομαζόταν Τύρταμος, τον αποκάλεσε όμως Θεόφραστο ο Αριστοτέλης λόγω της γλαφυρότητας της γραφής του και το χάρισμα του λόγου του. Ο Θεόφραστος με τη σειρά του κληροδότησε τη βιβλιοθήκη στο Νηλέα, συμμαθητή του αρχικά, μαθητή του κατόπιν. Ο Νηλέας μετέφερε τα βιβλία στην πατρίδα του Σκήψη (πλησίον στην Τρωάδα), τα οποία στη συνέχεια κληροδότησε σε απαίδευτους ανθρώπους, όπως γράφει ο Γεώργ. Μιστριώτης, επικαλούμενος τον Στράβωνα αλλά και τον Πλούταρχο. Οι άνθρωποι αυτοί τα έκρυψαν σε κάποια υπόγεια στοά, όπου λόγω της υγρασίας υπέστησαν φθορά όπου και παρέμειναν μέχρις ότου τα αγόρασε ένας βιβλιόφιλος Αθηναίος ονόματι Απελλικών καταβάλλοντας σημαντικό ποσό, και τα μετέφερε στην Αθήνα από όπου ο Σύλλας τα άρπαξε μεταφέροντάς τα στη Ρώμη. Μετά

το θάνατο του Σύλλα, τα βιβλία περιήλθαν στο γιο του Φαύστο, παντελώς αδιάφορο γι’ αυτά. Έκτοτε αγνοείται η τύχη τους. Έχει υπολογισθεί ότι τα έργα του Αριστοτέλη ανέρχονταν σε 400 βιβλία. Διασώθηκαν τα 48.



Πηγή: Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου, «Η καταστροφή των Ελληνικών Βιβλιοθηκών».