Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δέκατο πέμπτο μέρος




Δημήτρης Τουτουντζής

Ο δέκατος ένατος αιώνας.

    Στη διάρκεια των εφτά χρόνων που κράτησε η αμερικανική επανάσταση, από το 1775 έως το 1782, πλήθος κουρσάροι βρίσκονταν στις Αντίλλες. Οι περισσότεροι από αυτούς, άσχετα αν ήταν Άγγλοι, Γάλλοι, Ισπανοί ή Αμερικανοί, είχαν στα χέρια τους λίγο – πολύ αυθεντικές εντολές. Σοβαρές αναταραχές δημιουργήθηκαν αργότερα στη διάρκεια του μακροχρόνιου αγώνα ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία, που λυσσομανούσε από το 1793 έως το 1815. Εκείνη την εποχή πολλοί από αυτούς τους δήθεν κουρσάρους ήταν ουδέτεροι και ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο να  εξασφαλίσουν πρέζες ή πλιάτσικο για προσωπικό τους κέρδος παρά να βοηθήσουν τη μια ή την άλλη μερίδα στην τρομερή τους σύγκρουση. Όταν τελείωσε ο πόλεμος, χιλιάδες άντρες , που είχαν υπηρετήσει σ’ αυτά τα κουρσάρικα καράβια, βρέθηκαν χωρίς δουλειά, και απ’ αυτή ακριβώς την πάστα βγήκαν οι πειρατές.
    Οι καινούργιοι αυτοί πειρατές ήταν χειρότεροι από τους προηγούμενους. Οι παλιότεροι πειρατές, παρά τα φοβερά σφάλματα και τη σκληρότητά τους, είχαν μερικά ίχνη ανθρωπιάς και όταν τύχαινε, ήταν ικανοί να πολεμήσουν παληκαρίσια. Αυτοί οι καινούργιοι στάθηκαν άνανδροι, χωρίς το παραμικρό
χαρακτηριστικό που να μπορεί να τους δικαιώσει. Σχηματισμένες από τα κατακάθια των ρέμπελων ναυτικών των επαναστατημένων ισπανικών αποικιών, καθώς και από τα χειρότερα καθάρματα των Αντιλλών, οι ομάδες τους ήταν συμμορίες αιμοβόρων αγρίων, που δεν τολμούσαν ποτέ να επιτεθούν παρά μόνο στους αδύνατους και δεν ένιωθαν περισσότερο σεβασμό για τη ζωή των αθώων, από αυτών που νιώθουν οι χασάπηδες για τα θύματά τους. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι πως βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα μονότονο κατάλογο δολοφονιών και λεηλασιών.
    Ο μόνος ίσως γραφικός παλιάνθρωπος αυτής της συμμορίας είναι ο Ζαν Λαφίτ, που εγκατέστησε ένα καθεστώς τρόμου στον κόλπο του Μεξικού, αυτοδιορίστηκε δικτάτορας στο Γκάλβεστον, δίνοντας στον εαυτό του την εξουσία να χορηγεί εντολές κουρσέματος στους συναδέλφους του ληστές, είδε να επικηρύσσεται το κεφάλι του για πέντε χιλιάδες δολλάρια και εκδικήθηκε τοιχοκολλώντας μια προσφορά πενήντα χιλιάδων δολλαρίων γι το κεφάλι του κυβερνήτη.
    Η Ισπανία δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να επιχειρήσει τίποτε για να βάλει τέλος στη φοβέρα που βάραινε τη ναυσιπλοΐα στις Αντίλλες. Στο μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου ήταν απασχολημένη με τις επαναστατημένες αποικίες της Νότιας Αμερικής, που προσφέρανε το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμάτων των πειρατικών καραβιών καθώς και τις εντολές που χάρη σ’ αυτές δρούσαν τάχα τα πειρατικά καράβια, μ’ όλο που οι περισσότερες ήταν πλαστές ή χαρτιά χωρίς αξία, αγορασμένα από κατώτερους υπαλλήλους. Ακόμα και τα αποτελέσματα της ρωμαλέας συνεργασίας του αγγλικού και του αμερικάνικου ναυτικού εκμηδενίσθηκαν από τους Ισπανούς υπαλλήλους της Κούβας, που έβγαζαν όχι αμελητέα κέρδη από τη θέση αυτής της αποικίας σαν δικαστήριο λειών και πειρατών.
    Ωστόσο η Αγγλία και η Αμερική επιμείνανε, παρά την τοπική αδιαφορία, τα απίστευτα βάσανα, τον κίτρινο πυρετό, τις ατέλειωτες μέρες χωρίς ανάπαυση, που τις περνούσαν σε
σκάφη κάτω από τον ήλιο των τροπικών, τον συνεχή κίνδυνο της αρρώστιας ή της επίθεσης, και έτσι το 1835 είχαν ουσιαστικά καθαρίσει τα νησιά των Αντιλλών και του Βόρειου Ατλαντικού.
    Ουσιαστικά μπορεί να πει κανείς πως αυτή η εποχή της πειρατείας πήρε τέλος μετά το πιάσιμο του «Πάντα» το 1835.Αυτή η υπόθεση όχι μόνο είχε εκείνη την εποχή παγκόσμια απήχηση, αλλά αποτελεί και ένα σχεδόν πλήρες κείμενο για το ποια ήταν η κατάσταση της πειρατείας στ’ ανοιχτά των ακτών της Βόρειας Αμερικής στις αρχές του 19ου αιώνα. Ευτυχώς υπάρχει μια σχετική έκθεση γραμμένη επί τόπου από έναν αυτόπτη μάρτυρα, ένα μέλος του πληρώματος του «Μέξικαν», του καραβιού που το κούρσεμά του οδήγησε αργότερα στην κρεμάλα τους ληστές του «Πάντα». Οι λεπτομέρειες είναι τόσο χτυπητές, ώστε αξίζει να τις παρουσιάσουμε λεπτομερειακά.
    « … Κατά τις δέκα επιθεωρήσαμε όλους τους παρόντες και κάναμε προσκλητήριο επάνω στο μπρίκι. Ύστερα αρχίσαμε να μεταφέρουμε τα χρήματα που προορίζονταν για την αγορά του φορτίου μας της επιστροφής. Μπαρκάραμε έτσι είκοσι χιλιάδες δολλάρια σε ασήμι μέσα σε δέκα κάσσες των δύο χιλιάδων δολλαρίων η κάθε μία. Είχαμε ακόμα καμιά εκατοστή κάσες νίτρο και εκατό κάσσες τσάι. Τα χρήματα αποθηκεύθηκαν στο αμπάρι κάτω από τη μεγάλη αίθουσα και δεν υπήρχε άνθρωπος στο πλοίο που να μην ήξερε που βρίσκονται. Όταν όλα ήταν επιτέλους έτοιμα, σαλπάραμε και ανοιχτήκαμε στη θάλασσα με νοτιοανατολική κατεύθυνση. Μόλις βρεθήκαμε έξω από το λιμάνι και στερεώσαμε την άγκυρα, βάλαμε τάξη στο καράβι και ο καπετάνιος, αφού έκανε γενικό προσκλητήριο, μοίρασε τις βάρδιες. Ήμουν στη βάρδια του υποπλοιάρχου και ο νεαρός Τόμας Φούλλερ στη βάρδια του καπετάνιου.
    Επειδή θυμόταν πως πολλές πράξεις πειρατείας είχαν γίνει τελευταία εναντίον καραβιών του Σάλεμ, ο πλοίαρχος Μπάτμαν ήταν φανερό πως φοβόταν, ή ίσως είχε κάποια προαίσθηση, μήπως συμβεί τίποτε στο καράβι του, γιατί την άλλη μέρα, ενώ δούλευα στα ξάρτια, άκουσα τον καπετάνιο και τον υποπλοίαρχο να κουβεντιάζουν για τους πειρατές. Ο καπετάνιος έλεγε πως θα πολεμούσε σκληρά πριν αφήσει να του πάρουν τα χρήματά του. Κουβεντιάσανε πολύ ώρα και ο καπετάνιος φαινόταν πολύ στενοχωρημένος.
    Ταξιδεύαμε χωρίς να συμβεί τίποτε το αξιόλογο ως τις 19 Σεπτεμβρίου. Μετά το βραδινό φαγητό, είχαμε κάτσει όλοι μαζί και διηγούμαστε ιστορίες πειρατών, πράγμα που μας δημιούργησε κάποια ανησυχία. Κατέβηκα τα μεσάνυχτα και στις τέσσερις το άλλο πρωί φωνάξανε τη βάρδια μου. Όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα, ο υποπλοίαρχος ήρθε κοντά μας και μας είπε να προσέξουμε, γιατί βρισκόταν κοντά μας ένα καράβι που μας είχε διασταυρώσει από την πρύμνη και είχε περάσει σταβέντο μας (από την υπήνεμη πλευρά μας). Κάθισα ανάμεσα στα παλαμάρια και βρισκόμουν μόλις λίγα λεπτά εκεί ,όταν ένα καράβι έκοψε το δρόμο μας από μπροστά και ήρθε από σοφράνο (από την προσήνεμη πλευρά μας) καταπάνω μας. Πλέαμε με καλή ταχύτητα και όταν έδωσα σήμα, ο υποπλοίαρχος ήρθε στην πλώρη μ’ ένα κανοκιάλι, δεν μπόρεσε όμως να το ξεχωρίσει. Του είπα πως θα το έβλεπε από σοφράνο μόλις θα φώτιζε. Το πρωί ανακαλύψαμε μια σκούνα με γάμπια (το δεύτερο πανί πάνω από το κατάστρωμα και πάνω από τη μαΐστρα που είναι το πιο μεγάλο και χαμηλότερο πανί του μεγάλου καταρτιού), κάπου πέντε μίλια μπροστά μας από σοφράνο με τα ίδια πανιά ανοιγμένα όπως και μείς. Στις εφτά ο καπετάνιος ανέβηκε στη γέφυρα και μάθαμε το πρώτο μαντάτο πως η σκούνας μας κυνηγούσε.
    Βρισκόμουν στο τιμόνι όταν ο καπετάνιος βγήκε από την καμπίνα. Κοίταξε προς την
κατεύθυνση της σκούνας και μόλις την είδε, πήρε το κανοκιάλι του και ανέβηκε στο μεγάλο κατάρτι. Όταν κατέβηκε, έκλεισε το κανοκιάλι και μας είπε: Είναι ακριβώς εκείνο που περίμενα, μπόρεσα να μετρήσω τριάντα άντρες στο κατάστρωμα. Μας έδωσε έπειτα διαταγή να ανοίξουμε όλα τα πανιά, γιατί η σκούνα δεν φαινόταν να πηγαίνει πολύ γρήγορα, πιστεύοντας πως θα μπορούσαμε να απομακρυνθούμε από αυτή.
    Ενώ ανέβαζα τη μεγάλη γάμπια, κάθισα στην κεραία και άφησα να με ανεβάσουν ως πάνω για να έχω γενική θέα. Είδα άλλο ένα καράβι, ένα μπρίκι. στ’ ανατολικά μας και έδωσα σήμα. Στο μεταξύ η σκούνα είχε προχωρήσει πολύ, γιατί όταν άρχισα να κατεβαίνω βρισκόταν μπροστά μας. Όταν πήγαμε να φάμε για πρωινό, η σκούνα ήταν μπροστά μας και φαινόταν να κυνηγάει το άλλο καράβι. Τότε ο καπετάνιος άλλαξε δρόμο και έστριψε προς τα δυτικά με τον άνεμο πρίμα, για να τρέξει περισσότερο και να την ξεφορτωθούμε, αν ήταν δυνατό. Μετά το γεύμα, όταν ξανανεβήκαμε στη γέφυρα, η σκούνα ερχόταν κατευθείαν επάνω μας με όλα τα πανιά ανοιχτά. Παρατήρησα δύο βαρέλια μπαρούτι δίπλα στα δύο μοναδικά μας κανόνια. Ωστόσο τα αμυντικά μας μέσα ήταν ολότελα περιττά, γιατί η απόσταση ξεπερνούσε τη βολή των κανονιών μας.
    Λίγα λεπτά νωρίτερα η σκούνα είχε τραβήξει μια κανονιά κατά πάνω μας, για να μας κάνει να σταθούμε, πράγμα που ετοιμαζόταν να κάνει και ο πλοίαρχος Μπάτμαν όταν έφτασε στη γέφυρα. Η σκούνα ύψωσε τότε τα εθνικά της χρώματα (τη σημαία της Κολομβίας), χαμήλωσε το μεγάλο πανί της και στάθηκε ακίνητη κάπου μισό μίλι από σοφράνο μας. Ήταν σκούνα με γάμπια, μακριά και χαμηλή κάπου εκατόν πενήντα τόνων φορτίου, βαμμένη μαύρη με ένα μικρό άσπρο σιρίτι. Τα πανιά της είχαν κάποια κλίση προς τα πίσω και είχε μια αρκετά μεγάλη γάμπια. Δεν μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε το όνομά της. Είχε τριάντα ή και περισσότερους άντρες, ένα μακρύ κανόνι με υποστήριγμα των τριάντα δύο λιβρών στο κέντρο και τέσσερα μπρούτζινα κανόνια ,δύο από κάθε πλευρά.
    Μας φωνάξανε αγγλικά από το καράβι και μας ρώτησαν από πού ερχόμαστε, που πηγαίναμε και ποιο ήταν το φορτίο μας. Ο Πλοίαρχος Μπάτμαν απάντησε, τσάι και νίτρο. Η ίδια φωνή από τη σκούνα κάλεσε τον καπετάνιο μας να κατεβάσει μια βάρκα και να πλησιάσει το καράβι για να δείξει τα χαρτιά μας. Η βάρκα κατεβάστηκε και ο πλοίαρχος Μπάτμαν μαζί με τέσσερις άντρες μπαρκάρανε και τράβηξαν για τη σκούνα. Φεύγοντας, ο πλοίαρχος έσφιξε το χέρι του υποπλοιάρχου κ. Ρηντ και του είπε να κάνει ό,τι μπορεί, αν δεν τον ξανάβλεπε».
    Η βάρκα του «Μέξικαν» έπιασε στη σκάλα της σκούνας, της είπαν όμως να πάει στην πλώρη, όπου πέντε από τους πειρατές πηδήσανε στο πλεούμενό μας, χωρίς να επιτρέψουν σε κανέναν από τους άντρες μας να ανεβεί στο καράβι. Ύστερα σπρώξανε τη βάρκα και διατάξανε τον καπετάνιο μας να γυρίσει στο καράβι. Ήταν οπλισμένοι με πιστόλια στη ζώνη και με μεγάλα μαχαίρια στα μανίκια τους. Ενώ η βάρκα ήταν ακόμα κολλημένη στη σκούνα, ένας από τους πειρατές ρώτησε τον καπετάνιο του στα ισπανικά τι έπρεπε να μας κάνει και πήρε την απάντηση: Οι ψόφιες γάτες δε νιαουρίζουν. Ψάξτε παντού και γυρίστε στο καράβι με ό,τι μπορέσετε. Ξέρετε τι θα τους κάνετε. Οι διαταγές του καπετάνιου δοθήκανε στα ισπανικά και έτσι δεν τις κατάλαβε παρά ένας από τους άντρες του «Μέξικαν» που βρισκόταν στη βάρκα, ο Αρντισσόνε, που έβαλε τα κλάματα και δήλωσε με σπασμένα αγγλικά πως ήταν χαμένοι.
    «Η βάρκα μας γύρισε στο μπρίκι και ο πλοίαρχος Μπάτμαν καθώς και οι πέντε πειρατές ανεβήκανε στο καράβι. Δύο απ’ αυτούς κατεβήκανε στην καμπίνα και οι άλλοι έμειναν να κόβουν βόλτες στη γέφυρα. Ο υποπλοίαρχός μας ανέβηκε από την καμπίνα
και μας είπε να μαζευτούμε πίσω για να ανεβάσουμε τα χρήματα. Βρισκόμουν με τον Λάρκομπ κοντά στη σκάλα της μπουκαπόρτας και ετοιμαζόμαστε να κατεβούμε στην καμπίνα, όταν συναντήσαμε τον αρχηγό των πειρατών, που ανεβαίνοντας έδωσε το σύνθημα της επίθεσης.
    Οι τρεις πειρατές που βρίσκονταν στη γέφυρα έπεσαν επάνω στον Λάρκομπ και σε μένα, χτυπώντας μας στο κεφάλι με τα μακριά μαχαίρια τους. Μια σκωτσέζικη σκούφια που φορούσα τυχαία, μ’ ένα μεγάλο μπαμπακερό μαντήλι μέσα, με έσωσε από σοβαρή λαβωματιά, γιατί το μαχαίρι τα πέρασε και τα δύο. Επέμβηκε ο υποπλοίαρχός μας κ. Ρηντ και δοκίμασε να τους εμποδίσει να ριχτούν επάνω μας. Εκείνοι τότε στραφήκανε εναντίον του.
    Στο μεταξύ ο αρχηγός των πειρατών, που ήταν επικεφαλής (ήταν ο τρίτος πλοίαρχος) φώναξε στη σκούνα και τους είπε πως είχαν βρει αυτό που ζητούσαν. Η σκούνα έστειλε τότε μια βάρκα με δέκα έξη άντρες, που πλησίασε και έδεσε. Βάλανε το πλήρωμά μας να κατεβάσει τις κάσσες με τα λεφτά στη βάρκα και τις μεταφέρανε στο πειρατικό. Η βάρκα γύρισε ύστερα με δώδεκα άντρες ακόμα και άρχισε μια σοβαρή έρευνα. Εννιά από αυτούς ορμίσανε στην καμπίνα όπου βρισκόταν ο καπετάνιος, ο Τζακ Αρντισσόνε και εγώ. Χτυπήσανε τον καπετάνιο με τα μαχαίρια τους και σπάσανε ένα τηλεβόα στο κεφάλι και στους ώμους του. Βλέποντας πως δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε, έκανα ένα πήδημα για να δοκιμάσω να φτάσω στη γέφυρα από το παράθυρο της καμπίνας, με την ιδέα πως θα μπορούσα να αρπαχτώ από την κουπαστή της βάρκας και να σκαρφαλώσω στη γέφυρα. Ο Τζακ Αρντισσόνε, μαντεύοντας τι ήθελα να κάνω, με άρπαξε από το πόδι τη στιγμή που πηδούσα και με έσωσε, γιατί αλλιώς είναι πιθανό πως θα αποτύχαινα στην προσπάθειά μου και θα έπεφτα στη θάλασσα. Ο Τζακ και εγώ αρχίσαμε τότε να τρέχουμε με τους πειρατές πίσω μας, αφήνοντας τον καπετάνιο, που εξακολουθούσαν να τον δέρνουν και να τον βρίζουν ζητώντας του και άλλα χρήματα. Πηδήσαμε κάτω από το κατάστρωμα. Ο Τζακ, μη περιμένοντας πως το άνοιγμα θα ήταν τόσο κοντά, έπεσε στο αμπάρι και εγώ πάνω του. Για κάποιον άγνωστο λόγο, οι πειρατές εγκαταλείψανε το κυνηγητό, πριν φτάσουν στο άνοιγμα ανάμεσα στις γέφυρες, αλλιώς θα πέφτανε μαζί μας. Πέφτοντας ο Τζακ έσπασε δύο πλευρά. Κάτω από το κατάστρωμα είχαμε όλο το χώρο ελεύθερο, αφού δεν υπήρχε φορτίο και μπορούσαμε να πάμε από την μια άκρη του καραβιού στην άλλη.
    Το πλήρωμα συγκεντρώθηκε τότε στην πλώρη και έμεινε εκεί. Δεν είμαστε πολλή ώρα στον κρυψώνα μας, όταν ο υποπλοίαρχος κ. Ρηντ όρμισε κυνηγημένος από τον αρχηγό των πειρατών, που του ζητούσε τα χρήματά του. Ο υποπλοίαρχος είπε τότε στον Λάρκομπ να πάει να βρει ό,τι του είχε δώσει προηγούμενα να το κρύψει σε σίγουρο μέρος. Ήταν διακόσια δολλάρια σε νομίσματα και ο Λάρκομπ τα είχε κρύψει κάτω από τα ξύλα στο αμπάρι. Ο Λάρκομπ πήγε και τα πήρε, τα ανέβασε και τα έδωσε στον πειρατή, που άνοιξε το σακούλι, πήρε μια χούφτα, το ξανάδεσε και ανέβηκε στη γέφυρα, όπου πέταξε τη χούφτα τα νομίσματα στη θάλασσα, για να δείξει στους άντρες της σκούνας πως είχαν ανακαλύψει χρήματα.
    Τότε οι πειρατές πήγαν στον πλοίαρχο Μπάτμαν και του είπαν πως αν βρίσκανε και άλλα χρήματα που δεν τους είχαμε παραδώσει, θα μας κόβανε ολονών το λαρύγγι. Πρέπει να τους είχα ακολουθήσει στην καμπίνα, γιατί τους άκουσα να κάνουν αυτή τη φοβέρα στον καπετάνιο. Πριν από αυτό εμείς τα μέλη του πληρώματος είχαμε λογαριάσει πως υπήρχαν κάπου πενήντα δολλάρια, που τα είχαμε ασφαλίσει στο βαρέλι της σαλαμούρας και το είχαμε κρύψει. Ακούγοντας τη φοβέρα που έκαναν στον
καπετάνιο, έτρεξα στην πλώρη και πληροφόρησα το πλήρωμα για ό,τι άκουσα. Βγάλαμε τα χρήματα από το βαρέλι και τα αφήσαμε να πέσουν στο αμπάρι. Ο μαραγκός μας μπόρεσε αργότερα να καθορίσει την ακριβή τους θέση και έτσι δε χάσαμε ούτε σέντσι. Είναι αρκετά παράξενο το γεγονός πως το πρώτο πράγμα που έψαξαν οι πειρατές φτάνοντας κάτω ήταν το βαρέλι με τη σαλαμούρα. Η έρευνα των ρούχων μας από τους πειρατές στάθηκε αρκετά πλήρης και πήραν ό,τι είχαμε καινούργιο, τον καπνό μας κλπ. Στην καμπίνα έψαξαν την κασέλα του καπετάνιου, δε βρήκαν όμως εφτακόσια δολλάρια που είχε κρύψει στον διπλό πάτο. Του είχαν πάρει προηγούμενα μερικά δολλάρια, που είχε στην τσέπη του καθώς και τη χρυσή αλυσίδα του. Είχαν ακόμα ξαλαφρώσει τον υποπλοίαρχο από το ρολόι του.
    Κατά το μεσημέρι είχαμε την εντύπωση πως όλα ησυχάσανε στο καράβι, καθώς βρισκόμαστε κάτω από το κατάστρωμα από τη στιγμή που είχε φτάσει η πραγματική ομάδα έρευνας. Συμφωνήσαμε όλοι να μην ξανανεβούμε στο κατάστρωμα και να υπερασπιστούμε τον εαυτό μας με ξύλα, αν δοκιμάζανε να κατεβούν. Είμαστε αποφασισμένοι να πουλήσουμε τη ζωή μας όσο ακριβότερα μπορούσαμε. Επειδή ήμουν κάπως περίεργος, πίστεψα πως μπορούσα να ρίξω μια ματιά επάνω, για να δω τι έκαναν οι πειρατές. Τότε όμως μου ακουμπήσανε ένα γεμάτο πιστόλι στο μηλίγγι και πήρα διαταγή να ανεβώ στο κατάστρωμα, πράγμα που έκανα, περιμένοντας να με πετάξουν στη θάλασσα. Ένας από τους παληκαράδες με έπιασε από το γιακά και με κρατούσε με το χέρι τεντωμένο, για να μου βυθίσει το μαχαίρι του στο κορμί. Τον κοίταξα στα μάτια και τότε άφησε να πέσει το μαχαίρι του, δίνοντάς μου διαταγή να πάω να φέρω τα πορτόφυλλα της μπουκαπόρτας της πλώρης, που βρίσκονταν κάτω. Κατέβηκα και τα έφερα, μου έδωσαν όμως την εντύπωση πως δεν ήξεραν πώς να τα χρησιμοποιήσουν. Με διατάξανε να ανεβώ πάλι και να τα βάλω στη θέση τους. Ήταν τρεις και καθώς έβαζα το τελευταίο στη θέση του, είδα να γυαλίζει ένα μαχαίρι, ακούμπησα στην άκρη της πόρτας με το στομάχι μου και κάνοντας μια γρήγορη τούμπα, έπεσα με το κεφάλι κάτω από την καμπίνα της πλώρης. Το μαχαίρι έπεσε από πίσω μου, δεν με πέτυχε όμως. Κατέβηκα στο βάθος του αμπαριού από τη σκάλα. Σήκωσαν τότε την πόρτα, την καρφώσανε και βρεθήκαμε όλοι κλεισμένοι κάτω.
    Καρφώσανε και την πόρτα της σκάλας της πρύμνης, φυλακίζοντας και τους αξιωματικούς. Οι θόρυβοι που ακούγαμε πάνω από τα κεφάλια μας, μας έδειχναν πως οι πειρατές είχαν αρχίσει το έργο της καταστροφής. Όλα τα παλαμάρια του μανουβραρίσματος και τα σκοινιά κοπήκανε, τα πανιά σκιστήκανε λουρίδες – λουρίδες, τα όργανα ναυσιπλοΐας και ό,τι άλλο βρήκαν καταστράφηκαν, οι κεραίες γκρεμίστηκαν και μπορούσαμε να ακούμε τα δοκάρια να κατρακυλούν από τη μια άκρη του καταστρώματος στην άλλη. Ύστερα, καθώς καταλάβαμε από την εξέλιξη των γεγονότων, γέμισαν την κουζίνα με εύφλεκτες ύλες, δηλαδή με κατράμι, κατραμωμένα σκοινιά, στουπί κλπ και έβαλαν φωτιά αφού κατεβάσανε το μεγάλο πανί ώστε να ακουμπάει στη στέγη της κουζίνας. Ζούσαμε πάνω από μια ώρα μ’ αυτό το φόβο, όταν σταμάτησε κάθε θόρυβος, εκτός από τον παφλασμό της θάλασσας απάνω στο σκάφος. Σε όλο αυτό το διάστημα όλοι είμαστε μαντρωμένοι στο σκοτάδι του δωματίου της πλώρης, ανίκανοι φυσικά να προβλέψουμε προς ποια κατεύθυνση θα εκδηλωνόταν η επόμενη ενέργεια του εχθρού, ούτε πότε θα ερχόταν ο θάνατος για τον καθένα μας.
    Τελικά κατά τις τρεις το απόγευμα ο Τόμας Φούλλερ ήρθε τρέχοντας στην πλώρη να μας πληροφορήσει πως οι πειρατές έφευγαν από το καράβι.. Το ένα μετά το άλλο, τα μέλη του πληρώματος μαζεύτηκαν στην καμπίνα και κοιτάζοντας από τα δύο μικρά
ανοίγματα για τα κανόνια, είδαμε τους πειρατές να κατευθύνονται στη σκούνα. Ο πλοίαρχος Μπάτμαν βρισκόταν εκείνη τη στιγμή όρθιος στο τραπέζι της καμπίνας και κοίταζε από ένα φινιστρίνι, το μόνο πέρασμα που οι πειρατές είχαν ξεχάσει να κλείσουν. Του είπαμε πως η μυρουδιά του καπνού μας έκανε να πιστεύουμε πως είχαν βάλει φωτιά στο μπρίκι. Μας απάντησε πως το ήξερε και μας διέταξε να κάτσουμε ήσυχα. Κατέβηκε ύστερα από το τραπέζι, γονάτισε μερικά λεπτά για να προσευχηθεί, και μας είπε πολύ ήρεμα να γυρίσουμε στην πλώρη και πως θα μας φώναζε, όταν θα μας χρειαζόταν.
    Δεν είχαμε μείνει πολύ κάτω από την πλώρη, όταν μας φώναξε πάλι και μας ζήτησε να πάμε να πάρουμε όλους τους κουβάδες που βρίσκονταν κάτω από τη γέφυρα και να τους γεμίσουμε νερό από τα βαρέλια του αμπαριού. Όταν γυρίσαμε, ξανακοίταξε από το φινιστρίνι και γλίστρησε στη γέφυρα. Του περάσαμε ένα μικρό κουβά νερό και γλίστρησε πίσω από την κουπαστή προς την κουζίνα, φροντίζοντας να μην ξεπεράσει το χείλος της, για να ξεφύγει από την παρατήρηση της σκούνας. Η φωτιά άρχιζε ακριβώς να περνάει μέσα από τη στέγη της κουζίνας. Ευτυχώς έφτασε έγκαιρα και έριξε πάνω της λίγο νερό, εμποδίζοντάς την να απλωθεί έξω. Εξακολούθησε να κάνει το ίδιο αρκετή ώρα, μην τολμώντας να τη σβήσει αμέσως, από φόβο μήπως οι πειρατές παρατηρήσουν το σταμάτημα του καπνού και καταλάβουν πως το σχέδιο που είχαν φανταστεί για να μας καταστρέψουν, είχε αποτύχει. Όταν η φωτιά περιορίστηκε αρκετά, ώστε να σιγουρεύει αρκετά την ασφάλειά μας, ο καπετάνιος πήγε και άνοιξε την πίσω μπουκαπόρτα και μας ανέβασε στο κατάστρωμα. Καθώς η σκούνα ήταν σπουδαίος ταξιδευτής, είχε ξεμακρύνει σε σημείο που δε βλέπαμε πια το σκάφος της.
    Αφήσαμε τη φωτιά της κουζίνας να σιγοκαίει  για μισή ώρα ακόμα, έτσι που να βγαίνει πυκνός καπνός. Τώρα πια η σκούνα ήταν έξω από το πεδίο ορατότητας, αφού δε φαίνονταν παρά μόνο οι κορυφές των καταρτιών της στα ανατολικά. Εξετάζοντας το «Μέξικαν», το βρήκαμε σε κρίσιμη κατάσταση. Όλα τα παλαμάρια και τα σκοινιά του μανουβραρίσματος είχαν κοπεί, τα πανιά είχαν πέσει στη θάλασσα και καθώς είχαν κοπεί τα παλαμάρια του τιμονιού, το μπρίκι χτυπιόταν ακυβέρνητο από τα κύματα. Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά για να επισκευάσουμε τις αβαρίες μας όσο μπορούσαμε γρηγορότερα και πριν νυχτώσει είχαμε κρεμάσει καινούρια πανιά και είχαμε επισκευάσει ένα μεγάλο μέρος των σκοινιών της μανούβρας.
    Ευτυχώς, χάρη στην εξυπνάδα και την πρόβλεψη του καπετάνιου μας, τα πιο πολύτιμα εργαλεία μας της ναυσιπλοΐας, η πυξίδα, το μοιρογνωμόνιο, το εκτόκυκλο κλπ, είχαν γλυτώσει από την καταστροφή. Φαίνεται πως μόλις αναγνώρισε τον πραγματικό χαρακτήρα του ξένου καραβιού, ο καπετάνιος τα είχε κρύψει κάτω από το πίσω κατάστρωμα και τα είχε σκεπάσει με ένα σωρό στουπί. Στην έρευνά τους οι πειρατές δεν παρατήρησαν αυτό το μέρος, μ’ όλο που πέρασαν και ξαναπέρασαν μπροστά του. Μανουβράραμε ύστερα το μπρίκι με τον άνεμο πρίμα και με πλώρη κατά το βορρά. Σαν από θεία επέμβαση, σηκώθηκε δυνατός άνεμος και πριν νυχτώσει έγινε δυνατή θύελλα με συνοδεία βροντών και αστραπών. Αφήσαμε το μπρίκι να φεύγει στον άνεμο με όλα τα πανιά μαζεμένα. Τραβήξαμε κατά το βορρά ως το άλλο περί και αλλάξαμε τότε ρότα, βάζοντας πλώρη δυτικά. Ύστερα αλλάξαμε κατεύθυνση κάνοντας διάφορους ελιγμούς για μια ή δυο μέρες. Τελικά βάλαμε πλώρη για το λιμάνι μας και κρατήσαμε αυτό το δρόμο ώσπου φτάσαμε στο Σάλεμ στις 11 Οκτωβρίου 1832».
    Αυτό όμως δεν ήταν το τέλος της υπόθεσης του «Μέξικαν». Το δεύτερο μέρος της ιστορίας αποκαλύφθηκε στη διάρκεια της δίκης των πειρατών του «Πάντα», που έγινε στη Βοστόνη τρία χρόνια αργότερα.                                                       
    Μαθεύτηκε τότε ποια τύχη έσωσε το πλήρωμα του «Μέξικαν». Αφού έβαλαν φωτιά στο μπρίκι και η σκούνα άρχισε να απομακρύνεται, ο καπετάνιος Τζίμπερτ έμαθε για πρώτη φορά πως είχαν παρακούσει τις διαταγές του να σφάξουν όλο το πλήρωμα. Έβρισε, βλαστήμησε και φοβέρισε πως θα γύριζε πίσω να βεβαιωθεί πως δεν είχε επιζήσει κανείς, για να διηγηθεί την ιστορία. Οργανώθηκε ένα κανονικό κυνήγι και τελικά το «Πάντα» ρίχτηκε στην ακτή, στον ποταμό Ναζαρέτ της δυτικής ακτής της Αφρικής, όπου ανακαλύφθηκε και αναγνωρίστηκε από τον πλοίαρχο Τρόττερ του πλοίου της Α.Μ. «Κάρλιου», που είχε εντολή να περιπολεί στην περιοχή αυτή αναζητώντας δουλεμπορικά καράβια. Ο Τρόττερ χτύπησε το «Πάντα» και το κατέλαβε. Οι περισσότεροι πειρατές καταφύγανε στην ακτή, δώδεκα όμως από αυτούς πιαστήκανε από έναν ιθαγενή αρχηγό, που τους οδήγησε αιχμαλώτους στο αγγλικό καράβι. Αμέσως τους έδεσαν και τους έστειλαν στην Αγγλία. Από εκεί μεταφέρθηκαν με άλλο πολεμικό καράβι, το μπρίκι «Σάβεϊτζ», στις Ηνωμένες Πολιτείες, και έφτασαν στο Σάλεμ το 1834.
    Η δίκη της Βοστόνης προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση. Δεν μπορούσε να δει κανείς κάθε μέρα δώδεκα αλυσοδεμένους πειρατές. Η δίκη άρχισε 11 Νοεμβρίου και κράτησε δώδεκα μέρες. Στο τέλος οι ένορκοι κήρυξαν ενόχους τον Τζίμπερτ, τον ντε Σότο και τέσσερις ναύτες. Στην περίπτωση του ντε Σότο προσθέσανε θερμές συστάσεις επιείκειας, για τη γενναιόφρονη συμπεριφορά του, την ευγενική και γεμάτη αυτοθυσία, όταν έσωσε τη ζωή εβδομήντα αντρών του καραβιού «Μινέρβα», που είχε γίνει το 1831, όταν ο ντε Σότο ήταν καπετάνιος σ’ ένα καράβι που γύριζε από τη Φιλαδέλφεια στην Αβάνα.
    Μια μέρα, καθώς περνούσε από τους υφάλους στις Μπαχάμες, διέκρινε ένα μισοβουλιαγμένο καράβι μα τα κατάρτια και τα ξάρτια του γεμάτα κόσμο. Διακινδυνεύοντας τη ζωή και το καράβι του, ο ντε Σότο έσωσε εβδομήντα δύο ανθρώπους και τους ξανάφερνε στην Αβάνα. Μια ασφαλιστική εταιρία της Φιλαδέλφειας, σε ένδειξη εκτίμησης για το θάρρος του και την αυτοθυσία του, του χάρισε ένα χρυσό κύπελο. Αυτή η ηρωική πράξη έσωσε τον ντε Σότο από την κρεμάλα και αργότερα πήρε χάρη από τον πρόεδρο Άντριου Τζάκσον. Ο μαραγκός Ρουίθ πήρε και αυτός αναστολή, γιατί ήταν ανεύθυνος.
    Για να τελειώσουμε την ιστορία του «Πάντα» και του «Μέξικαν», θα προσθέσουμε ένα απόσπασμα μιας τοπικής εφημερίδας, που δημοσιεύθηκε τη μέρα της εκτέλεσης: «Πέντε από τους πειρατές εκτελέστηκαν σήμερα το πρωί στις δέκα και μισή. Τους συνόδεψε στην κρεμάλα ένας Ισπανός παπάς, κανένας όμως από αυτούς δεν εξομολογήθηκε, ούτε εξέφρασε μετάνοια. Όλοι διαμαρτύρονταν ως το τέλος λέγοντας πως ήταν αθώοι. Την περασμένη νύχτα ο πλοίαρχος Τζίμπερτ δοκίμασε να αυτοκτονήσει μ’ ένα κομμάτι γυαλί. Ένας άλλος πειρατής έκοψε το λαιμό του μ’ ένα κομμάτι τενεκέ. Ήταν τόσο εξασθενημένος από την αιμορραγία, ώστε υποχρεώθηκαν να τον μεταφέρουν στην κρεμάλα και να τον τοποθετήσουν σε μια καρέκλα πάνω από την καταπακτή που θα άνοιγε. Η στάση τους έδειχνε πως ως την τελευταία στιγμή ελπίζανε πως θα πάρουν χάρη».
    Με το κρέμασμα του πληρώματος του «Πάντα» η πειρατεία, σαν φοβέρα για το εμπόριο στις αμερικανικές θάλασσες, πέθανε οριστικά. Για μερικά χρόνια ακόμα διάφοροι κακοποιοί τριγυρίζανε γύρω στην Κούβα και σε μερικά απόμερα νησιά των Αντιλλών, οι ζημιές όμως που προκαλούσαν ήταν ασήμαντες. Με τη συνέχιση της ειρήνης και τη βαθμιαία σταθεροποίηση των νέων δημοκρατιών, δεν άξιζε πια τον κόπο να διατρέχει κανείς τους κινδύνους που έχει το επάγγελμα του πειρατή ανοιχτής θάλασσας.
    Πριν περάσουμε σε άλλα θέματα, αξίζει να αναφέρουμε μια άλλη δικαστική απόφαση
για πειρατεία, που έκανε κάποια εντύπωση εκείνη την εποχή.
    Η ιστορία αρχίζει τον Απρίλιο του 1821, όταν ο Ααρών Σμιθ υπέγραψε την πρόσληψή του σαν δεύτερος καπετάνιος του «Ζεφύρ», με πλοίαρχο τον Λάμσντεν, για να ξεκινήσει από το Κίγκστον της Τζαμάικας, με προορισμό την Αγγλία. Στις 29 Ιουνίου σαλπάρησε με το φορτίο του και εφτά επιβάτες. Ο Σμιθ δεν άργησε να διαπιστώσει πως ο πλοίαρχός του ήταν αγράμματος και ξεροκέφαλος, γιατί μ’ όλο που του ήταν γνωστό πως η πιο σίγουρη ρότα ήταν το πέρασμα από σοφράνο του νησιού, αυτός επέμεινε να τραβήξει από σταβέντο, γιατί ήταν πιο σύντομα, μ’ όλο που ήξερε πως υπήρχε κίνδυνος να τους πιάσουν πειρατές.
    Ταξιδεύανε πέντε μέρες και βρίσκονταν στ’ ανοιχτά του κάβου Αντώνιο στη νότια άκρη της Κούβας, όταν διακρίνανε μια ύποπτη σκούνα που τραβούσε κατευθείαν επάνω τους. Όταν τους πλησίασε, είδαν πως το κατάστρωμά της ήταν γεμάτο κόσμο. Κάθε αντίσταση και κάθε φυγή ήταν αδύνατη. Ο καπετάνιος Λάμσντεν παραδόθηκε αμέσως. Το αγγλικό καράβι λεηλατήθηκε πολύ σύντομα. Αφού οι πειρατές σηκώσανε ό,τι είχε κάποια αξία, το «Ζεφύρ» πήρε την άδεια να συνεχίσει το ταξίδι του με ολόκληρο το πλήρωμά του, εκτός από τον Ααρών Σμιθ, που κρατήθηκε από τους πειρατές για να τους χρησιμέψει σαν πλοηγός και διατάχθηκε να κατευθύνει το καράβι προς το Ρίο Μέντιας στην Κούβα.
    Στις δύο το απόγευμα, έφτασαν στο λιμάνι, όταν ο Σμιθ διέκρινε μεγάλο πλήθος βάρκες και βαρκάκια να έρχονται επάνω στο πειρατικό. «Ο καπετάνιος μου είπε πως περίμενε μια μεγάλη συντροφιά από την ξηρά, όπου θα βρίσκονταν δύο ή τρεις δικαστές με τις οικογένειές τους καθώς και πολλοί παπάδες, προσθέτοντας πως θα έβλεπα πολλές όμορφες νεαρές Ισπανίδες. Του εξέφρασα την απορία μου γιατί δεν τρόμαζε από την παρουσία των δικαστών. Έσκασε στα γέλια και μου είπε πως δε γνώριζα τον ισπανικό χαρακτήρα. Διάφορα δώρα, καφές και μερικά άλλα μικροπράγματα, μου είπε, εξασφαλίζουν πάντα τη φιλία τους. Από αυτούς μαθαίνω, πρόσθεσε, ό,τι συμβαίνει στην Αβάνα και ειδοποιούμαι έγκαιρα για κάθε εχθρικό μέτρο, ώστε να μπορέσω να προφυλαχτώ».
    Όταν οι βάρκες, μικρές και μεγάλες, έφτασαν κοντά στο καράβι, δύο δικαστές, ένας παπάς, πολλές κυρίες καθώς και κύριοι, έγιναν δεκτοί με μεγάλη μεγαλοπρέπεια από τον καπετάνιο και τον συγχάρηκαν για τις επιτυχίες του. Ο Σμιθ παρουσιάσθηκε με όλη την απαιτούμενη ευγένεια από τον καπετάνιο στους καλεσμένους του, σαν η τελευταία στρατολογία του. Ύστερα ο αξιωματικός πλοηγός και η παρέα κατέβηκαν στην καμπίνα για να πιούν στην υγεία του καπετάνιου. Κάποια από τις κυρίες πρότεινε να χορέψουν και αυτό το δέχτηκε ο πολύ φιλόξενος καπετάνιος. Μια κοπέλα, η κόρη ενός δικαστή, διάλεξε, για μεγάλη δυσαρέσκειά του, τον Σμιθ σαν καβαλιέρο. «Αρνήθηκα αυτή την τιμή με αρκετά ξερό τρόπο, η κοπέλα όμως, παρ’ όλη τη φανερή χοντροκοπιά μου, επέμεινε να μάθει το λόγο της άρνησής μου. Της απάντησα με αθωότητα πως οι σκέψεις μου ήταν πολύ απασχολημένες από τη θλίψη για την κατάστασή μου και τη στενοχώρια που θα προκαλούσα στη γυναίκα και στην οικογένειά μου και γι’ αυτό δεν μπορούσα να δείξω ενδιαφέρον για τις διασκεδάσεις». Στην πραγματικότητα ο Σμιθ ήταν εργένης (μ’ όλο, που όπως θα δούμε, δεν ήταν ελεύθερος), στο «Ζεφύρ» όμως επέμενε να τον αφήσουν να γυρίσει σπίτι του, υποστηρίζοντας πως είχε γυναίκα και παιδιά στην Αγγλία. Η κοπέλα φαίνεται πως δεν ήταν πολύ αφελής, γιατί απάντησε με ωραίο αθώο ύφος: «Δεν μπορεί να είσαστε παντρεμένος, γιατί μου είπαν πως όλοι οι παντρεμένοι
προσπαθούν πάντα να το κρύψουν».
    Η νεαρή Ισπανίδα και ο Άγγλος αποσύρθηκαν τότε σε μια γωνιά και κουβέντιασαν πολλή ώρα εμπιστευτικά για θέματα σχετικά με τον έρωτα, την τιμή και τη μελαγχολία. Ο Σμιθ έμαθε πως το μικρό της όνομα ήταν Σεραφίνα, ίσως όμως δεν πληροφορήθηκε ποτέ το επίθετό της. Τον βεβαίωσε πως ένιωθε συμπόνια και ενδιαφέρον γι’ αυτόν, και θα προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα της, το δικαστή, να πετύχει την απελευθέρωσή του.
    Όσο προχωρούσε η βραδιά, η λύπη του Σμιθ έπαιρνε φανερά τα τρυφερά χρώματα του ειδυλλίου. Μας λέει πως η Σεραφίνα «ήταν νέα και όπως φαινόταν, δεν ήξερε τον κόσμο και τις πονηριές του. Ήταν απλή στους τρόπους της και είχε ύφος τόσης καθαρότητας και ειλικρίνειας σε ό,τι έκανε ή έλεγε, ώστε σε κάθε άλλη περίσταση θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη επιρροή. Τα χαρακτηριστικά της ήταν κανονικά και χαριτωμένα, όχι όμως όμορφα, τα μάτια της ήταν λαμπερά, ζωηρά και γεμάτα εξυπνάδα. Ήταν μελαχρινούλα και η γενική της εμφάνιση από κείνες που προκαλούν το ενδιαφέρον με την πρώτη ματιά. Στον χαρακτήρα ήταν καλή, υποχρεωτική και έδειχνε ανθρωπιά και δυνατά και ζεστά αισθήματα, που εκδηλώνονταν καθαρά όταν την ενδιέφερε κάτι».
    Αφού χόρεψε λίγο η Σεραφίνα, προφασίσθηκε αδιαθεσία και κάθισε. Έκανε ερωτήσεις στον Σμιθ για το μέγεθος και τον πλούτο του Λονδίνου σε σημείο που η «θέρμη των αισθημάτων και του ενδιαφέροντος που εξεδήλωνε απέναντί μου, μου έδωσε την εντύπωση πως είχα δημιουργήσει τρυφερό ενδιαφέρον στην καρδιά της». Η τρυφερή συνομιλία όμως διακόπηκε απότομα από τον καπετάνιο, που ήρθε και «με διέταξε να συνοδέψω τη νεαρή κυρία αμέσως στην παρέα. Διαταγή που δεν τόλμησα να παρακούσω».
    Τις πρώτες πρωινές ώρες αρχίσανε να φεύγουν οι καλεσμένοι και ο καπετάνιος τους έφερε δώρα. Κανένας από τους καλεσμένους δεν έφυγε από τη σκούνα χωρίς το δώρο του, που όλα προέρχονταν από τα λάφυρα του «Ζεφύρ». Όλοι γυρίσανε στην ξηρά ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι.
    Το μεσημέρι έφτασαν περισσότερα πλεούμενα και έφεραν πολλούς Κουβανέζους που ήθελαν να αγοράσουν εμπορεύματα από το πλιάτσικο. Ανάμεσα στους πρώτους ανέβηκαν στο καράβι η Σεραφίνα και ο πατέρας της. Παίρνοντας το, Σμιθ παράμερα, η Σεραφίνα του είπε πως η μητέρα της είχε μεγάλη επιθυμία να τον δει και πως θα προσπαθούσε να του πάρει άδεια να κατεβεί στην ξηρά. Απαντώντας της, ο Ααρών εξομολογήθηκε πως δεν ήταν παντρεμένος, και πως είχε την καρδιά ελεύθερη. Αυτή η ομολογία φαίνεται πως της έκανε μεγάλη ευχαρίστηση.
    Άρχισε το πούλημα. Στον Σμιθ αναθέσανε το ζύγισμα. Ζύγιζε λοιπόν τον καφέ για τους αγοραστές. Καθώς ούτε ο καπετάνιος ούτε κανείς από το πλήρωμα δεν καταλάβαινε από αριθμητική, ο Σμιθ υποχρεώθηκε να κάνει τα τιμολόγια και όταν τελείωσαν και πληρώθηκαν οι λογαριασμοί, σε όλο τον κόσμο προσφέρθηκε ένα μεγάλο γεύμα. Ο καπετάνιος που μιλούσε λίγο τα εγγλέζικα, διέταξε χαμηλόφωνα τον Σμιθ να φτιάξει ένα δυνατό μίγμα από οινοπνευματώδη ποτά, ικανό να μεθύσει γρήγορα, και να το παρουσιάσει μετά το γεύμα σαν αγγλικό λικέρ. Όταν αυτό το ποτό θα έφερνε το αποτέλεσμά του στους καλεσμένους, θα έκανε πλειστηριασμό των ρούχων που είχε αρπάξει από το «Ζεφύρ».
    Ο Σμιθ έπαιξε το ρόλο του στην εντέλεια, κερνώντας όλους με ποτήρια που περιείχαν ένα μίγμα από κρασί, ρούμι, ρακί και μπύρα, και οι καλεσμένοι δηλώσανε πως ήταν εξαιρετικό. Το αποτέλεσμα ανταποκρίθηκε στις ελπίδες του καπετάνιου. Έγινε ένας
τρελός πλειστηριασμός και τα πιο ασήμαντα πράγματα πουλήθηκαν σε τεράστιες τιμές.
    Ενώ όλος ο κόσμος που βρισκόταν στο καράβι χώνευε στον ύπνο τα αποτελέσματα του αγγλικού λικέρ, οι ερωτευμένοι, γιατί είχαν φτάσει ως εκεί, απολάμβαναν μια τρυφερή συνομιλία, που τελείωσε με την υπόσχεση να το σκάσουν και να παντρευτούν, αν παρουσιαζόταν καμιά ευκαιρία.
    Στις δύο επόμενες μέρες οι πειρατές αρμενίζανε αναζητώντας καινούργιες πρέζες. Την Τρίτη ημέρα διέκριναν ένα πανί. Ήταν ένα ολλανδικό καράβι, που άφησε να το πιάσουν και να το πάνε στην Κούβα χωρίς να ρίξει ούτε ένα πυροβολισμό. Όταν έφτασαν στο λιμάνι, πήραν την πληροφορία πως ο δικαστής, ο πατέρας της Σεραφίνας, είχε λαβωθεί από έναν πυροβολισμό, που έριξε κάποιος κλέφτης και πως ζητούσαν επειγόντως τον Σμιθ για να επιδέσει το τραύμα του. Ο καπετάνιος, μ’ όλο που δίσταζε να στείλει τον Σμιθ, δεν ήθελε ωστόσο να προσβάλει το φίλο και προστάτη του και επέτρεψε στον Ααρών να κατεβεί στην ξηρά με ισχυρή φρουρά. Εξετάζοντας τη λαβωματιά, ο πονηρός Σμιθ διαπίστωσε πως ήταν ελαφριά, δήλωσε όμως πως ήταν σοβαρή, για να έχει τη δυνατότητα να βλέπει τη Σεραφίνα του όσο μπορούσε πιο συχνά.
    Στην Τρίτη ή τέταρτη επίσκεψη, ενώ ο Ααρών και η Σεραφίνα είχαν περάσει σ’ ένα άλλο δωμάτιο για να ανταλλάξουν μεριά λόγια και ένα φιλί, διαπίστωσε πως «τα μάτια και η έκφρασή της ακτινοβολούσαν από έρωτα και χαρά και μάντεψε πως είχε να του μεταδώσει ένα ευχάριστο νέο». «Τα κανόνισα όλα» του φώναξε με πάθος, πέφτοντας στην αγκαλιά του, «ο οδηγός είναι έτοιμος και δε μας μένει παρά να ορίσουμε τη συνάντηση και να βρούμε την ευκαιρία».
    Αυτή η συμπαθητική ανακοίνωση τον συγκίνησε βαθειά: «Έσφιξα το αγαπημένο και χαριτωμένο πλάσμα στην αγκαλιά μου. Ήμουν πολύ συγκινημένος και δεν μπορούσα να μιλήσω, αλλά κρατώντας την στην καρδιά μου, έχυσα δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης». Η Σεραφίνα συνήλθε πρώτη και «κοκκινίζοντας που βρέθηκε σ’ αυτή την κατάσταση, ξέφυγε τρυφερά από τα χέρια μου και με προειδοποίησε να φυλάγομαι και να μην αφήσω κανένα να καταλάβει τη συγκίνησή μου».
    Η πρακτική Σεραφίνα είχε οργανώσει τα πάντα. Τη μεθεπόμενη ο Ααρών επρόκειτο να πάει σπίτι της με την πρόφαση πως θα έκανε στον πατέρα της μια χειρουργική επέμβαση. Αυτή θα είχε τότε δυο άλογα έτοιμα, καθώς και έναν έμπιστο οδηγό. Αλλοίμονο όμως, όταν ήρθε η στιγμή ο οδηγός αποδείχθηκε προδότης και η φυγή καθυστέρησε αναγκαστικά, ώσπου παραμερίστηκαν οι υποψίες.
    Στο μεταξύ οι πειρατές είχαν την τύχη να πιάσουν πολλές μικρές πρέζες, καθώς και ένα αμερικάνικο καράβι στο οποίο βρίσκονταν και δύο επιβάτες, ένας Ισπανός αξιωματικός και η γυναίκα του. Η κυρία ήταν πολύ άρρωστη από το ταξίδι, περισσότερο όμως από την τρομάρα που πήρε από τους πειρατές. Ο Σμιθ, που είχε πια αποκτήσει πραγματική φήμη σαν γιατρός και τον φωνάζανε να θεραπεύσει κάθε περίπτωση αρρώστιας και κάθε λαβωματιά, πήρε διαταγή να περιποιηθεί την άρρωστη, που βρισκόταν στο ίδιο καράβι μαζί του. Με τις συνταγές του, η κυρία έγινε σύντομα καλά και του έδειξε την ευγνωμοσύνη της.
    Ο χώρος ήταν πολύ περιορισμένος στο καράβι. Οι τρεις αιχμάλωτοι, ο Σμιθ, ο Ισπανός αξιωματικός (που ο Σμιθ τον θεωρούσε κτήνος χωρίς ανατροφή) και η γυναίκα του κοιμόνταν στην ίδια καμπίνα, σε στρώματα ριγμένα κατάχαμα. Από αυτό δημιουργήθηκε μια παρεξήγηση που θα μπορούσε να προκαλέσει περιπλοκές. Ας αφήσουμε όμως τον Ααρών να διηγηθεί ο ίδιος το επεισόδιο:
    Είχαν ετοιμάσει για τον αξιωματικό και τη γυναίκα του ένα στρώμα δίπλα στο δικό
μου, στην καμπίνα όπου περάσαμε αυτή τη νύχτα. Ήμουν πολύ περιποιητικός σ’ αυτήν την κυρία, της ετοίμαζα να δοκιμάσει κρασί με κανέλα και φρόντιζα όσο μπορούσα περισσότερο για τις ανέσεις της. Μου έδειξε μεγάλη ευγνωμοσύνη για τις περιποιήσεις μου, οι εκδηλώσεις της έφταναν σε βαθμό θερμότητας, πράγμα που με έκανε να φοβάμαι σοβαρές συνέπειες. Μια νύχτα, ενώ είχαμε αποσυρθεί ο καθένας στο στρώμα του, ξύπνησα κατά τα μεσάνυχτα και βρήκα δίπλα μου την κυρία κοιμισμένη με τα χέρια της γύρω στο λαιμό μου. Την ξύπνησα σιγά και την πληροφόρησα, με όλο το σεβασμό, για το λάθος της. Δε μου έδωσε καμιά απάντηση και γύρισε στο πλευρό του νόμιμου συζύγου της. Θεώρησα το περιστατικό σαν τυχαίο αποτέλεσμα της γειτονίας των στρωμάτων μας. Ωστόσο την επόμενη νύχτα ξύπνησα από τα χάδια της. Τη φορά αυτή όμως οι συνέπειες λίγο έλλειψε να σταθούν μοιραίες. Ο άντρας ξύπνησε την ίδια στιγμή σχεδόν, δε βρήκε τη γυναίκα δίπλα του και την είδε κοντά μου. Άρχισε να φωνάζει σε σημείο που ξύπνησε ταυτόχρονα τη γυναίκα και τον καπετάνιο, εγώ όμως έκρινα φρόνιμο να κάνω τον κοιμισμένο. Ξυπνώντας, η Ισπανίδα έβγαλε μια αδύνατη κραυγή, συνήλθε αμέσως και κατάφερε να ημερώσει τον έξαλλο σύζυγό της, πείθοντάς τον πως είχε κάνει λάθος στον ύπνο της και η συζυγική του τιμή ήταν άθικτη. Το πίστεψε εύκολα, βλέποντάς με αποκοιμισμένο».
    Η κατάσταση ήταν ακόμα γεμάτη κινδύνους, ο πειρατής καπετάνιος όμως, φτάνοντας εκείνη τη στιγμή να δει τι γίνεται και μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσκασε σε τέτοια γέλια ώστε όλοι ένιωσαν άνετα.
    Ο Σμιθ φαίνεται πως ήταν από κείνους τους ευτυχισμένους, ή δυστυχισμένους, που τους λατρεύουν όλες οι γυναίκες. Μετά το άτυχο επεισόδιο του στρώματος, αποφάσισε να κρατήσει πιο προσεχτική στάση μ’ όλο που, όπως διαπιστώνουμε με λύπη, δε μιλάει για τα καθήκοντά του απέναντι στη Σεραφίνα. Είναι προτιμότερο ακόμα να αναφέρουμε τα ίδια του τα λόγια:
    « Από εκείνη την περίφημη βραδιά, ο Ισπανός παρακολουθούσε αδιάκοπα με ζήλεια την όμορφη σύντροφό του, εγώ ήμουν πολύ επιφυλακτικός και προσεχτικός τις επαφές μου μαζί της. Η απροσεξία της όμως ήταν αρκετή για να ματαιώσει όλες τις προσπάθειές μου. Βρισκόμουν κάτω στην καμπίνα, φτιάχνοντας ένα γιατρικό για έναν άρρωστο, όταν η κυρία εγκατέλειψε κρυφά τον άντρα της και κατέβηκε. Μόλις μπήκε στην καμπίνα, κάθισε στα γόνατά μου και περνώντας με οικειότητα το χέρι της γύρω στο λαιμό μου, μου έδωσε ένα φιλί. Ο αξιωματικός που την είχε ακολουθήσει σχεδόν κατά πόδας, μπήκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή και χειρονομώντας θυμωμένα έτρεξε αμέσως στη γέφυρα να φωνάξει τον καπετάνιο και να του ζητήσει να μου επιβάλει αυστηρή τιμωρία. Ωστόσο η κυρία πήρε το μέρος μου και δήλωσε πως ο άντρας της έκανε λάθος, γιατί δεν είχε συμβεί τίποτε. Εξήγησε τότε πως μπορεί να την είδε στα γόνατά μου, λέγοντας πως είχε γλιστρήσει από το κούνημα του καραβιού, πως την είχα πιάσει στα χέρια μου, εμποδίζοντάς την έτσι να πέσει και να χτυπήσει σοβαρά. Καθώς είχε θάλασσα και πότε – πότε το καράβι σκαμπανέβαζε, η ιστορία φαινόταν πιθανή και ο καπετάνιος δήλωσε πως δεν υπήρχε λόγος για τιμωρία».
    Ο ζηλιάρης σύζυγος, που δεν πίστευε λέξη από μια τόσο παράξενη ιστορία, πήρε κατ’ ανάγκη ύφος ικανοποίησης και έφυγε από την καμπίνα ψιθυρίζοντας φοβέρες εκδίκησης, για μεγάλη ανακούφιση όμως του Σμιθ, το ζευγάρι απελευθερώθηκε την επομένη και έφυγε για την Αβάνα.
    Για πολλές μέρες το πειρατικό έμεινε αραγμένο και δε σημειώθηκε τίποτε το αξιόλογο.
Ύστερα έφτασαν άσχημα μαντάτα για τον καπετάνιο. Με ένα γράμμα οι δικαστές τον
ειδοποιούσαν να φύγει χωρίς αναβολή. Φαίνεται πως το πλήθος των παραπόνων εναντίον
των πράξεων πειρατείας, που είχαν φτάσει στον κυβερνήτη της Αβάνας, ήταν τόσο μεγάλο ώστε είχε αποφασίσει να πάρει αποτελεσματικά μέτρα και έστελνε δια ξηράς εκατό στρατιώτες, με διαταγή να αιχμαλωτίσουν τους πειρατές, ενώ πέντε κανονιοφόροι τους περίμεναν από την άλλη μεριά των υφάλων, για την περίπτωση που οι πειρατές θα δοκίμαζαν να φύγουν.
    Οι πειρατές σαλπάρανε το ίδιο βράδυ από το λιμάνι και όταν ξημέρωσε, το καράβι τους βρισκόταν σε ένα απόμερο λιμανάκι, με τη ζούγκλα ολόγυρα, που το έκρυβε ολότελα από τους παρατηρητές από τη θάλασσα. Μόλις ελευθερώθηκε και πάλι η ακτή, οι πειρατές εγκατέλειψαν τον κρυψώνα τους και άρχισαν να βολτετζάρουν αναζητώντας καμιά πρέζα. Αιχμαλώτισαν ένα γαλλικό καράβι και το απαλλάξανε από ό,τι είχε κάποια αξία.
    Μια νύχτα με κακοκαιρία, ενώ το καράβι ήταν αγκυροβολημένο κοντά στην ακτή και ο καπετάνιος είχε κλειστεί στην καμπίνα του με μια σοβαρή κρίση πυρετού, το πλήρωμα μέθυσε. Ο Σμιθ βρήκε ευκαιρία να ξεφύγει. Έβαλε σε ένα σακί ναυτικά όργανα και μερικά μπισκότα και γλίστρησε σε μια ψαρόβαρκα, που ήταν δεμένη από πίσω.. Έκοψε το σκοινί και άφησε να τον παρασύρει το ρέμα. Όταν βρέθηκε αρκετά μακριά ώστε να μην ακούγεται, ύψωσε το πανί και τράβηξε κατά την Αβάνα. Αφού ταξίδεψε όλη την άλλη μέρα και νύχτα, έφτασε στο τέλος στο λιμάνι της Αβάνας ελπίζοντας πως είχαν τελειώσει όλες οι δυσκολίες του. Καθώς όμως περιδιάβαζε σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης, συνάντησε τον παλιό του εχθρό, τον Ισπανό αξιωματικό, επικεφαλής μιας ομάδας στρατιωτών. Ο αξιωματικός διέταξε αμέσως τους άντρες του να πιάσουν τον πειρατή και ο Σμιθ σύρθηκε στο γραφείο του κυβερνήτη, όπου ο αξιωματικός τον κατηγόρησε για πειρατεία, καθώς και πως του έκλεψε ένα ποσό χρήματα σε μετρητά.
    Ο Σμιθ έμεινε κλεισμένος για πολλές μέρες σε ένα σκοτεινό κελί, γεμάτο ζωύφια, στη φυλακή της πόλης. Τελικά οδηγήθηκε στο δικαστή και υποβλήθηκε σε μια ατελείωτη ανάκριση. Έπειτα μεταφέρθηκε στην κοινή φυλακή με τετρακόσιους ως πεντακόσιους άλλους φυλακισμένους από όλες τις χώρες, που κερδίζανε μερικά χρήματα φτιάχνοντας πούρα, επάγγελμα που το έμαθε και ο Σμιθ στις εφτά βδομάδες που πέρασε περιμένοντας μια νέα ανάκριση. Ύστερα από ένα διάταγμα, οδηγήθηκε στο δικαστήριο για να δώσει λόγο για την  κατηγορία που του είχε αποδώσει ο Ισπανός αξιωματικός. Η απόφαση αναβλήθηκε για την επόμενη συνεδρίαση, για να μπορέσουν οι δικαστές να συζητήσουν την περίπτωσή του. Ύστερα από μια μέρα, ένας από τους δικαστές ήρθε να τον επισκεφθεί στη φυλακή του και του δήλωσε με ειλικρίνεια πως θα μπορούσε να απελευθερωθεί αν πλήρωνε εκατό χρυσά νομίσματα. Αλλιώς θα τον παραδίνανε στον κυβερνήτη της Τζαμάικας, που τον είχε ζητήσει.
    Ο Σμιθ, που ήταν απένταρος και δε μπορούσε να βρει εκατό χρυσά νομίσματα, εξήγησε στο δικαστή πως δεν ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε πληρωμή. Την επομένη τρεις Άγγλοι αξιωματικοί, προερχόμενοι από τη ναυαρχίδα του Σερ Τσαρλς Ρόουλυ και συνοδευμένοι από μια φρουρά Ισπανούς στρατιώτες , τον οδήγησαν από τη φυλακή στο πολεμικό καράβι «Σιμπύλ». Εκεί, για μεγάλη του κατάπληξη, τον έβαλαν στα σίδερα και τον πέταξαν στο αμπάρι σαν εγκληματία.
    Ύστερα από ένα μακρινό ταξίδι, το «Σιμπύλ» έφθασε στην Αγγλία, όπου έβγαλαν τον Σμιθ από τα σίδερα και τον μεταφέρανε στη φυλακή του Νιούγκεϊτ. Εκεί περίμενε να δικαστεί για πειρατεία από το δικαστήριο του Ναυαρχείου.
    Η δίκη, που προκάλεσε τεράστιο ενδιαφέρον στο κοινό, άρχισε την Παρασκευή 20
Δεκεμβρίου 1823. Παρέλασε και ακούστηκε ένας μεγάλος αριθμός μαρτύρων. Τελικά, κυρίως χάρη στη μαρτυρία μιας αντιπροσώπου του ωραίου φύλου, οι ένορκοι εκδηλωθήκανε ευνοϊκά για τον φυλακισμένο. Ήταν κάποια Μις Σοφία Νάιτ «ένα πρόσωπο σημαντικής γοητείας». Όταν την καλέσανε, ήταν εξαιρετικά ταραγμένη. Ο κατηγορούμενος έβαλε τα κλάματα βλέποντάς την να παρουσιάζεται στο δικαστήριο. Η Μις Σοφία δήλωσε πως συνδεόταν στενά με τον κρατούμενο από τρία χρόνια. Πρόσθεσε πως τον περίμενε να γυρίσει στην Αγγλία για να γίνει γυναίκα του. Σ’ αυτό το σημείο της κατάθεσής της, δεν μπόρεσε να προχωρήσει άλλο και έβαλε τα κλάματα. Ο κρατούμενος, που φαινόταν βαθειά συγκινημένος, άρχισε να κλαίει και αυτός. Οι ένορκοι, συγκινημένοι και αυτοί, έβγαλαν απόφαση πως ήταν αθώος.
    Η ιστορία δε λέει αν η πιστή Σοφία παντρεύτηκε τον Ααρών της ή αν (πράγμα εξαιρετικά απίθανο) αυτός γύρισε στη Σεραφίνα του.

Τέλος δέκατου πέμπτου μέρους.          
          

                                                      (Δέκατο τρίτο μέρος )