Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δέκατο μέρος


Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δέκατο μέρος


Δημήτρης Τουτουντζής.



Σκλαβιά και απολύτρωση.     

    Το δουλεμπόριο ήταν ο λόγος της ύπαρξης, το κίνητρο και το κέρδος των πειρατών της Μεσογείου, είτε της κλασικής εποχής είτε των Μαυριτανών, για περισσότερο από είκοσι αιώνες. Οι δουλειές τους αναπτύχθηκαν καταπληκτικά. Σχηματίστηκαν εταιρίες στο Αλγέρι, στην Τύνιδα και στην Τρίπολη με μοναδικό σκοπό τη χρηματοδότηση καραβιών που στέλνονταν στη θάλασσα με μοναδική αποστολή να φέρουν πίσω ένα ζωντανό φορτίο. Δεν υπάρχουν στατιστικές, δεν περνούσε όμως χρονιά χωρίς να εξαφανιστούν χιλιάδες Ευρωπαίοι στο βάραθρο αυτού του εμπορίου. Ο Πάτερ Νταν, που χρόνια ολόκληρα δούλεψε ανάμεσά τους, δηλώνει πως το 1634 μονάχα στο Αλγέρι υπήρχαν είκοσι πέντε χιλιάδες χριστιανοί σκλάβοι, χωρίς να λογαριαστούν οι οχτώ χιλιάδες χριστιανοί που είχαν τουρκέψει.

    Μόλις έφερναν τους αιχμαλώτους στο λιμάνι, τους πήγαιναν κατευθείαν στα κάτεργα, στερεές υπόγειες φυλακές. Εξετάζονταν τότε από δραγουμάνους, που κατέγραφαν το όνομα του καθενός, τον τόπο της καταγωγής του και το επάγγελμά του. Για εκείνους που είχαν πλούσιους συγγενείς καθόριζαν ένα ποσό για λύτρα και τους έβαζαν στην μπάντα, ώσπου να κανονιστεί το ζήτημα. Οι άλλοι δυστυχισμένοι στέλνονταν στο Μπεζιστάν, το μεγάλο
σκλαβοπάζαρο, όπου έμπαιναν σε πλειστηριασμό σαν κτήνη. Συνήθως τους αγόραζαν έμποροι, που δεν είχαν άμεση απασχόληση να τους δώσουν, αλλά τους νοίκιαζαν ατομικά ή ομαδικά σ’ εκείνους που μπορούσαν να τους χρησιμοποιήσουν, π.χ. έναν υπάλληλο τον νοίκιαζαν σε κάποιο έμπορο, που είχε ανάγκη από λογιστή, μια ομάδα εργάτες σ’ έναν εργολάβο οικοδομών.

    Μερικούς σκλάβους τους μεταχειρίζονταν με την πιο διαβολική σκληρότητα, έξω όμως από τις γαλέρες και τα δημόσια έργα, αυτό ήταν η εξαίρεση. Ο Τούρκος ή ο Μαυριτανός ιδιώτης που είχε σκλάβους θεωρούσε τους χριστιανούς αιχμαλώτους του όχι σαν εγκληματίες, μ’ όλο που τους θεωρούσε άπιστους και τους φώναζε σκύλους, αλλά σαν ζώα. Όπως τα άλογα, που θα δούλευαν καλύτερα αν τα τάιζε καλύτερα και τους φερνόταν καλύτερα. Σ’ αυτό οι Μωαμεθανοί διέφεραν από τους χριστιανούς, που γι’ αυτούς ένας μωαμεθανός αιχμάλωτος ήταν αιρετικός και έπρεπε να του φερθούν με ανάλογο τρόπο. Σύμφωνα με ένα ανέκδοτο, κάποιος Ισπανός παπάς, όταν διαμαρτυρήθηκε για μια πράξη σκληρότητας που είχαν κάνει οι Τούρκοι, πήρε απάντηση μια υπενθύμιση της Ιεράς Εξέτασης και έμεινε με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να μπορεί να πει τίποτε.

    Οι αιχμάλωτοι που δεν εξαγοράζονταν είχαν πολλών ειδών τύχη. Μερικοί από αυτούς αν ήξεραν κάποια τέχνη ή επιστήμη, ήταν περιζήτητοι από τους Μαυριτανούς, ιδιαίτερα οι γιατροί, που τους φέρνονταν με σεβασμό. Η αξία τους όμως έκανε τους αφέντες τους να μην θέλουν να δεχτούν την απελευθέρωσή τους. Μερικοί αιχμάλωτοι δέχονταν τον προσηλυτισμό και έτσι ξέφευγαν από την απόλυτη αιχμαλωσία, οι χριστιανοί αδερφοί τους όμως τους περιφρονούσαν ύστερα βαθειά. Αυτοί οι αρνησίθρησκοι αποκτούσαν κάποια ελευθερία και μερικές φορές τύχαινε να καταλάβουν σημαντικές θέσεις στην τουρκική διοίκηση. Άλλοι, τα αποβράσματα των ευρωπαϊκών λιμανιών, δεν φορούσαν το σαρίκι παρά μόνο για να γίνουν πειρατές.

    Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι, υποχρεωμένοι καθώς ήταν να καταβάλλουν μεγάλες σωματικές προσπάθειες, δε ζούσαν για πολύ. Οι Μαυριτανοί ήταν ακούραστοι οικοδόμοι και σε όλα τα λιμάνια της Μπαρμπαριάς μπορούσε να δει κανείς ατέλειωτες σειρές χριστιανούς σκλάβους να πελεκάνε πέτρες, να σκάβουν θεμέλια, να χτίζουν σπίτια, κάστρα και λιμάνια.

    Είναι εύκολο να μαντέψει κανείς τη μοίρα των γυναικών. Οι περισσότερες οδηγούνταν στα χαρέμια, όταν ήταν νέες, ή χρησιμοποιούνταν για υπηρετικές εργασίες, όταν ήταν γριές.

    Η χειρότερη δουλειά όμως, όπου μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ένας αιχμάλωτος, ήταν η εργασία στις γαλέρες. Ένας άνθρωπος που τις περισσότερες φορές δεν ήταν συνηθισμένος σε χειρωνακτική εργασία, αλυσοδενόταν σε ένα κουπί με τέσσερις-πέντε άλλους σκλάβους. Για τροφή έπαιρνε όλο-όλο μερικά παξιμάδια και πότε –πότε καμιά κουταλιά χυλό. Έπινε νερό με ξύδι και με μερικές σταγόνες λάδι στην επιφάνεια, όλα αυτά για να διατηρήσει μια προσπάθεια πάντα ανώτερη από τις συνηθισμένες του δυνατότητες. Ανάμεσα στις δύο γραμμές των κωπηλατών περνούσε σε όλο το μάκρος του καραβιού μια γέφυρα όπου πηγαινοέρχονταν δύο Κομίτιοι ή αρχικωπηλάτες κρατώντας στο χέρι ένα μακρύ βούρδουλα, που τον κατέβαζαν στις πλάτες εκείνων που καθυστερούσαν και των εξαντλημένων.

    Είναι γνωστές δύο εκθέσεις ανθρώπων που είχαν γνωρίσει πολύ καλά τον μπάγκο των κωπηλατών, ο ένας σαν σκλάβος, ο άλλος σαν αυτόπτης μάρτυρας. Ο πρώτος είναι ο Ζαν Μαρτέιγ ντε Μπερζεράκ, που έγραψε το 1707 την παρακάτω περιγραφή, βασισμένη στην ίδια του την πείρα.

    «Φανταστείτε έξη άντρες αλυσοδεμένους σε έναν μπάγκο, γυμνούς όπως τους γέννησε η μάνα τους, με το ένα πόδι στο σκαλοπάτι και το άλλο στον απέναντι μπάγκο, να κρατούν ένα κουπί φοβερά βαρύ, δεκαπέντε πόδια μάκρος, να σκύβουν μπροστά προς την πλώρη με τα χέρια τεντωμένα, για να φτάσουν πάνω από τις πλάτες των κωπηλατών του προηγούμενου πάγκου, που έσκυβαν με τον ίδιο τρόπο, και ύστερα να ρίχνουν το σώμα τους προς τα πίσω. Οι κωπηλάτες τραβούν έτσι δέκα ώρες ή είκοσι, χωρίς ένα λεπτό ξεκούραση. Σε τέτοιες περιστάσεις, ο αρχικωπηλάτης ή κάποιος άλλος ναυτικός χώνει στο στόμα των δυστυχισμένων, που κοντεύουν να λιποθυμήσουν, ένα κομμάτι ψωμί βουτηγμένο στο κρασί και ο καπετάνιος ουρλιάζει να διπλασιάσουν το μαστίγωμα. Όταν ένας σκλάβος πέσει αναίσθητος στον πάγκο του, πράγμα που συμβαίνει αρκετά συχνά, τον μαστιγώνουν ώσπου τον αφήνουν νεκρό και ύστερα τον πετάνε χωρίς διατυπώσεις στο νερό».

    Η δεύτερη διήγηση είναι ενός ανώνυμου αυτόπτη μάρτυρα. «Εκείνοι που δεν είδαν μια γαλέρα στη θάλασσα, ιδιαιτέρα όταν κυνηγάει ή κυνηγιέται, να συλλάβουν τη συγκίνηση που ένα τέτοιο θέμα δημιουργεί σε μια καρδιά, όταν νιώθει έστω και το ελάχιστο ίχνος συμπόνιας. Πρέπει να δει κανείς αυτές τις σειρές των άθλιων, αδυνατισμένων, μισόγυμνων, πεινασμένων, ηλιοκαμένων, αλυσοδεμένων σε μια σανίδα ανθρώπων, που δεν την αφήνουν για πολλούς μήνες (γενικά έξη μήνες), να δουλεύουν με υπεράνθρωπη δύναμη, κάτω από βίαια και συνεχή χτυπήματα στη γυμνή τους σάρκα, για να αναγκαστούν να αντέξουν στην πιο σκληρή από όλες τις ασκήσει, και αυτό για ολόκληρες μέρες και νύχτες, όπως συμβαίνει συχνά σε ένα άγριο κυνηγητό, όπου το ένα μέρος, σαν γύπας, ορμάει μανιασμένα πάνω στη λεία του, ενώ το άλλο, πιο αδύνατο, φεύγει με την ελπίδα να σώσει τη ζωή και την ελευθερία του».                   

    Φυσικά αυτού του είδους οι διηγήσεις που έφτασαν ως εμάς είναι γραμμένες τις

περισσότερες φορές με αντιμωαμεθανικό πνεύμα, υπάρχουν όμως ενδείξεις που μας κάνουν να πιστεύουμε πως και ή άλλη πλευρά δεν έδειχνε μεγαλύτερη ανθρωπιά από τους εχθρούς της. Αυτό φαίνεται από την ιστορία του Μαυριτανού, που αλυσοδεμένος σε ένα κουπί ισπανικού καραβιού και μη μπορώντας να τα βγάλει πέρα, έφτασε από απελπισία στο σημείο να κόψει το χέρι του πάνω από τον καρπό, ελπίζοντας πως έτσι θα τον χρησιμοποιούσαν σε άλλη εργασία. Αντί όμως να γίνει αυτό, πριν ακόμα μισοθεραπευθεί το τραύμα του, βρέθηκε και πάλι αλυσοδεμένος στο κουπί, με ένα μηχάνημα στο σακατεμένο χέρι του, και έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής από τον άνθρωπο με το βούρδουλα. Η περίπτωσή του έγινε ευτυχώς τυχαία γνωστή στον Μπέη του Αλγεριού, που πληροφόρησε τον εξουσιοδοτημένο για την εξαγορά των σκλάβων Ισπανό καλόγερο, πως δε θα δεχόταν πια την εξαγορά κανενός αιχμαλώτου πριν την απελευθερωθεί ο κουλός κωπηλάτης.

    Πότε-πότε γίνονταν απελπισμένες προσπάθειες μαζικής απόδρασης, που σπάνια κατέληγαν σε επιτυχία και τιμωρούνταν φοβερά όταν αποτύχαιναν. Υπάρχουν πολλές διηγήσεις για αυτά τα ομαδικά γιουρούσια, όλα όμως μοιάζουν μεταξύ τους. Μια καλά προετοιμασμένη συνωμοσία, ένας φύλακας εξαγορασμένος ή που τον έκαναν ανίκανο να βλάψει, το άρπαγμα ενός καραβιού ή που η συνενοχή του οργανώθηκε από πριν και ύστερα δρόμο προς ένα φιλικό λιμάνι σε αγώνα ταχύτητας με τους διώκτες. Τα παραδείγματα όμως επιτυχίας των συνωμοσιών αυτού του είδους ήταν σπάνια.

    Η κυριότερη ελπίδα των φυλακισμένων έμενε η δυνατότητα της εξαγοράς τους από φίλους ή από την κυβέρνηση της χώρας τους, ή ακόμα η ανταλλαγή τους με ίσο αριθμό αιχμαλώτων, που κρατούσε η ίδια η πατρίδα τους.

    Ο Μιγκουέλ Θερβάντες, αιχμάλωτος και αυτός των Μαυριτανών, είχε υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του Δον Χουάν του Αυστριακού στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, όπου έχασε το ένα χέρι του. Δύο χρόνια αργότερα παραβρέθηκε στο πάρσιμο του Τουνεζιού και τον επόμενο χρόνο στο πάρσιμο της Λα Γκουλέτ. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1575 ενώ γύριζε στην Ισπανία με τον αδερφό του Ροδρίγο, πολλές κουρσάρικες γαλέρες, κάτω από τις διαταγές του Αρναούτ Μέμι, ενός Αλβανού αποστάτη, ρίχτηκαν στο καράβι τους και οι δύο αδελφοί Θερβάντες αιχμαλωτίστηκαν. Στο Αλγέρι ο Μιγκουέλ ντε Θερβάντες πουλήθηκε σε έναν Έλληνα αποστάτη και αυτός, ψάχνοντας το σκλάβο του, ανακάλυψε ένα συστατικό γράμμα του Δον Χουάν του Αυστριακού, ο οποίος ήταν τότε κυβερνήτης στις Κάτω Χώρες και ετεροθαλής αδερφός του βασιλιά της Ισπανίας, ήταν επίσης ένας από τους πιο γνωστούς ανθρώπους της Ευρώπης. Ο Έλληνας αποστάτης έβγαλε το συμπέρασμα πως είχε πετύχει μια σπουδαία δουλειά και ζήτησε πολλά λύτρα. Στο μεταξύ ο μελλοντικός συγγραφέας του Δον Κιχώτη αλυσοδέθηκε και γνώρισε τη μεγαλύτερη σκληρότητα.

    Ο Θερβάντες υπέφερε με δυσκολία την αιχμαλωσία του και δεν έπαυσε να κάνει σχέδια απόδρασης. Όλες οι απόπειρές του απέτυχαν και ύστερα από κάθε καινούργια απόπειρα, η επιτήρηση γινόταν πιο αυστηρή. Μια φορά κόντεψε να πετύχει. Είχε κρύψει καμιά πενηντάρια φυγάδες, τους περισσότερους Ισπανούς ευγενείς, σε μια σπηλιά και είχε καταφέρει να τους εφοδιάσει με τρόφιμα για έξη μήνες. Στο μεταξύ είχε συνεννοηθεί με τον αδελφό του, που τα λύτρα του είχαν πληρωθεί πριν δυο χρόνια από τον πατέρα τους, να στείλει ένα καράβι να πάρει τους φυγάδες. Το καράβι έφτασε και η ομάδα ήταν έτοιμη να φύγει, όταν δόθηκε το σύνθημα του συναγερμού και η απόπειρα ματαιώθηκε. Ο Θερβάντες πήρε θαρραλέα όλη την ευθύνη επάνω του και αρνήθηκε να ανακατέψει τους συνενόχους του. Ο αντιβασιλιάς Χασσάν, ένα τέρας σκληρότητας,

φοβέρισε τον Ισπανό με κάθε βασανιστήριο που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, για να του αποσπάσει ονόματα όσων τον είχαν βοηθήσει στη συνωμοσία του, όμως δεν μπόρεσε να του αποσπάσει ούτε συλλαβή. Ο Χασσάν έμεινε τόσο έκπληκτος από το θάρρος του αιχμαλώτου του, που αντί να τον τιμωρήσει, τον αγόρασε για πεντακόσιες λίρες από την Έλληνα αφέντη του.

    Και άλλη μια φορά ο Θερβάντες κόντεψε να πετύχει, την τελευταία στιγμή όμως προδόθηκε από έναν δομινικανό καλόγερο. Τελικά, ύστερα από πέντε χρόνια, ενώ επρόκειτο να τον πάνε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ανακληθεί ο Χασσάν, έφθασε ο πάτερ Χουάν Ζιλ με τα λύτρα του και τον ελευθέρωσε. Ακόμα και ο γέρο Μόργκαν από το Αλγέρι που μισούσε όλους τους παπικούς και τους Ισπανούς, παραδεχόταν πως ο Θερβάντες ήταν ένας «γενναίος και γεμάτος πρωτοβουλία» ιππότης. Αν δεν ήταν, τα πέντε χρόνια που πέρασε στις μαυριτανικές φυλακές θα είχαν τσακίσει το κουράγιο του και ο κόσμος θα είχε πάθει μια μεγάλη απώλεια.                



Οι Βίκινγκ και οι πειρατές της Χάνσας.  



    Οι ναυτικοί του βορρά, που είναι γνωστοί με το όνομα Βίκινγκ, άρχισαν να λυμαίνονται τις ακτές της Δυτικής Ευρώπης στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Έφτασαν στο απόγειο της δύναμής τους γύρω στον 11ο αιώνα και ύστερα κέρδισαν με το σπαθί τους μια σειρά αποικίες που απλώνονταν από τη Σκωτία ως το στενό της Μεσσήνης. Η λέξη Βίκινγκ σημαίνει ληστής της θάλασσας ή πειρατής, αυτοί οι Σκανδιναβοί πειρατές όμως ήταν κάτι καλύτερο από απλοί ληστές, γιατί ήταν οργανωμένοι και είχαν ένα αυστηρά εφαρμοζόμενο κώδικα νόμων, που ρύθμιζε το μοίρασμα των λαφύρων και προέβλεπε ποινές για τη λιποταξία, την προδοσία και την κλοπή. Για τον νέο εύπορο Νορμανδό, το να πάρει μέρος σε μια εκστρατεία των Βίκινγκ θεωρούνταν σαν μέρος της εκπαίδευσής του.

    Μ’ όλο που ήταν σκληροί και άγριοι, ακόμα και για τη σκληρή και άγρια εποχή που ζούσαν, Οι Νορμανδοί είχαν αναπτυγμένο το αίσθημα της διακυβέρνησης και το πνεύμα του αποικισμού (όχι με την έννοια της εξάρτησης από μια μητρόπολη) και άφησαν τη σφραγίδα τους με ανεξίτηλο τρόπο όπου και αν εγκαταστάθηκαν, ιδιαίτερα στη Νορμανδία και στην Αγγλία.

    Τα καράβια τους, αν κρίνουμε με τις σύγχρονες ιδέες, δεν κρατούσαν καλά στη θάλασσα. Ωστόσο οι Βίκινγκ έκαναν μ’ αυτά μακρινά υπερπόντια ταξίδια, όχι μόνο στη Μεσόγειο, αλλά και ως τις ακτές της Αμερικής, πεντακόσια χρόνια πριν από τον Κολόμβο. Τα πλεούμενα αυτά ήταν μακριά και στενά με μικρό εκτόπισμα, μυτερά στις δύο άκρες. Κινούνταν με κουπιά, είχαν όμως ένα κατάρτι εφοδιασμένο με ένα μεγάλο τετράγωνο πανί που το ανέβαζαν όταν το επέτρεπε η θάλασσα και ο αέρας. Τα πρώτα καράβια δεν είχαν περισσότερα από δέκα κουπιά σε κάθε πλευρά, με ένα πλήρωμα από εξήντα άντρες που σκαντζάρανε βάρδια. Αργότερα όταν ναυπήγησαν μεγαλύτερα καράβια, χρησιμοποιούσαν ως εξήντα κωπηλάτες μαζί. Αντίθετα από τις γαλέρες της Μεσογείου, τα καράβια των Βίκινγκ δεν χρησιμοποιούσαν παρά μόνο ελεύθερους ανθρώπους, όλους δοκιμασμένους πολεμιστές. Στα δύο πλευρά του καραβιού κρέμονταν οι στρογγυλές ασπίδες των Βίκινγκ, βαμμένες με τα οικόσημα ή τα εμβλήματα των ιδιοκτητών τους. Τα όπλα τους ήταν η λόγχη, το ακόντιο, το τσεκούρι, το τόξο και το ξίφος, και ο αμυντικός οπλισμός τους ένας αλυσιδωτός θώρακας.

    Η πρώτη ισχυρή εμφάνιση των Βίκινγκ στις ακτές της Αγγλίας έγινε το 789 μ.Χ.

Τρία καράβια των Βίκινγκ έφτασαν στ’ ανοιχτά της ακτής του Ντόρσετ και ξεμπαρκάρανε ένα σώμα που σκότωσε τον Βάυλο, λεηλάτησε τα περίχωρα και ύστερα ξαναμπήκε στα καράβια και έφυγε βιαστικά. Από εκείνη τη μέρα, οι επιδρομές στην Αγγλία, τη Σκωτία και την Ιρλανδία γίνονταν κάθε χρόνο και οι Νορμανδοί εγκαταστάθηκαν στα νησιά στ’ ανοιχτά της ακτής από όπου μπορούσαν να κάνουν επιδρομές στη στεριά και να αρπάξουν ό,τι χρειάζονταν: τρόφιμα, γυναίκες, ακόμα και καλογέρους. Τελικά κατόρθωσαν να κατακτήσουν τις γύρω περιοχές, να εγκατασταθούν εκεί, να παντρευτούν με γυναίκες της χώρας και να σχηματίσουν ανεξάρτητες κοινότητες με βασική απασχόληση τη συνέχιση της πειρατείας. Αυτός είναι βασικά ο τρόπος που πραγματοποιήθηκε η κατάκτηση της Αγγλίας, όπως θα δούμε πιο κάτω.

    Η Ιρλανδία δέχτηκε την πρώτη τους επίσκεψη το 795, όταν οι Βίκινγκ άρπαξαν το νησί Λάμπαιυ στον κόλπο του Δουβλίνου και από κει έκαναν επιδρομές στη χώρα. Ο τρομερότερος από τους επιδρομείς Βίκινγκ της Ιρλανδίας  ήταν ο Τουργέσιος, που άπλωσε διαδοχικά τις κατακτήσεις του ώσπου να γίνει κύριος του μισού νησιού. Έκανε τότε τη γυναίκα του Μεγάλη Ιέρεια του πιο φημισμένου και πιο σοφού μοναστηριού της Ιρλανδίας, του μοναστηριού του Κλόνμακνοϊζ. Ο Τουργέσιος σκοτώθηκε σε μάχη το 845, άφησε όμως δύο αποικίες στο Δουβλίνο και στο Ουώτερφορντ. Εκείνη την εποχή ωστόσο οι πειρατές είχαν απλωθεί ως τη Σκωτία και είχαν εξοντώσει όλες τις κοινότητες στη Δυτική ακτή.

    Στα μέσα του 9ου αιώνα οι Νορμανδοί άρχισαν να αναζητούν πλουσιότερα λάφυρα από ό,τι μπορούσαν να τους δώσουν τα βρετανικά νησιά. Είχαν πάρει τόσο θάρρος που αναπλέανε τον Σκάλδη, το Ρήνο, τον Σομ και τον Σηκουάνα και το 912 κατέκτησαν τη χώρα, που από τότε δεν έπαψε να φέρει το όνομα Νορμανδία. Από εκεί οι διάδοχοί τους πραγματοποίησαν τη δεύτερη κατάκτηση της Αγγλίας το 1066.  

    Στο μεταξύ είχαν κάψει το Αμβούργο και οι στόλοι των Βίκινγκ είχαν τραβήξει για την Ισπανία. Από εκεί πέρασαν αντίπερα στην ακτή της Αφρικής, που θα φιλοξενούσε αργότερα μια φυλή κουρσάρους ακόμα πιο φοβερούς. Σιγά – σιγά απλώθηκαν προς τα ανατολικά ως τις εκβολές του Ροδανού και από τόπο σε τόπο, ως την Ιταλία, ως τη στιγμή που σταμάτησαν για να απολαύσουν τις σκόρπιες κατακτήσεις τους, εξακολούθησαν να είναι ο τρόμος των κατοίκων όλων των θαλασσινών ακτών της χριστιανοσύνης.

    Η Χανσεατική Ένωση, ένας από τους πιο φημισμένους θεσμούς του Μεσαίωνα, έχει την καταγωγή της στον τρόμο που ενέπνεαν οι πειρατές που έρχονταν από το Βορρά. Το 1241 οι πόλεις Λυβέκη και Αμβούργο συνεννοήθηκαν για να προστατέψουν τα εμπορικά καράβια τους από τις επιθέσεις των κουρσάρων, που έστηναν καρτέρι στις εκβολές των γερμανικών ποταμών, που χύνονται στη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική. Σιγά-σιγά και άλλες ελεύθερες πόλεις ενώθηκαν μ’ αυτές και η δύναμη της Ένωσης αυξήθηκε γρήγορα. Τελικά ή έδρα της εγκαταστάθηκε στο Βίσμπυ, στη Γιουτλάνδη.

    Ακολούθησε μια μακριά σειρά αγώνες ανάμεσα στη Χανσεατική Ένωση και στους πειρατές. Τελικά επικράτησε η Ένωση. Καθώς όμως στο Μεσαίωνα οι ναυτικοί ήταν συνηθισμένοι να παίζουν κάθε λογής ρόλο στη θάλασσα και καθώς δεν ήταν μπορετό ν’ αντέξει κανείς στον πειρασμό να ξεφύγει από τον ίσιο δρόμο των συγκρούσεων και του εμπορίου, οι ναυτικοί του Αμβούργου σύντομα έμαθαν, με τη μέθοδο της μίμησης, το επάγγελμα που τους είχαν αναθέσει να εξοντώσουν και έγιναν ικανότεροι στην πειρατική τέχνη από τους καλύτερους πειρατές. Το εμπόριο της Αγγλίας, που αναπτυσσόταν εκείνο τον καιρό, υπέφερε από αυτούς, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, καθώς όμως

εκείνη την εποχή οι Άγγλοι κουρσάροι είχαν γίνει οι χειρότεροι εχθροί της γερμανικής ναυσιπλοΐας, τα παράπονα ήταν σχεδόν ίσα και από τις δυο μεριές.

    Στο δεύτερο μισό του 14ου αιώνα παρουσιάστηκαν στη Βόρεια Θάλασσα δύο ιδιαίτερα φημισμένοι Χανσεατικοί πειρατές, ο Γκόντεκινς και ο Στερτεμπέκερ, που συνήθως ταξίδευαν παρέα. Τα ονόματά τους εμφανίζονται σε άπειρες αιτήσεις αποζημίωσης γραμμένες από εμπόρους και καραβοκύρηδες, που τους είχαν κατακλέψει. Οι δύο αυτοί κύριοι ήταν φονιάδες και κλέφτες, Ο Στερτεμπέκερ ήταν ένας καταστραμμένος ευγενής και μπεκρής. Ήταν χειρότερος από τον άλλον, μ’ όλο που εκείνος τον ξεπερνούσε σαν πειρατής.  

    Το ζευγάρι στο τέλος στράφηκε εναντίον των εργοδοτών του και δούλευε για λογαριασμό του. Η Ένωση έπρεπε να το περιμένει αυτό, γιατί είχε υιοθετήσει η ίδια την επικίνδυνη πολιτική ενθάρρυνσης της πειρατείας, συμμαχώντας με τους πειρατές στους πολέμους της εναντίον της Δανίας, και εφαρμόζοντας έτσι την ίδια κοντόφθαλμη πολιτική που θα υιοθετούσαν τα ευρωπαϊκά κράτη εναντίον των κουρσάρων της Μπαρμπαριάς.

    Ο Γκόντεκινς και ο Στερτεμπέκερ ενώθηκαν με δύο άλλους ληστές, τον Μόλτκε και τον Μάντοϋφελ (τον άντρα-διάβολο) για να σχηματίσουν μια συμμορία που πήρε το όνομα των «Αδελφών Τροφοδοτών», ή για μεγαλύτερη οικειότητα «Οι Φίλοι του Θεού και οι Εχθροί του κόσμου». Η αδελφότητα αυτή στρατολογούσε τα πληρώματά της ανάμεσα στα ρεμάλια όλων των πόλεων των παραλίων της Βαλτικής και γινόταν από χρόνο σε χρόνο πιο δυνατή και πιο επικίνδυνη. Το 1392 είχε δυναμώσει τόσο ώστε λεηλάτησε και έκαψε το Μπέργκεν, την κυριότερη τότε πόλη της Νορβηγίας, άρπαξε τους πλουσιότερους εμπόρους και ζήτησε λύτρα από αυτούς. Ούτε ένα κανονικό εμπορικό καράβι της Βαλτικής ή της Βόρειας Θάλασσας δεν μπορούσε να ελπίζει πως θα ξεπεράσει σε ταχύτητα ή θα νικήσει σε μάχη καράβι της αδελφότητας και ύστερα από τη λεηλασία του Μπέργκεν, τα μεγαλύτερα ψαροτόπια ρέγγας εγκαταλείφθηκαν αναγκαστικά, γιατί κανένα ψαράδικο δεν τολμούσε να ξανοιχτεί.

    Η φοβέρα που βάραινε τη ζωή και τις δουλειές των εμπόρων έγινε τόσο σοβαρή, ώστε οι βασιλιάδες οργάνωσαν διάφορες εκστρατείες για να βάλουν τέρμα στη δράση των πειρατών. Η πρώτη, αρματωμένη από τη βασίλισσα Μαργαρίτα της Σουηδίας με τη βοήθεια του Ριχάρδου  Β΄ της Αγγλίας, απέτυχε ολοκληρωτικά. Μια άλλη που την οργάνωσαν οι πόλεις της Χάνσας και αποτελούνταν από τριάντα πέντε πολεμικά καράβια με τρεις χιλιάδες άντρες, δε σημείωσε παρά μόνο περιορισμένη επιτυχία εναντίον των δημιουργημάτων της.

    Οι «Τροφοδότες» βρήκαν επιτέλους το δάσκαλό τους το 1402. Κάτω από τις διαταγές του Σίμωνα της Ουτρέχτης, που ανέμιζε στο μεγάλο κατάρτι του καραβιού του το σήμα της Παρδαλής Αγελάδας, ο στόλος του Αμβούργου συνάντησε και σκόρπισε τους πειρατές. Ο αρχηγός τους, ο Στερτεμπέκερ, πιάστηκε ζωντανός, οδηγήθηκε στο Αμβούργο και εκτελέστηκε επιτόπου. Διηγούνταν εκείνη την εποχή πως βρήκαν το μεγάλο κατάρτι του καραβιού του κούφιο και γεμάτο λιωμένο χρυσάφι, μιας τόσο μυθικής αξίας ώστε το πούλημά του όχι μόνο έφτασε για να πληρωθούν όλα τα έξοδα της εκστρατείας και μια αποζημίωση στους εμπόρους για να ικανοποιήσουν τις ζημιές του, αλλά ακόμα για να φτιάξουν ένα χρυσό στέμμα για το καμπαναριό της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου του Αμβούργου, που ήταν αφιερωμένη στους ναυτικούς.



Τέλος δέκατου μέρους.