Κυριακή 27 Μαΐου 2018

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΟΥΤΟΥΝΤΖΗΣ: Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Τέταρτο μέρος


Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Τέταρτο μέρος


Δημήτρης Τουτουντζής

    Ο Χαϊρεντίν αφού κατόρθωσε να γίνει κυρίαρχος όλης της ακτής πολλά μίλια ανατολικά και δυτικά από το Αλγέρι και να ξαναφτιάξει το στόλο του, ξανάρχισε τις επιθέσεις του αδερφού του εναντίον των καραβιών και των πόλεων των χριστιανών. Όπως προαναφέραμε, ο Χαϊρεντίν με την προσφορά του Αλγεριού στο σουλτάνο, και την δήλωση υποταγής σε αυτόν, άφησε το χαρακτηρισμό του πειρατή και έλαβε αυτόν του κουρσάρου. Η διαφορά του πειρατή από τον κουρσάρο είναι ότι ο μεν πρώτος ενεργεί και εκτελεί τις πειρατείες για λογαριασμό του, ενώ ο δεύτερος τιθέμενος υπό την προστασία κάποιου κράτους, πραγματοποιεί πειρατικές επιχειρήσεις και κατακτήσεις για λογαριασμό του ηγεμόνα του. Από τη λεία όμως που συγκεντρώνει, κρατάει μέρος για τον εαυτό του και το υπόλοιπο πάει στον αφέντη του.   
   
    Αυτή τη φορά δεν ήταν πια ένας μεμονωμένος αρχηγός, αλλά ο διοικητής μιας ομάδας στόλων που είχε μαζέψει γύρω του την τρομερότερη συλλογή αρχιπειρατών του κόσμου. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Ντραγκούτ, μουσουλμάνος από τη Ρόδο, ο Σινάν, ο «Εβραίος της Σμύρνης», που τον υποπτεύονταν για μαύρη μαγεία, γιατί έβρισκε τη θέση του στη θάλασσα με τη βοήθεια μιας βαλλίστρας, και ο Αϋντίν, ο αρνησίθρησκος χριστιανός, γνωστός στους Ισπανούς σαν «ο Τρόμος του Διαβόλου» και στους Γάλλους και στους Τούρκους σαν «ο Τρόμος των Ισπανών».
    Κάθε χρόνο, την άνοιξη, όταν έστρωνε ο καιρός, αυτοί οι κύριοι σαλπάριζαν από το Αλγέρι και σκορπίζανε στη δυτική Μεσόγειο. Προτιμούσαν για το κυνήγι τους, τους πολυσύχναστους θαλασσινούς δρόμους στα ανοιχτά της ισπανικής ακτής και των Βαλεαρίδων, μ’ όλο που πότε-πότε, όταν τους δινόταν ευκαιρία, ξανοίγονταν και πέρα από το στενό του Γιβραλτάρ για να αιχμαλωτίσουν κανένα από τα ισπανικά καράβια που κουβαλούσαν θησαυρούς από την Αμερική στο Κάντιθ.
    Αυτή η συνήθεια καθιερώθηκε με τρόπο μονότονο, ώστε δεν άλλαζε παρά μόνο όταν γινόταν καμιά εξαιρετικά θεαματική επιδρομή ή καμιά ακόμα πιο θεαματική σύγκρουση με κανέναν ισπανικό στολίσκο, από εκείνους που στέλνονταν για αντίποινα. Στα 1529, ο Τρόμος του Διαβόλου σάλπαρε για μια τέτοια συνηθισμένη επιχείρηση στις Βαλεαρίδες. Μετά τις συνηθισμένες πρέζες, πληροφορήθηκε πως στην Όλιβα, ένα μικρό λιμάνι της Ισπανίας κοντά στη Βαλέντσια, βρίσκονταν μερικοί «Μορίσκος», δηλαδή Μαυριτανοί σκλάβοι, που ήταν πρόθυμοι να καλοπληρώσουν όποιον θα τους διευκόλυνε για να φύγουν από την Ισπανία.
    Φτάνοντας στ’ ανοιχτά της Όλιβα , ο Τρόμος του Διαβόλου μπαρκάρισε την ίδια νύχτα διακόσιες οικογένειες Μορίσκος και έκανε πανιά για τη νήσο Φορμεντέρα. Μόλις εξαφανίσθηκε ο κουρσάρος, παρουσιάσθηκε ο στρατηγός Πορτούντο στ’ ανοιχτά της Όλιβα με οχτώ ισπανικές γαλέρες και όταν έμαθε τι έγινε, άρχισε το κυνήγι με κατεύθυνση τις Βαλεαρίδες. Ο Τρόμος του Διαβόλου, όταν είδε πως το καράβι του είχε γίνει δυσκολοκυβέρνητο από τους πολλούς πρόσφυγες που μετέφερε, τους ξεμπαρκάρισε στη Φορμεντέρα και ετοιμάστηκε για άνισο αγώνα.
    Τα Ισπανικά καράβια πλησίασαν, οι Αλγερινοί όμως τα είδαν με κατάπληξη να περνούν χωρίς να ρίξουν ούτε έναν πυροβολισμό. Ο Ισπανός είχε αποφύγει να ανοίξει μάχη, γιατί σκόπευε να ζητήσει δέκα χιλιάδες δουκάτα. Φοβήθηκε λοιπόν πως αν
έστελνε μια μπαταριά με τα πανίσχυρα κανόνια του εναντίον του αλγερινού καραβιού θα
2

κινδύνευε να τους πνίξει. Οι κουρσάροι λογαριάζοντας το δισταγμό τους για δειλία,
πέρασαν αμέσως στην επίθεση και λάμνοντας λυσσασμένα όρμισαν σαν αετοί και κύκλωσαν τις οχτώ γαλέρες πριν προφτάσουν οι κατάπληκτοι Ισπανοί να καταλάβουν τι συνέβαινε. Σε λίγα λεπτά ο στρατηγός Πορτούντο είχε σκοτωθεί, εφτά γαλέρες είχαν παραδοθεί και η τελευταία πάλευε με όλες τις δυνάμεις της για να προφτάσει να προφυλαχτεί στην Ίμπιθα λίγα μίλια από εκεί.
    Τότε οι κουρσάροι μπάρκαραν πάλι τις διακόσιες οικογένειες, που είχαν παρακολουθήσει από τις ακτές την πάλη με κάποιο φόβο, και ύστερα, αφού ελευθέρωσαν μερικές εκατοσταριές μουσουλμάνους σκλάβους από τους μπάγκους όπου ήταν αλυσοδεμένοι και τους αντικατέστησαν με τα ισπανικά πληρώματα, γύρισαν στο Αλγέρι, όπου τους υποδέχτηκαν σαν θριαμβευτές.
    Τον ίδιο χρόνο, ο Χαϊρεντίν κατόρθωσε να καταλάβει το ενοχλητικό κάστρο στο νησί Πενόν. Πόσες φορές ο ηγεμόνας του Αλγεριού δεν είχε ρίξει χωρίς επιτυχία εναντίον αυτού του φρουρίου τις δυνάμεις του, κάθε φορά και περισσότερες. Η κατοχή του ήταν σχεδόν ζήτημα ζωής και θανάτου. Χάρη στη θέση του, το κάστρο αυτό μπορούσε να εμποδίζει τα καράβια να μπαίνουν στο λιμάνι χωρίς την άδεια των Ισπανών. Έτσι όλα τα καράβια των κουρσάρων έπρεπε να προσορμίζονται έξω από το λιμάνι, και αυτό δημιουργούσε μεγάλες δυσκολίες.
    Αυτή τη φορά η επίθεση εξαπολύθηκε με πρωτοφανή βιαιότητα και επιμονή. Ύστερα από λυσσασμένο βομβαρδισμό, που κράτησε χωρίς διακοπή δεκάξι μέρες και ισάριθμες νύχτες, μια δύναμή κρούσης από δώδεκα χιλιάδες άντρες όρμισε και ξεκαθάρισε όσους υπερασπιστές του κάστρου είχαν απομείνει και υποχρεώθηκαν να παραδοθούν. Ο γενναίος κυβερνήτης του κάστρου, ο Ντον Μαρτίν ντε Βάργκας, μ’ όλο που το κορμί του ήταν γεμάτο πληγές, εκτελέστηκε με ραβδισμούς μπροστά στον άρχοντα των κουρσάρων. Ο Χαϊρεντίν διέταξε αμέσως να κατεδαφιστεί το κάστρο και άρχισε το χτίσιμο του μεγάλου μόλου που προστατεύει ακόμα το λιμάνι του Αλγεριού. Για να γίνει αυτό το τεράστιο έργο δούλεψαν χιλιάδες χριστιανοί σκλάβοι για δύο χρόνια.
    Οι ατυχίες όμως των Ισπανών  δεν είχαν τελειώσει. Δεκαπέντε μέρες μετά την πτώση του Πενόν, έφτασαν εκεί εννιά μεταγωγικά σκάφη φορτωμένα με στρατό και πολεμοφόδια για να βοηθήσουν τη φρουρά. Χάνοντας το ηθικό της από την εξαφάνιση του κάστρου, η μοίρα έκανε μια δειλή αναγνώριση, όταν οι κουρσάροι, χρησιμοποιώντας τις γαλιότες τους με τα μακριά κουπιά, έπεσαν επάνω της, αιχμαλώτισαν ολόκληρη τη νηοπομπή, σκλάβωσαν δύο χιλιάδες εφτακόσιους χριστιανούς και πήραν σημαντικά αποθέματα πολεμοφόδια, κανόνια και τρόφιμα.
    Ο Μπαρμπαρόσα, μ’ όλο που συνήθως έμενε στην έδρα του επιτελείου του, ανοιγόταν πότε-πότε και ο ίδιος στη θάλασσα. Στα 1534, αφού ναυπήγησε ένα στόλο από εξηνταμία γαλέρες με σχέδια που είχε επινοήσει ο ίδιος, έκανε μια έξοδο για να επιτεθεί στην καρδιά της χριστιανοσύνης. Τραβώντας κατευθείαν από το στενό της Μεσσήνης, έφτασε έξω από το Ρέτζιο, πριν οι κάτοικοι ειδοποιηθούν για την παρουσία του και έπιασε όλα τα καράβια που βρίσκονταν στο λιμάνι καθώς και εκατοσταριές χριστιανούς σκλάβους. Την άλλη μέρα χτύπησε το κάστρο Σάντα Λουτσία, πιάνοντας οχτακόσιους αιχμαλώτους, και ύστερα έκανε μια εξόρμηση προς βοράν, πότε λεηλατώντας και πότε κάνοντας επιθέσεις.
    Από τις διηγήσεις που άκουσε στη διαδρομή του, η γοητεία της Τζούλιας Γκονζάγκας,
3

δούκισσας του Τραζέττο και κοντέσας του Φόντι, τον έσπρωξαν να δοκιμάσει ένα
κατόρθωμα διαφορετικής μορφής. Η νεαρή αυτή χήρα ήταν η πιο φημισμένη ομορφιά της Ιταλίας. Πάνω από διακόσιοι Ιταλοί ποιητές είχαν γράψει στίχους προς τιμήν της και το έμβλημα που στόλιζε το θυρεό της παρίστανε το λουλούδι του έρωτα. Ο κουρσάρος σκέφθηκε πως θα μπορούσε να προσφέρει μια αξιόλογη απόδειξη της αφοσίωσής του προς τον καινούργιο του αφέντη Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή.
    Η κυρά βρισκόταν στο Φόντι. Ο κουρσάρος έσπευσε βιαστικά, τη νύχτα, προς τα εκεί. Το μαντάτο όμως της παρουσίας του προηγήθηκε και η κυρά πρόφτασε να πηδήσει από το κρεβάτι και να τραπεί σε φυγή με το άλογο, ντυμένη με το ελαφρότερο νυχτερινό ρούχο και με τη συνοδεία ενός μόνο υπηρέτη. Κατόρθωσε να ξεφύγει και αργότερα έβαλε και καταδίκασαν τον υπηρέτη της σε θάνατο, υποστηρίζοντας πως είχε δειχτεί υπερβολικά ενοχλητικός στην διάρκεια της απελπισμένης αυτής φυγής.
    Ο Χαϊρεντίν, στεναχωρημένος από τη φυγή του όμορφου δώρου που προόριζε για το σουλτάνο, έκανε στο Φόντι φοβερά αντίποινα, παραδίνοντάς το για τέσσερις ώρες στη διάθεση των αντρών του.
    Ο πραγματικός σκοπός όμως της εκστρατείας του δεν είχε φανερωθεί ακόμα. Ενώ οι αυλές της Ευρώπης εξακολουθούσαν να μιλάνε για τις λεηλασίες του και τις πυρκαγιές που άναβε και στις δύο ακτές της Ιταλίας και για σημαντικά φορτωμένα λάφυρα που έστελνε ταχτικά στην Κωνσταντινούπολη, ο Χαϊρεντίν έβαλε ξαφνικά πλώρη για το νοτιά, πέρασε κάθετα τη Μεσόγειο, μπήκε στο λιμάνι του Τουνεζιού, βομβάρδισε την πόλη και σε μια μέρα έγινε κύριός της. Ο σουλτάνος της Χασάν, ο προστατευόμενος της Ισπανίας, τράπηκε σε φυγή, και έτσι εξαφανίσθηκε η ισορροπία των δυνάμεων από αυτή την εσωτερική θάλασσα. Όχι μόνο η βάση της Ισπανίας στη Βόρεια Αφρική ήταν σχεδόν ολότελα κατεστραμμένη, αλλά και η εξουσία της στην Σικελία κινδύνευε, αφού το νησί αυτό είχε απομονωθεί από τα ανατολικά και τα δυτικά.
    Αυτό ήταν απαράδεκτο. Ο Κάρολος  Ε΄ συγκέντρωσε χωρίς αναβολή ένα τεράστιο στόλο, πάνω από εξακόσια πλοία, στη Βαρκελώνη με κυβερνήτη τον Αντρέα Ντόρια, το μεγαλύτερο ναύαρχο της Ισπανίας, αν και Γενοβέζο στην καταγωγή. Ο στρατός που είχε μπαρκάρει περιλάμβανε Ιταλούς, Γερμανούς καθώς και Ισπανούς. Στο δρόμο το εκστρατευτικό σώμα ενισχύθηκε από μια μοίρα Ιωαννίτες ιππότες, που ήρθαν από τη Μάλτα. Όπως σε όλες σχεδόν τις εκστρατείες αντιποίνων, η σύνθεση των δυνάμεων ακολουθούσε το υπόδειγμα των σταυροφοριών, δηλαδή έπαιρναν μέρος σ’ αυτές κάθε λογής λαοί.
    Ύστερα από σύντομο, αλλά λυσσασμένο βομβαρδισμό, ανοίχτηκε ένα ρήγμα στα τείχη της Λα Γκουλέτ, του κάστρου που προστάτευε την είσοδο του λιμανιού του Τούνεζι και ο ιππότης Κοσσιέ οδήγησε τους Ιωαννίτες ιππότες στην επίθεση, στήνοντας το φλάμπουρο του τάγματος στο εσωτερικό του κάστρου. Ύστερα από άγριο αγώνα σώμα με σώμα, όπου ο Σινάν ο Εβραίος οδήγησε τέσσερις απελπισμένες αντεπιθέσεις, οι Μαυριτανοί αποκρούσθηκαν.
    Ο Μπαρμπαρόσας μπήκε ο ίδιος επικεφαλής ενός στρατού από δέκα χιλιάδες άντρες και προχώρησε για να εμποδίσει τους χριστιανούς να μπουν στην πόλη, Τα στρατεύματά του όμως σκόρπησαν και ο ίδιος με τους δύο στρατηγούς του, το Σινάν και τον Τρόμο του διαβόλου, κατέφυγαν στην Μπον, ένα λιμάνι που βρισκόταν μερικά μίλια μακρύτερα και όπου ο αρχηγός των κουρσάρων, με τη συνηθισμένη προνοητικότητά του, είχε
4

διατάξει το στόλο του να αγκυροβολήσει.
    Στο μεταξύ χιλιάδες χριστιανοί σκλάβοι ξέφυγαν από το κάστρο και ενώθηκαν με τους σωτήρες τους για να λεηλατήσουν την πόλη. Τρεις μέρες συνέχεια ο αυτοκράτορας παρέδωσε την πόλη σε ένα πανηγύρι σφαγής και οργίων, ώσπου τελικά οι χριστιανοί σκλάβοι και οι χριστιανοί στρατιώτες ήρθαν στα χέρια μεταξύ τους για τη μοιρασιά των λαφύρων. Οι ίδιοι οι καθολικοί χρονογράφοι μιλούν με ντροπή γι’ αυτή την υπόθεση,
που θύματά της στάθηκαν όχι οι κουρσάροι, αλλά οι αθώοι κάτοικοι του Τουνεζιού, που ένα χρόνο νωρίτερα ήταν ακόμα φίλοι της Ισπανίας και δεν είχαν δεχτεί την εξουσία του Μπαρμπαρόσα, παρά κάτω από την πίεσή του.
    Ο αυτοκράτορας έκανε μια συμφωνία με το διωγμένο σουλτάνο. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο αυτοκράτορας θα διατηρούσε τη Λα Γκουλέτ και θα έπαιρνε κάθε χρόνο χαράτσι, με την υπόσχεση πως η πειρατεία θα έπαυε ολότελα. Τον Αύγουστο ο Κάρολος έφυγε από το Τούνεζι βάζοντας στον Ντόρια το καθήκον να πιάσει τον Μπαρμπαρόσα ζωντανό ή πεθαμένο. Ο αυτοκράτορας γύρισε στις χώρες του και έγινε δεκτός σαν ήρωας της Ευρώπης, που είχε νικήσει την πληγή της χριστιανοσύνης.
    Οι ποιητές όμως δεν είχαν τελειώσει τους στίχους τους , ούτε οι ζωγράφοι τη ζωγραφική, που με τον τρόπο αυτό υμνούσαν τον Κάρολο, όταν ο Μπαρμπαρόσα ξεκίνησε και πάλι. Φτάνοντας στην Μπον συγκέντρωσε αμέσως τις είκοσι επτά γαλιότες του και μόλις ετοιμάστηκε, σάλπαρε για τη Μινόρκα.
    Σε τρεις μέρες τα καράβια έφτασαν στ’ ανοιχτά της Μινόρκας με ισπανικές σημαίες στα κατάρτια. Οι νησιώτες, που είχαν ακούσει τις φήμες για την επιτυχία του αυτοκράτορα στο Τούνεζι, πίστεψαν πως τα καράβια αυτά ήταν ένα τμήμα της αρμάδας στο δρόμο του γυρισμού και ετοιμάστηκαν να τους υποδεχτούν σαν θριαμβευτές. Τα κανόνια του λιμανιού έριξαν χαιρετιστήριες μπαταριές. Η απάντηση όμως στα άσφαιρα πυρά τους ήταν μια εύστοχη βροχή από οβίδες και σαΐτες. Η πόλη και ο μόλος, όπου βρισκόταν ένα μεγάλο πορτογαλικό καράβι με πλούσιο φορτίο, λεηλατήθηκαν και ο Μπαρμπαρόσας έβαλε πλώρη για την Κωνσταντινούπολη, για να πάει να προσφέρει στο Σουλεϊμάν έξη χιλιάδες αιχμαλώτους σαν αποζημίωση για την προσβολή που του είχε κάνει χάνοντας το Τούνεζι. Ο σουλτάνος δέχτηκε με μεγάλη ευχαρίστηση αυτού του είδους τις εξηγήσεις και διόρισε τον Μπαρμπαρόσα μεγάλο ναύαρχο όλων των οθωμανικών στόλων.
    Τα δύο επόμενα χρόνια ο Ντόρια και ο Μπαρμπαρόσα αλώνιζαν τη θάλασσα, κάνοντας και οι δύο μεγάλες καταστροφές, χωρίς όμως να συναντήσει ο ένας τον άλλο. Στα 1537 ο Ισπανός ναύαρχος νίκησε έναν οθωμανικό στόλο και έπιασε δώδεκα τούρκικες γαλέρες στ’ ανοιχτά της Μεσσήνης. Ο Αλγερινός εκδικήθηκε λεηλατώντας και καίγοντας τις ακτές της Απουλίας. Στη διάρκεια αυτής της επιχείρησης έμαθε πως η Βενετία είχε προσχωρήσει στον ιερό πόλεμο εναντίον του Ισλάμ.. Έβαλε λοιπόν πλώρη για την Κέρκυρα, που ήταν τότε βενετσιάνικη κτήση, και έκανε ντισμπάρκο με είκοσι πέντε χιλιάδες άντρες και τριάντα κανόνια, σε απόσταση μικρότερη από τρία μίλια από το φρούριο. Τέσσερις μέρες αργότερα έλαβε ενίσχυση από είκοσι πέντε πολεμικά. Το μεγαλύτερο κανόνι του κόσμου στήθηκε και άρχισε να ρίχνει για πρώτη φορά. Ήταν ένα κανόνι που έριχνε οβίδες πενήντα λιβρών και πραγματοποίησε το θαυμαστό κατόρθωμα να ρίξει δεκαεννιά φορές σε τρεις μέρες. Η ακρίβεια του τέρατος όμως δεν ήταν αντίστοιχη με το μέγεθός του, αφού δεν πέτυχε το φρούριο παρά μόνο πέντε φορές στη
5

διάρκεια της πολιορκίας, που κράτησε ένα μήνα. Η αντίσταση αποδείχτηκε ισχυρότερη και στις 17 του Σεπτέμβρη ο Σουλεϊμάν ανακάλεσε τους πολιορκητές. Ο Χαϊρεντίν διαμαρτυρήθηκε, αλλά υπάκουσε και τελείωσε αυτή τη φάση των επιχειρήσεων με μια επιδρομή στα βάθη της Αδριατικής, λεηλατώντας και καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Γύρισε κουβαλώντας μαζί του χιλιάδες αιχμαλώτους, που ανάμεσά τους βρίσκονταν μέλη των πιο ευγενικών οικογενειών της Βενετίας. Ο απολογισμός της λείας του αναφέρει τετρακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα, χίλιες κοπέλες και χίλια πεντακόσια αγόρια. Ο Χαϊρεντίν έστειλε σαν δώρο στο σουλτάνο διακόσια αγόρια ντυμένα στην πορφύρα, που το καθένα τους κρατούσε μια κούπα φτιαγμένη από χρυσάφι και ασήμι, διακόσια άλλα που κρατούσαν διαλεχτά υφάσματα και ακόμα τριάντα που προσφέρανε στο σουλτάνο τριάντα καλογεμισμένα πουγκιά.
    Το καλοκαίρι του 1538 ο Χαϊρεντίν βρισκόταν πάλι στη θάλασσα, όταν πήρε μαντάτο πως ο εχθρός του αρμένιζε στην Αδριατική. Ο στόλος του Ντόρια, ενισχυμένος τότε από τους στόλους της Βενετίας και του Πάπα, ήταν ο πιο φοβερός που στάλθηκε ποτέ για να κυνηγήσει τους κουρσάρους. Ο Χαϊρεντίν, επιθεωρώντας με μια ματιά τα εκατόν πενήντα πολεμικά του καράβια, αποφάσισε να διακινδυνέψει τη ναυμαχία.. Εγκαταλείποντας μια κερδοφόρα επιχείρηση γύρω στην Κρήτη, μετέφερε το πεδίο της δράσης του στο Ιόνιο πέλαγος. Εντόπισε τον εχθρό του στον κόλπο της Πρέβεζας, στην Ηπειρωτική ακτή.
    Οι δύο πιο μεγάλες ναυτικές δυνάμεις, οι δύο πιο μεγάλοι ναυτικοί, βρίσκονταν επιτέλους αντιμέτωποι. Ο Ντόρια είχε κοντά του ογδόντα βενετσιάνικες γαλέρες, τριάντα έξη γαλέρες του πάπα, τριάντα της Ισπανίας και άλλα πενήντα πολεμικά καράβια με πανιά, δηλαδή διακόσια περίπου πολεμικά. Είχε εξήντα χιλιάδες άντρες σε πληρώματα και δυόμιση χιλιάδες κανόνια. Ο Χαϊρεντίν είχε κάτω από τις διαταγές του την αφρόκρεμα των ναυτικών δυνάμεων του Ισλάμ και τους ασύγκριτους βοηθούς, που είχε δημιουργήσει ο ίδιος, τον Ντραγκούτ, το Σινάν και το Μουράτ. Ο τελευταίος θα τον διαδεχτεί και θα γίνει πραγματικό αγκάθι στο πλευρό της χριστιανοσύνης, ύστερα από μια άλλη ναυμαχία, με ολότελα διαφορετικά αποτελέσματα, τριάντα τρία χρόνια αργότερα στο γειτονικό κόλπο της Ναυπάκτου.
    Στις 25 του Σεπτέμβρη οι δύο στόλοι διακρίνανε ο ένας τον άλλο. Κανένας από τους δύο αρχηγούς δεν ήθελε να αρχίσει τη μάχη. Και οι δύο προτιμούσαν να μανουβράρουν, περιμένοντας ευνοϊκό άνεμο και προσπαθώντας να διαπιστώσουν τι γύρευε ο αντίπαλος.
    Ο Ντόρια φαινόταν πως είχε χάσει την παλιά του επιθετικότητα. Μ’ όλο που ήταν αριθμητικά ανώτερος από τον εχθρό του, έμεινε κοντά στο λιμάνι, ώσπου έχασε τα αρχικά του πλεονεκτήματα. Η ατολμία του μπορεί να είχε σαν αφορμή την ηλικία του ή όπως παρατήρησαν πολλοί, το μίσος του γέρο-Γενοβέζου εναντίον της παλιάς εχθρικής του πόλις, της Βενετίας, που για λογαριασμό της πολεμούσε τώρα. Μόλις στις 28 του Σεπτέμβρη, όταν πια όλα τα εξωτερικά πλεονεκτήματα ευνοούσαν τους Τούρκους, έβγαλε το στόλο του από το λιμάνι. Ακολούθησε μια τρομερή ναυμαχία εκ παρατάξεως, που σ’ αυτήν οι χριστιανοί νικήθηκαν και μόλις ο αέρας γύρισε στο μπουρίνι το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας πολλούς συμπατριώτες τους στα χέρια του εχθρού. Το φλάμπουρο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή ανέμιζε τώρα κυρίαρχο σε όλη την έκταση της Μεσογείου.
    Χρειάσθηκε να περάσουν τρία χρόνια πριν η χριστιανική Ευρώπη συνέλθει αρκετά
6

για αν δοκιμάσει να πάρει εκδίκηση. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένη να ξεριζώσει
τους πειρατές από το κεντρικό τους λημέρι.
    Η αρχηγία ανατέθηκε πάλι στον Ντόρια, που είχε μαζί του τους παλιούς συμμάχους του, μόλο που όλα τα χριστιανικά έθνη αντιπροσωπεύονταν ως ένα βαθμό. Ανάμεσα στους Ισπανούς βρισκόταν ο Κορτέζ, ο μελλοντικός κατακτητής του Περού.
    Ο Μπαρμπαρόσας δε βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο Αλγέρι. Δε γύρισε εκεί παρά μόνο αφού διορίσθηκε Μέγας Ναύαρχος του τουρκικού στόλου. Αντιπρόσωπός του ήταν ένας αρνησίθρησκος από τη Σαρδηνία, ο Χασάν, που τον είχαν αρπάξει, παιδί ακόμα, οι πειρατές από το νησί που γεννήθηκε και τον πούλησαν σε ένα αφεντικό που τον αγαπούσε ιδιαίτερα για το ύφος του που υποσχόταν πολλά και για τη ζωηράδα του και που σύντομα έβαλε να τον ευνουχίσουν.
    Η αρμάδα που την αποτελούσαν πεντακόσια καράβια με δώδεκα χιλιάδες ναυτικούς, έκανε πανιά στις 19 του Οκτώβρη 1541 για το Αλγέρι. Ο Ντόρια δοκίμασε να αντιταχθεί σε μια επιχείρηση που γινόταν σε τόσο προχωρημένη εποχή. Υπερίσχυσε όμως η γνώμη του Καρόλου. Μπορεί η ναυμαχία της Πρέβεζας να είχε λιγοστέψει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα στο ναύαρχό του ή να λογάριαζε πως η προχωρημένη εποχή εξασφάλιζε την παρουσία του στόλου των κουρσάρων στο Αλγέρι. Πάντως ο Κάρολος είχε τόση εμπιστοσύνη πως η αρμάδα του ήταν ανίκητη, ώστε έφτασε στο σημείο να πάρει μαζί του μερικές Ισπανίδες κυρίες για να παραστούν στη νίκη και να χειροκροτήσουν τους νικητές. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας βρισκόταν στη ναυαρχίδα του Ντόρια και οι δυνάμεις ξηράς ήταν κάτω από τις διαταγές του Δούκα της Άλβας, του μεγαλύτερου στρατιωτικού του 16ου αιώνα.
    Οι προβλέψεις του Ντόρια δεν άργησαν να πραγματοποιηθούν. Καθώς έφτανε ο στόλος στο Αλγέρι, ξέσπασε μια τρικυμία που εμπόδισε κάθε επικοινωνία με την ξηρά για τρεις μέρες και όταν κόπασε, η αποβίβαση του στρατού εξακολούθησε να είναι επικίνδυνη και δύσκολη. Οι περισσότεροι στρατιώτες υποχρεώθηκαν να μπουν στο νερό ως το λαιμό. Όταν βγήκαν στην ξηρά, ο ισπανικός στρατός δε δυσκολεύτηκε να προχωρήσει και να κυκλώσει την πόλη, γιατί ο Χασάν δεν είχε παρά λίγα γερά στρατεύματα. Τα χοντρά κανόνια βομβάρδισαν σφοδρά τα τείχη και ο ισπανικός στρατός πλησίασε για να ορμίσει από το ρήγμα και να πάρει το κάστρο. Η νίκη φαινόταν εξασφαλισμένη, όταν ξαφνικά σηκώθηκε καινούργια θύελλα μαζί με τροπική μπόρα. Οι Ισπανοί βιάζονταν τόσο να πάρουν το Αλγέρι και γι’ αυτό δεν περίμεναν ούτε να ξεφορτωθούν οι σκηνές και ο εφοδιασμός τους. Βρέθηκαν έτσι χωρίς τα κατάλληλα ρούχα. Όλη αυτή τη νύχτα έμειναν βουτηγμένοι στη λάσπη ως τα γόνατα, μουσκεμένοι από τη βροχή και παγωμένοι από τον κρύο αέρα. Η αυγή δε βρήκε παρά ένα συρφετό πεινασμένους, βρεγμένους και χωρίς ηθικό ανθρώπους, ανίκανους να ρίξουν ούτε έναν πυροβολισμό, αφού το μπαρούτι τους ήταν βρεγμένο.
    Ξαφνικά οι κουρσάροι έκαναν γιουρούσι και ρίχτηκαν στους χριστιανούς που άρχισαν να γονατίζουν. Θα γινόταν τρομερή σφαγή, αν οι Ιππότες της Μάλτας με ήρεμη παληκαριά δεν κάλυπταν την υποχώρηση.
    Στο μεταξύ το μπουρίνι είχε δυναμώσει και κάμποσα καράβια παρασύρθηκαν στις ακτές και καταστράφηκαν. Ο Ντόρια πάλευε στη θάλασσα με τον υπόλοιπο στόλο. Μόλις μαλάκωσε η τρικυμία, ξαναέφερε το στόλο στον κόλπο και δυσκολεύθηκε πάρα πολύ να ξαναμπαρκάρει τον εξαντλημένο στρατό. Ο στόλος που είχε χάσει αρκετά
7

καράβια, γέμισε τόσο, ώστε υποχρεώθηκαν να πετάξουν τα άλογα στη θάλασσα για να μείνει χώρος για τους άντρες.
    Τελικά στις δύο του Νοέμβρη ο στόλος ξεκίνησε, τη στιγμή ακριβώς που ξέσπασε καινούργια τρικυμία και τον σκόρπισε. Πολλά ισπανικά καράβια ναυάγησαν και τα πληρώματά τους αιχμαλωτίστηκαν, Ο υπόλοιπος στόλος πάλεψε με την τρικυμία τρεις βδομάδες ώσπου τα συντρίμμια της άλλοτε μεγαλόπρεπης αρμάδας έφτασαν στα ισπανικά λιμάνια.
    Η καταστροφή ήταν τρομερή. Τριακόσιοι αξιωματικοί και οκτώ χιλιάδες στρατιώτες είχαν πεθάνει από τις πληγές στους ή είχαν πνιγεί. Η φυλακή των σκλάβων, τα κάτεργα στο Αλγέρι, είχαν γεμίσει σε τέτοιο σημείο, ώστε διαδόθηκε παντού πως ένας σκλάβος άξιζε λιγότερο από ένα κρεμμύδι. Ούτε η τιμή δεν είχε σωθεί, μόνο οι Ιππότες της Μάλτας είχαν πολεμήσει ένδοξα. Το μέρος όπου έκαναν τη θαρραλέα αντίστασή τους είναι ακόμα και σήμερα γνωστό στους Αλγερινούς σαν «Τάφος των Ιπποτών». Η πανωλεθρία στο Αλγέρι στάθηκε το πιο σκληρό χτύπημα που έπληξε τον ισπανικό ιπποτισμό ως τα 1588.Ωστόσο επρόκειτο να συνέλθει από αυτό.
    Στα 1543 ο Φραγκίσκος  Α΄, ο βασιλιάς της Γαλλίας, υπέγραψε την πρώτη συμμαχία του με τον Σουλεϊμάν και ο Χαϊρεντίν στάλθηκε στη Μασσαλία. Στο δρόμο έκανε μερικές πρέζες, φαινόταν όμως πως ήθελε να περιοριστεί αυστηρά στην αποστολή του, όταν ο κυβερνήτης του Ρέτζιο, στο στενό της Μεσσήνης, είχε την απρονοησία να ρίξει σαν πρόκληση μια κανονιά εναντίον του στόλου. Αυτό εξαγρίωσε τον οξύθυμο καπετάν πασά σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε αντίθετα με τον αρχικό του σκοπό, έκανε ντισμπάρκο με δώδεκα χιλιάδες άντρες και βομβάρδισε την πόλη με τόση αγριότητα, ώστε γρήγορα κατόρθωσε να μπει σ’ αυτή.
    Όπως συνήθως, έπιασε πλήθος αιχμαλώτους, αυτή τη φορά όμως αιχμαλωτίστηκε και ο ίδιος. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους βρισκόταν η κόρη του κυβερνήτη, μια χαριτωμένη νέα δεκαοχτώ χρονών. Ο κουρσάρος την ερωτεύθηκε παράφορα, την παντρεύτηκε, παρά την ηλικία του, που όπως αναφέρει η παράδοση, είχε φτάσει στα ενενήντα και της χάρισε την ελευθερία των γονιών της σαν γαμήλιο δώρο.
    Οι πρώτες μέρες της σελήνης του μέλιτος πέρασαν στην Τσιβιταβέκια, όπου η καινούργια νύφη είδε για πρώτη φορά επιδρομή κουρσάρων μεγάλης έκτασης.
    Ο Χαϊρεντίν πήγε ύστερα στη Μασσαλία, όπου τον περίμενε θριαμβευτική υποδοχή. Η σημαία του Γάλλου ναυάρχου, το φλάμπουρο της Παναγίας, κατεβάστηκε προς τιμήν του Μπαρμπαρόσα και στη θέση του υψώθηκε η Ημισέληνος, θέαμα που ασφαλώς οι Μασσαλιώτες θα το είδαν με συναισθήματα, όπου η περηφάνια δεν θα είχε και μεγάλη θέση.
    Όταν τελείωσαν οι τελετές, ο κουρσάρος βρήκε πως ο καιρός περνούσε αργά και έκανε πανιά για τη Νίκαια, που ανήκε τότε στο δουκάτο της Σαβοΐας και όπου πέρασε μερικές μέρες, χωρίς όμως να πετύχει τίποτε εξαιτίας της λυσσασμένης άμυνας που είχε οργανώσει ο Πάολο Σιμεόνι, ένας ιππότης της Μάλτας. Ο Σιμεόνι είχε κάνει παλιότερα αιχμάλωτος του Χαϊρεντίν. Ο Αλγερινός κουρσάρος εγκαταστάθηκε με το στόλο του μπροστά στην Τουλών, όπου οι άντρες του αποδείχτηκαν οι πιο ακριβοί και οι λιγότερο ευχάριστοι καλεσμένοι για τους συμμάχους τους. Ανάμεσα στους χιλιάδες σκλάβους που κωπηλατούσαν στις γαλέρες του, βρίσκονταν πολλοί Γάλλοι και οι σύμμαχοί του ζήτησαν την απελευθέρωσή τους. Ο Μπαρμπαρόσα όχι μόνο αρνήθηκε να τους
8

ελευθερώσει, μόλο που πέθαιναν σαν μύγες από μια επιδημία, αλλά και αντικατέστησε
τους πεθαμένους, κάνοντας επιδρομές στα γύρω γαλλικά χωριά. Όταν αυτοί οι φουκαράδες πέθαιναν, δεν ήθελε να χτυπούνε οι καμπάνες στις εκκλησίες της πόλης για να καλέσουν τους πιστούς στη λειτουργία. Γι’ αυτόν οι καμπανοκρουσίες ήταν το μουσικό όργανο του διαβόλου. Φόρτωσε στο γαλλικό θησαυροφυλάκιο τα έξοδα διατροφής και μισθοδοσίας των πληρωμάτων του. Πότε-πότε έστελνε μια μοίρα ανοιχτά να ενοχλήσει το βασιλιά της Ισπανίας, σύμφωνα με τους όρους της συμμαχίας που είχε υπογράψει ο βασιλιάς της Γαλλίας με το σουλτάνο. Όλο τον υπόλοιπο καιρό έμενε στην Τουλών απασχολημένος τεμπέλικα να αδειάζει τις κασέλες του βασιλιά της Γαλλίας.
    Στο τέλος οι Γάλλοι τον βαρέθηκαν. Η παραμονή του τους κόστιζε πολύ ακριβά. Το διώξιμό του όμως δεν έγινε δωρεάν, γιατί πριν πάρει το δρόμο του γυρισμού ο Μπαρμπαρόσα ζήτησε ένα μεγάλο ποσό για τον εαυτό του και για να πληρώσει τους μισθούς των αντρών του ώσπου να γυρίσουν στο Βόσπορο, καθώς και για να εξαγοράσει την ελευθερία τετρακοσίων Μουσουλμάνων που κωπηλατούσαν στις γαλέρες.
    Αυτό ήταν το τελευταίο του ταξίδι. Πέρασε το τέλος της ζωής του χτίζοντας για τον εαυτό του ένα μεγαλόπρεπο τζαμί και έναν τεράστιο τάφο, που τον χρειάστηκε τον Ιούλιο του 1546.
    Μετά το θάνατό του κυκλοφόρησαν ένα σωρό θρύλοι γι’ αυτόν. Ανάμεσα στ’ άλλα έλεγαν πως το κουφάρι του βρέθηκε τέσσερις ή πέντε φορές έξω από τη γη κοντά στον τάφο του. Και στάθηκε αδύνατο να το κάνει κανείς να μείνει ήσυχο στο φέρετρό του, ώσπου ένας Έλληνας μάγος συμβούλεψε να το θάψουν μαζί με το σώμα ενός ψόφιου σκύλου. Όταν έγινε αυτό, έμεινε ήσυχο και δεν ενόχλησε κανέναν. Πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, ούτε ένα τούρκικο καράβι δεν έφευγε από τον Κεράτιο κόλπο χωρίς μια προσευχή και ένα χαιρετισμό προς τον μεγαλύτερο από τους Τούρκους ναυτικούς και τον πιο δυνατό από τους πειρατές της Μεσογείου. Επέζησε στο Ισλάμ σαν ο ήρωας μιας ζωντανής εποποιίας.  

(Τέλος  τετάρτου μέρους).