Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ

Η ΜΑΥΡΗ ΤΡΥΠΑ
Πριν από εικοσιπέντε περίπου χρόνια, βρέθηκα ως ασκούμενος δικηγόρος στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, όπου λάμβανε χώρα η δίκη της διαβόητης «Εταιρίας Δολοφόνων». «Θες να σου δείξω κάτι που θα σε εντυπωσιάσει;» μού είπε σε ένα διάλειμμα της δίκης η ας την πούμε προϊσταμένη μου, η μεγαλύτερη συνάδελφος που είχε αναλάβει να με μυήσει στη μαχόμενη δικηγορία.
Βγήκαμε από την αίθουσα σε ένα στενό εξώστη με θέα το προαύλιο των φυλακών. Εκεί, καταμεσίς στο τσιμέντο που φλεγόταν απ’τον ήλιο, υψωνόταν ένα παράπηγμα. Μία παράγκα από πλίνθους και από ελενίτ. Στο κατώφλι της αντίκρυσα τη γυμνή πλάτη και την απαστράπτουσα φαλάκρα ενός εύσωμου ηλικιωμένου ανθρώπου, ο οποίος καθόταν σε μια πολυθρόνα θαλάσσης. Θαλάσσης ήταν και η λουλουδάτη ομπρέλλα που του έκανε σκιά. «Ξέρεις ποιος είναι αυτός; Ο Ιωαννίδης! Επειδή έχει χείριστες σχέσεις με τους υπόλοιπους χουντικούς κι αφού
πρόκειται να μείνει μέχρι τον θάνατό του εδώ μέσα, τον έβγαλαν από την πτέρυγα και του έχτισαν αυτό το αλλόκοτο κελλί. Περνάει όλη τη μέρα ακίνητος κι αμίλητος κάτω από την ομπρέλλα…»
Ο Δημήτριος –Μίμης- Ιωαννίδης στάθηκε ο μοιραίος άνθρωπος για την Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Εάν η πανεπιστημιακή μελέτη της πρόσφατης Ιστορίας μας ανθούσε, θα είχαν εκπονηθεί για το πρόσωπό του δεκάδες διδακτορικά.
Ο Ιωαννίδης φέρει την τελική ευθύνη για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974, που ανέτρεψε προσωρινά τον Μακάριο και οδήγησε μετά από μια εβδομάδα στην εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Πριν από αυτό, ο Ιωαννίδης είχε συμμετάσχει στην καταστολή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, στη συγκρότηση του ΙΔΕΑ –της συνομωτικής ακροδεξιάς οργάνωσης που επί δεκαετίες λειτουργούσε ως κράτος εν κράτει μέσα στο στράτευμα-, στους διωγμούς των αριστερών κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Ως αρχηγός επί Χούντας της ΕΣΑ, προϊστατο ενός μηχανισμού βασανιστηρίων που φιλοδοξούσε να αλέσει οποιονδήποτε αντιστεκόταν στην 21η Απριλίου. Νωρίτερα, στην Μακρόνησο, είχε διατελέσει ο ίδιος βασανιστής, δείχνοντας –σύμφωνα με μαρτυρίες- εντυπωσιακό σαδισμό.

Σε μια πινακοθήκη τεράτων, ο Δημήτριος Ιωαννίδης θα δικαιούνταν μιαν εντελώς εξέχουσα θέση. Ξεχώριζε από τους υπόλοιπους αρχιχουντικούς. Δεν είχε τον παραληρηματικό ναρκισσισμό του Γεωργίου Παπαδόπουλου, ο οποίος βγήκε σχεδόν αμέσως μπροστά δηλώνοντας «ηγέτης της Επαναστάσεως» και κατέλαβε, φουσκωμένος σαν διάνος, όλα τα ύπατα αξιώματα: «Πρωθυπουργός», «Αντιβασιλεύς», «Πρόεδρος της Δημοκρατίας»… Ούτε το σύνδρομο «εγώ θα σας μάθω πώς να ζείτε» του Στυλιανού Παττακού, που τον έκανε να λογοκρίνει το Συμπόσιο του Πλάτωνα και να κυκλοφορεί ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης στο δρόμο για να επιπλήττει σκαιά τους πολίτες όταν πετούσαν χάμω τα αποτσίγαρά τους. Δεν είχε καν το «αντριλίκι» κάποιων άλλων, που εισέβαλλαν στα μπουζούκια και στις χαρτοπαικτικές λέσχες, συνοδευόμενοι από φωτομοντέλα –μανεκέν όπως τα αποκαλούσαν τότε-, ακουμπούσαν το πιστόλι τους στο τραπέζι και έκαναν εντυπωσιακές «ζημιές», πύργοι από χιλιάρικα στην πράσινη τσόχα ή σκορπισμένοι στα πόδια της τραγουδίστριας…
Ο Ιωαννίδης ήταν λιτοδίαιτος, ανύπανδρος, ευσεβής. «Αρσακειάδα» τον αποκαλούσε ο Παπαδόπουλος. Και μόνο στις 25 Νοεμβρίου του 1973, όταν ο Μίμης τον ανέτρεψε με πραξικόπημα μέσα στο πραξικόπημα και τον έθεσε σε κατ’οίκον περιορισμό, συνειδητοποίησε τη διαφορά ανάμεσα στον ταπεινό και στον μουλωχτό.
Η παντοκρατορία του Ιωαννίδη διήρκεσε οχτώ μήνες και στάθηκε η σκληρότερη περίοδος της δικτατορίας. Ενώ κατά τα προηγούμενα έξι χρόνια, οι κρατούντες προσπαθούσαν να πείσουν πως ο στραγγαλισμός των λαϊκών ελευθεριών αποτελούσε μια προσωρινή φάση, ότι η 21η Απριλίου θα κατέληγε σε μια υγιέστερη δημοκρατία, η χούντα του Ιωαννίδη δεν καταδεχόταν κανένα τέτοιο άλλοθι. Η αποδοχή της από την κοινή γνώμη στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ποσώς φαινόταν να την απασχολεί.
Το πιο αξιοσημείωτο ήταν πως ο ίδιος ο Ιωαννίδης δεν βγήκε ποτέ μπροστά σαν ο «ισχυρός άνδρας» της χώρας. Σε όλες τις περίοπτες θέσεις είχε τοποθετήσει αχυρανθρώπους, πρόσωπα εντελώς άγνωστα μέχρι τότε. Έναν στρατηγό στην Προεδρία της Δημοκρατίας, έναν δικηγόρο από το Σικάγο –ονόματι Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο- στην Πρωθυπουργία… Ο Μίμης κινούσε τα νήματα από το σκοτάδι, παρέμενε τυπικά ταξίαρχος μη αναμειγνυόμενος ενεργά στην πολιτική. Εξ’ου και το παρωνύμιο «αόρατος δικτάτωρ».
Γέννημα-θρέμμα των μηχανισμών, ο Ιωαννίδης είχε προφανώς σχηματίσει την πεποίθηση πως ο κουμανταδόρος δεν πρέπει να φαίνεται. Όπως δεν φαίνεται ο Θεός παρά μονάχα δια των πράξεών του, όπως δεν διακρίνεται ο καραγκιοζοπαίχτης πίσω απ’τον μπερντέ. Έδειχνε δε εμπιστοσύνη σε εκείνος που διέθεταν -όπως ο ίδιος- σκιώδη θέση και προσωπικότητα: Απέφευγε τα πολλά-πολλά με τον αμερικάνο πρέσβη, προτιμούσε να συνομιλεί με τον επικεφαλής της CIA στην Ελλάδα.
Πότε ψήλωσε ολότελα ο νους του; Πότε –αφού είχαν αποτύχει οι απόπειρες δολοφονίας του Μακάριου- αποφάσισε να εξαγάγει στην ελληνική χούντα στην Κύπρο και να κηρύξει την Ένωση με την Ελλάδα; Πώς κάποιος που δεν διαθέτει την παραμικρή λαϊκή ή θεσμική νομιμοποίηση πείθεται ότι μπορεί να κινήσει τα νήματα της Ιστορίας και να επιβάλει την μεγαλομανία του ως τετελεσμένο γεγονός; Ακόμα και εάν –όπως πιθανόν να συνέβη- ο Ιωαννίδης έπεσε στην παγίδα ξένων δυνάμεων και μυστικών υπηρεσιών, οι πράξεις του δείχνουν άνθρωπο τυφλωμένο, παντελώς ανίκανο να διακρίνει το εθνικό αλλά και το ατομικό του συμφέρον…
Πέραν από προδότης, συνομώτης, ίσως και καταδότης, ο Δημήτριος Ιωαννίδης υπήρξε η μαύρη τρύπα ενός συστήματος, το οποίο είχε βαθμιαία χάσει κάθε εξωτερικό σημείο στήριξης. Κάθε ουσιαστική επαφή με την πραγματικότητα. Η αρχετυπική περίπτωση του ανθρώπου που από τυχαίος, στερούμενος κάθε ακτινοβολίας, γίνεται μοιραίος. Και που ρουφάει τον εαυτό του, το σύστημα που τον ανέδειξε και –φευ!- την βόρεια Κύπρο.
Τον Αύγουστο του 1974, ο Μίμης Ιωαννίδης –μη έχοντας μάλλον καν συνειδητοιήσει ότι η χούντα είχε πλέον πέσει- μπήκε απρόσκλητος στο γραφείο του Υπουργού Αμύνης Ευάγγελου Αβέρωφ για να κουβεντιάσουν ως ίσος προς ίσον. Ο Αβέρωφ τον πέταξε έξω και τον τιμώρησε για ατημέλητη περιβολή, προφανώς για να του σπάσει τον τσαμπουκά. Λίγο αργότερα, οι προταίτιοι της 21ης Απριλίου συνελήφθησαν.
Στη δίκη της Χούντας το 1975, ο Ιωαννίδης απολογήθηκε τελείως προσχηματικά, απεκδυόμενος πάσης ευθύνης για ό,τι είχε συμβεί. Παρακολουθώντας τον σε επίκαιρα της εποχής, σού δίνει την εντύπωση του δολοφόνου που επιχειρεί να πείσει –ποιους; με ποιόν τρόπο;- ότι περνούσε απλώς τυχαία από τον τόπο του εγκλήματος ή πως τον έχουν μπερδέψει με κάποιον άλλον. Το θέαμα αγγίζει το παράλογο.
Ο Μίμης Ιωαννίδης έζησε άλλα τριανταπέντε χρόνια έγκλειστος. Κάποια μέρα, μέσα στη φυλακή, παντρεύτηκε. Τον Αύγουστο του 2010, πέθανε από θερμοπληξία. Συνεπεία μάλλον τής κάψας στην τσιμεντένια του αυλή.
Όταν ήμουν παιδί, πιάναμε με τις απόχες τσούχτρες και τις αφήναμε επάνω στα βράχια. Μετά από δυό-τρεις ώρες, ο ήλιος τις είχε εξατμίσει ολοκληρωτικά. Μοναδικό τους ίχνος τα σημάδια στα σώματα εκείνων που είχαν ίσως τσιμπήσει.-