Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Δημήτρης Λιαντίνης: Να γελάς όταν τα πράγματα γίνονται απότομα σοβαρά.

Κανείς δεν είναι πλούσιος αν είναι άκληρος και καμία δεν είναι ωραία όταν είναι ανόητη και κανένας δεν είναι χαρούμενος όταν είναι κακός.
Να ζεις με πλήθουσα γύρω σου τη σιωπή και τα λόγια σου, όταν χρειάζουνται, να πέφτουν μετρημένα σαν τις καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής…
Να γελάς όταν τα πράγματα γίνονται απότομα σοβαρά και στο βουβό σχήμα των προσώπων γράφεται μια πολύ μακρινή προσδοκία. Έτσι που να φαίνεται ότι υπάρχει το βάθος. Και να θλίβεσαι, όταν το γελοίο διατρέχοντας όλα τα στάδια έκφρασής του, φτάνει στο αδιέξοδο: ντρέπεται δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό του.
Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από ένα βιβλίο. Ακόμη και όταν το τελευταίο είναι οι Ωδές του Κάλβου. Κι αν δεις ένα μικρό μυρμήγκι να τραβάει στη δουλειά του, είναι χρήσιμο να συλλογιστείς ότι το έργο που κάνει δεν είναι μικρότερο από μια σπουδαία αγόρευση του μεγάλου Βενιζέλου στη Βουλή.
Πάντα να τρως την ώρα που λησμόνησες πως πεινάς.
Γεννιόμαστε μέσα στην υποκρισία, μεγαλώνουμε μαζί της, την σπουδάζουμε με ζήλο, την διδάσκουμε με φανατισμό. Και όταν πεθαίνουμε, την αφήνουμε τρίτη Διαθήκη στα παιδιά μας.
Ο προσωκρατικός αιώνας, είναι η αψηλότερη στιγμή της ανθρώπινης συνείδησης.

Όταν κοιτάζεις τα βουνά -τον Ταύγετο, τον Ακροκόρινθο, το Δρίσκο- και κουβεντολογάς μαζί τους, να μην απορείς που δεν σου αποκρίνονται. Η σιωπή τους είναι τα λόγια όλων εκείνων που τα κοίταξαν πριν από σένα.
Από την κλασσική Ελλάδα οι άνθρωποι πήραν όσα δεν κατάλαβαν.
Εάν o ευρωπαϊκός μηδενισμός σημαίνει την άρνηση και την παρακμή, τον εκφυλισμό, τη σήψη, τη φθορά, και την απαισιοδοξία, το πνεύμα του Νίτσε είναι σε όλα αυτά το ακριβώς αντί­θετο. Το γεγονός ότι του φόρτωσαν ο,τι ακριβώς δεν έχει, και ο,τι καταμήνυσε στους άλλους, πηγάζει από την ψυχολογία του κλέφτη, που φωνάζει για να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
Κανένας σοβαρός μελετητής του κλασικού κόσμου δεν θά ‘χε να δείξει κάποιον άνθρωπο ή λαό που κλείστηκε στον λαβύρινθο της απελπισίας και πάλεψε τον Μινώταυρο του ανθρώπινου πόνου, ηρωικότερα και σεμνότερα από τους Έλληνες.
Οι πλούσιοι ποτέ δεν ρωτούν, αν αξίζουν εκείνο που κατέχουν. Οι πένηντες ποτέ δεν στοχάζουνται, τι είναι εκείνο που ζητούν.
Η εικόνα της ταφής ενός ακαδημαϊκού με στεφάνια, επικήδειους, βιβλία συλλυπητηρίων κλπ, είναι διαφορετική από την εικόνα μιας μανιάτισσας που μοιρολογεί τον άντρα της. Η ευαισθησία του λαού είναι άλλο πράγμα από την υπεροψία των διανοουμένων.
Χωρίς λίγη ανταρσία στο αίσθημα, λίγη τρέλα στο μυαλό, λίγον ίλιγγον που φέρνουν τα κοφτερά βράχια και τα φωτερά μετέωρα, χωρίς κάποιους οραματικούς σπασμούς και μερικές ενδείξεις μοναχικού παραμιλητού, δεν είναι εύκολο να ξεμακρύνει κανείς από την πεπατημένη.
Όταν δεν υπάρχει γύρω μας τίποτα το αληθινό, πως να υποψιαστούμε ότι όλα είναι ψεύτικα;