Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δέκατο τρίτο μέρος

Χένρυ Μόργκαν

Δημήτρης Τουτουντζής 

    Ενώ ο Πιέρ Λεγκράν είχε δείξει στους αδερφούς του πως και τα μεγαλύτερα ακόμα ισπανικά γαλιόνια δεν ήταν ασφαλισμένα από τις επιθέσεις τους, ένα άλλος μπουκανιέρος βρήκε μια καινούργια και πιο πλούσια φλέβα. Ήταν ένα άλλος Γάλλος, ο Φρανσουά Λολονουά ή Ολωναίος, πιθανότατα το πιο σκληρό και αλύπητο κάθαρμα που έκοψε ποτέ ισπανικό λαρύγγι και που καυχιόταν πως ποτέ δε χάρισε τη ζωή σε αιχμάλωτο.
    Ως τότε οι μπουκανιέροι είχαν στρέψει σχεδόν όλη τους την προσοχή στα ισπανικά καράβια, χωρίς να κάνουν στην ξηρά παρά μόνο πρόχειρες επιδρομές, για να προμηθευτούν τρόφιμα και ποτά. Ο Ολωναίος όμως συνέλαβε ένα καινούργιο σχέδιο. Μαζεύοντας ισχυρή δύναμη καραβιών και αντρών στην Τορτούγκα, σαλπάρησε για τον κόλπο της Βενεζουέλας. Η πόλη Μαρακάϊμπο, μεγάλη και πλούσια, υψωνόταν στις όχθες μιας μεγάλης λίμνης, που επικοινωνούσε με τον κόλπο από ένα στενό κανάλι. Αυτό το κανάλι φυλαγόταν από ένα φρούριο, που έπεσε όμως στα χέρια των πειρατών ύστερα από τρεις ώρες σκληρή μάχη. Αφού ελευθερώθηκε ο δρόμος, ο στόλος πέρασε το κανάλι για να μπει στη λίμνη και κατέλαβε την πόλη, χωρίς να συναντήσει αντίσταση από τους κατοίκους, που είχαν τραπεί πανικόβλητοι σε φυγή και είχαν κρυφτεί στο γειτονικό δάσος.
    Την άλλη μέρα ο Ολωναίος έστειλε ομάδες γερά οπλισμένων
αντρών να ψάξουν τα δάση. Γυρίσανε το ίδιο βράδυ με πολλούς αιχμαλώτους, με είκοσι χιλιάδες πιάστρα και με ένα κοπάδι μουλάρια φορτωμένα με είδη νοικοκυριού και εμπορεύματα. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά. Πολλούς από αυτούς τους πέρασαν από βασανιστήρια για να υποχρεωθούν να μαρτυρήσουν το μέρος όπου είχαν κρύψει τα πολύτιμα πράγματα.
    Στο μεταξύ ένας Ισπανός αξιωματικός, που είχε υπηρετήσει στους πολέμους της Φλάνδρας, μάζεψε ένα στράτευμα από οκτακόσιους οπλισμένους άντρες, έσκαψε χαρακώματα μπροστά στο πέρασμα και έστησε κανόνια για να εμποδίσει τη φυγή των μπουκανιέρων. Αυτοί έκαναν επίθεση και κατέλαβαν τις οχυρώσεις ύστερα από σκληρή μάχη. Για να εκδικηθεί, ο αχόρταγος Ολωναίος αποφάσισε να εκμεταλλευθεί ακόμα περισσότερο το Μαρακάϊμπο και έδωσε διαταγή  στο στόλο να γυρίσει πίσω, πετυχαίνοντας έτσι το αποτέλεσμα να προστεθούν πολλές χιλιάδες πιάστρα ακόμα στο πλιάτσικο.
    Αφού πέρασαν πολλές βδομάδες στο Μαρακάϊμπο, οι μπουκανιέροι έκαναν πανιά για την Ισπανιόλα. Πιάσανε στο νησί των Αγελάδων και μοιράστηκαν το πλιάτσικο. Όταν το μετρήσανε, φτάσανε στο τεράστιο σύνολο των διακοσίων εξήντα χιλιάδων πιάστρων, που σ’ αυτό θα πρέπει να προσθέσει κανείς τους κάθε λογής θησαυρούς, έτσι που όταν πήραν το μερτικό τους σε χρήματα, ασημικά και κοσμήματα, όλοι βρέθηκαν πλούσιοι.
    Πρέπει να πούμε πως ο Ολωναίος τελείωσε με ένα φριχτό θάνατο από τα χέρια των Ινδιάνων του Νταρέν.
    Η Τορτούγκα ήταν από όλες τις απόψεις πολύ κατάλληλο μέρος για την εγκατάσταση του αρχηγείου των μπουκανιέρων για να περάσει καιρός χωρίς να τους επιτεθούν οι Ισπανοί, οι οποίοι επαναλάβανε τις επιθέσεις του, σκοτώνοντας και διώχνοντας όλους τους Γάλλους και τους Άγγλους, αυτοί όμως ξαναγύριζαν. Ωστόσο στο τέλος οι μπουκανιέροι απεφάσισαν να αναζητήσουν άλλο καταφύγιο, όπου θα μπορούσαν όχι
μόνο να μη φοβούνται επιθέσεις, αλλά και να πουλάνε το πλιάτσικό τους, να μεθοκοπούν και όταν τα ξοδεύουν όλα, να βρίσκουν καινούργιο καράβι για να μπαρκάρουν. Βρήκαν ό,τι ζητούσαν στη Τζαμάικα, όπου στην άκρη μιας στενής γλώσσα γης υψωνόταν η μικρή πόλη Πορτ Ρόγιαλ, που ικανοποιούσε απόλυτα τις ανάγκες τους. Την Τζαμάικα είχαν πάρει οι Άγγλοι από τους Ισπανούς το 1655 και οι νέοι άποικοι βρίσκονταν σε κάπως δύσκολη κατάσταση. Σύντομα όμως πραμάτειες και χρήματα άρχισαν να μαζεύονται στο Πορτ Ρόγιαλ, που έγινε μια από τις πιο πλούσιες και ίσως ή πιο ανήθικη πόλη στον κόσμο.
    Ο πιο φημισμένος από τους άντρες του Πορτ Ρόγιαλ, ο πιο μεγάλος από όλους τους μπουκανιέρους, στάθηκε ο Χένρυ Μόργκαν, ο οποίος φαίνεται να πέρασε από το Μπαρμπάντος πριν εγκατασταθεί στη Τζαμάικα, όπου ενώθηκε αμέσως με τους μπουκανιέρους. Αφού έπαιξε δευτερεύοντα ρόλο σε πολλές επιχειρήσεις στις ακτές της Ονδούρας, ανέπλευσε το ποτάμι του Σαν Χουάν με ένα στολίσκο βάρκες, για να επιτεθεί στη Γρανάδα, που λεηλατήθηκε και κάηκε.   
    Όταν ο Σερ Τόμας Μόντυφορντ διορίστηκε κυβερνήτης της Τζαμάικας, έδειξε θερμή φιλία στους μπουκανιέρους. Το 1666 έδωσε μια άδεια, που άξιζε πολύ, στον πλοίαρχο Έντουαρντ Μάνσφηλντ, τον τότε αρχηγό των μπουκανιέρων, να πάρει το Κυρασό. Σ’ αυτή την επιχείρηση ο νεαρός Χένρυ Μόργκαν ανέλαβε για πρώτη φορά τη διοίκηση καραβιού.
    Αφού πήραν τη Σάντα Καταλίνα από τους Ισπανούς, οι μπουκανιέροι είχαν μια αποτυχία. Ο Μάνσφηλντ πιάστηκε και θανατώθηκε και ο Χένρυ Μόργκαν εκλέχτηκε «Ναύαρχος» στη θέση του. Συγκεντρώνοντας ένα μικρό στόλο από δέκα καράβια με επτακόσιους πειρατές, ο νέος αρχηγός πήγε στην Κούβα, όπου ξεμπαρκάρανε και έκαναν μια μακρινή πορεία στο εσωτερικό ως την πόλη Πουέρτο Πρίνσιπε. Η πόλη αυτή ήταν τόσο μακριά από τη θάλασσα, ώστε ως τότε δεν είχε δεχτεί ποτέ την επίσκεψη των «Αδελφών της Ακτής». Γρήγορα πάρθηκε και λεηλατήθηκε,. Θα την καίγανε κιόλας, αν δε μεσολαβούσε η παράδοση χιλίων βοδιών για λύτρα.
    Ο Μόργκαν ρίχτηκε αμέσως ύστερα σε μια εξαιρετικά παράτολμη και επικίνδυνη επιχείρηση. Να επιτεθεί αιφνιδιαστικά στην οχυρωμένη πόλη Πόρτο Μπέλλο, από όπου, όπως έλεγαν, στρατεύματα ετοιμάζονταν να επιτεθούν στην Τζαμάικα. Περίμεναν πως το Πόρτο Μπέλλο θα ήταν δύσκολη επιχείρηση και γι’ αυτό οι Γάλλοι μπουκανιέροι αρνήθηκαν να πάρουν μέρος στην επιχείρηση και λιποτάκτησαν.
    Φτάνοντας μερικά μίλια έξω από την πόλη, ο Μόργκαν αγκυροβόλησε και στις τρεις το άλλο πρωί έβγαλε τους άντρες του στην ξηρά μέσα σε βάρκες. Τρία φρούρια υπεράσπιζαν την πόλη. Τα δύο πρώτα πρόβαλαν πολύ μικρή αντίσταση, το τρίτο όμως, κάτω από την αρχηγία του ίδιου του Ισπανού Κυβερνήτη, αντιστάθηκε γενναία. Στη διάρκεια της επίθεσης, οι Άγγλοι έφτιαξαν καμιά δωδεκαριά σκάλες αρκετά φαρδιές ώστε να μπορούν να σκαρφαλώσουν τρεις ή τέσσερις μαζί. Χωρίς να νιώθει ούτε συμπόνια ούτε λύπη ο Μόργκαν υποχρέωσε μερικούς καλογέρους και καλογριές να μεταφέρουν αυτές τις σκάλες και να τις στήσουν στον τοίχο. Πολλοί από αυτούς τους ιερωμένους σκοτώθηκαν από τους Ισπανούς, που αμύνονταν γενναία, όταν όμως σκοτώθηκε ο ίδιος ο κυβερνήτης, το φρούριο έπεσε. Η πόλη τότε κατακτήθηκε και λεηλατήθηκε. Έκαναν απερίγραπτα μαρτύρια στους κατοίκους της, για να τους αποκαλύψουν που είχαν κρύψει τους θησαυρούς τους.             
    Γυρίζοντας στο Πορτ Ρόγιαλ, ο Μόργκαν βρήκε καλή υποδοχή από τον κυβερνήτη Μόντυφορντ, μ’ όλο που είχε υπερβεί τα δικαιώματα που του έδινε η εντολή του. Είναι πιθανό πως το τεράστιο πλιάτσικο που έφερε πίσω βοήθησε πολύ τις αρχές να βάλουν νερό στο κρασί τους. Όπως και να έχει τι πράγμα, τα χρήματα δεν άργησαν να σπαταληθούν και ο Μόργκαν έβαλε να αναγγείλουν πως όσοι ήθελαν να υπηρετήσουν κάτω από τις διαταγές του, δεν είχαν παρά να πάνε στο νησί των Αγελάδων, όπου έφτασε τον Ιανουάριο του 1669 και βρήκε πλήθος μπουκανιέρων να τον περιμένουν. Έδωσε ένα γεύμα στους αξιωματικούς του στη μεγάλη φρεγάδα του «Όξφορντ», στη διάρκεια όμως του γλεντιού το καράβι τινάχτηκε στον αέρα και λίγοι σώθηκαν. Ο Μόργκαν βρισκόταν ανάμεσα σ’ αυτούς.
    Το ατύχημα δε σταμάτησε την επιχείρηση. Είχαν σταλθεί οι προσκλήσεις και ο αντικειμενικός σκοπός της ήταν μια νέα επίθεση εναντίον του Μαρκάιμπο, που είχε δοκιμαστεί και άλλη φορά σκληρά. Ο Μόργκαν παραβίασε το στενό πέρασμα που οδηγούσε στη λίμνη και η πόλη πάρθηκε σύντομα. Ακολούθησε η συνηθισμένη διαδικασία. Τα βασανιστήρια των δυστυχισμένων αιχμαλώτων, που συνοδεύονταν από σκοτωμούς. Οι κλοπές, οι λεηλασίες και άλλες παρόμοιες πράξεις, συνεχίστηκαν για πέντε βδομάδες.
    Για μια φορά ακόμα ο Μόργκαν γύρισε στο Πορτ Ρόγιαλ με σημαντικό πλιάτσικο και πάλι ο κυβερνήτης του έκανε παρατηρήσεις, γιατί ξεπέρασε τις οδηγίες του, δίνοντάς του όμως ταυτόχρονα καινούργια εντολή με διαταγή να συγκεντρώσει ένα μεγάλο στόλο και να πάει να προξενήσει όσες ζημιές μπορούσε στα καράβια των Ισπανών, στις πόλεις τους, στις αποθήκες ή στις εγκαταστάσεις τους. Ελπίζανε πως αυτά τα αυστηρά μέτρα θα αποθάρρυναν τις όσο πήγαινε και πιο παράτολμες επιθέσεις των Ισπανών εναντίον του αγγλικού εμπορίου στη βόρεια ακτή της Τζαμάικας.
    Η επιχείρηση στάθηκε το αποκορύφωμα της σταδιοδρομίας του Μόργκαν. Αφού τράβηξε για τον ισθμό του Νταριέν, ξεμπάρκαρε στις εκβολές του ποταμού Σάγκρες μια ισχυρή ομάδα, που έκανε επίθεση και κατέλαβε το φρούριο Σαν Λορέντζο. Ο Μόργκαν άφησε μια φρουρά για να καλύψει τα μετόπισθέν του, και ύστερα με χίλιους οχτακόσιους άντρες, μέσα σε ένα στολίσκο βαρκούλες, ανέπλευσε το ποτάμι στις 9 Ιανουαρίου 1671.
    Το πέρασμα του ισθμού μέσα από την τροπική ζούγκλα στάθηκε φοβερά κουραστικό. Δυσκολεύτηκε ακόμα περισσότερο, γιατί οι Ισπανοί είχαν φροντίσει να σηκώσουν ή να καταστρέψουν όλα τα τρόφιμα, και έτσι οι μπουκανιέροι, που ελπίζανε να ανεφοδιαστούν στο δρόμο, ήταν σχεδόν πεθαμένοι από την πείνα, όταν έφτασαν την έκτη ημέρα σε μια αποθήκη γεμάτη καλαμπόκι. Το ένατο βράδυ οι εξαντλημένοι άντρες πήραν θάρρος από την πληροφορία ενός κατασκόπου, πως είχε δει το καμπαναριό μιας εκκλησίας του Παναμά.
    Ο Μόργκαν, με μια από τις πρωτότυπες μεγαλοφυείς εμπνεύσεις που του έδωσαν τόσες φορές τη νίκη, ρίχτηκε στην πόλη από μια πλευρά όπου δεν τον περίμεναν, έτσι ώστε οι Ισπανοί να έχουν το πυροβολικό τους σε άσχημη θέση και να υποχρεωθούν να κάνουν ό,τι ήθελε ο Μόργκαν, δηλαδή να βγουν από τις οχυρώσεις τους και να πολεμήσουν σε ανοιχτό πεδίο.
    Ο εχθρός άρχισε την επίθεσή του αμολώντας ένα κοπάδι από εκατοντάδες ταύρους, με σκοπό να αναστατώσουν τους μπουκανιέρους πριν την επίθεση. Το έξυπνο αυτό σχέδιο δεν πέτυχε, γιατί τα τρομαγμένα ζώα γύρισαν πίσω και σκόρπησαν ανάμεσα στο ισπανικό ιππικό που προχωρούσε, δημιουργώντας έτσι τη μεγαλύτερη αταξία. Δύο ώρες συνεχίστηκε η λυσσασμένη μάχη ανάμεσα στους γενναίους Ισπανούς υπερασπιστές και
στους όμοια γενναίους, αλλά σχεδόν εξαντλημένους μπουκανιέρους. Όταν τέλος οι Ισπανοί υπεχώρησαν και τράπηκαν σε φυγή, οι μπουκανιέροι ήταν πολύ εξαντλημένοι, για να εκμεταλλευτούν την επιτυχία τους. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους Ισπανούς να σηκώσουν από την πόλη και να μεταφέρουν σε ένα καράβι μεγάλες ποσότητες ασημικά από τις εκκλησίες, καθώς και άλλα πράγματα αξίας.
    Μόλις κυριεύτηκε η πόλη, ο Μόργκαν μάζεψε όλους τους άντρες του και τους απαγόρεψε ρητά να πιούν κρασί, λέγοντάς τους πως είχε πάρει μυστική πληροφορία πως οι Ισπανοί είχαν δηλητηριάσει όλα τα κρασιά πριν φύγουν από την πόλη. Ήταν μόνο μια πονηριά, για να εμποδίσει τους άντρες του να μεθύσουν και να βρεθούν έτσι στη διάθεση του εχθρού όπως είχε γίνει συχνά στις προηγούμενες επιθέσεις των μπουκανιέρων. Τότε άρχισαν να λεηλατούν την πόλη, που είχε πολλούς δρόμους με όμορφα σπίτια από κεδρόξυλα. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο άναψε πυρκαγιά και σε λίγο ένα σημαντικό τμήμα της πόλης είχε καταστραφεί από τη φωτιά, χωρίς να μαθευτεί ποτέ αν αυτό έγινε από διαταγή του Μόργκαν ή του Ισπανού κυβερνήτη. Τις τρεις βδομάδες που ακολούθησαν οι μπουκανιέροι έμειναν στην πόλη και περνούσαν τον καιρό τους κάνοντας επιδρομές ολόγυρα, αναζητώντας πλιάτσικο και αιχμαλώτους. Ύστερα πήραν το δρόμο του γυρισμού, σέρνοντας μαζί τους ένα καραβάνι με διακόσια μουλάρια φορτωμένα χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμα πράγματα κάθε λογής καθώς και μεγάλο αριθμό αιχμαλώτων.
    Φτάνοντας στο Σάγκρες, το πλιάτσικο μοιράστηκε, όχι όμως χωρίς σημαντικούς καυγάδες, γιατί οι ναύτες διαμαρτύρονταν πως τους είχαν κλέψει το κανονικό τους μερτικό. Ενώ οι συζητήσεις εξακολουθούσαν, ο Μόργκαν εξαφανίστηκε με το καράβι του, παίρνοντας το μεγαλύτερο μέρος από το πλιάτσικο και αφήνοντας τους πιστούς οπαδούς του χωρίς τρόφιμα, χωρίς καράβια και με μοναδικό μερτικό μόνο έξη λίρες στον καθένα.
    Όταν ο Μόργκαν έφτασε στη Τζαμάικα, το συμβούλιο του νησιού έβγαλε ένα ψήφισμα ευχαριστιών και αυτό μ’ όλο που λίγους μήνες νωρίτερα είχε υπογραφεί ένα σύμφωνο στη Μαδρίτη ανάμεσα στην Ισπανία και την Αγγλία για να σταματήσουν τις διαρπαγές και να αποκαταστήσουν την ειρήνη στο Νέο Κόσμο.
    Μαθαίνοντας την καταστροφή του Παναμά, ο Ισπανός κυβερνήτης διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Κάρολο  Β΄, με αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 1672, να οδηγηθεί ο Μόργκαν αιχμάλωτος στην Αγγλία με τη φρεγάτα «Ουελκάμ», για να δώσει λόγο στη δικαιοσύνη για το έγκλημα της πειρατείας. Κανένας δικαστής όμως ή ένορκος δε θα τολμούσε να καταδικάσει τον άνθρωπο που θεωρούνταν σαν λαϊκός ήρωας της χώρας του. Ο βασιλιάς, που τον είχε ευνοούμενο, τον έκανε ιππότη και τον έστειλε στη Τζαμάικα, όχι σαν αιχμάλωτο, αλλά σαν βοηθό του κυβερνήτη του νησιού.
    Η λεηλασία του Παναμά ωστόσο στάθηκε μια ενοχλητική υπόθεση και ο κυβερνήτης είχε ανησυχήσει που αφήσανε τα πράγματα να προχωρήσουν τόσο. Ο λόρδος Βων στάλθηκε στη Τζαμάικα για κυβερνήτης με αυστηρές εντολές να καταργήσει τους μπουκανιέρους. Έπρεπε φυσικά να τον βοηθήσει ο καινούργιος βοηθός του κυβερνήτη. Η ιδέα να κάνουν τον κλέφτη αστυνόμο αποδείχτηκε πετυχημένη και ο Μόργκαν φαίνεται πως εκτέλεσε τίμια τα καινούργια του καθήκοντα. Έγινε σημαντικός άνθρωπος στην Τζαμάικα και πολύ πλούσιος ιδιοκτήτης φυτειών και έμεινε ως το θάνατό του πρόεδρος του συμβουλίου και αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων του νησιού. Ξεχωρίζοντας από τους περισσότερους ανθρώπους του είδους του, ο σερ Χένρυ πέθανε στο κρεβάτι του και τάφηκε στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στο Πορτ Ρόγιαλ.
    Η επιτυχία της επιχείρησης του Παναμά ξύπνησε τη φαντασία όλης της αδελφότητας και προσανατόλισε τα πνεύματα προς τις δυνατότητες πλουτισμού που πρόσφερε ο Ειρηνικός Ωκεανός. Αυτή η έμπνευση εγκαινίασε τη δεύτερη περίοδο, που στη διάρκειά της οι μπουκανιέροι έφτασαν στο ανώτατο σημείο της παράτολμης ευημερίας και της δύναμής τους.
    Η πρώτη επιχείρηση για τον Ειρηνικό ξεκίνησε από το Πορτ Μόραντ της Τζαμάικας, τον Ιανουάριο του 1680.Ανάμεσα στους αρχηγούς βρίσκονταν φημισμένοι μπουκανιέροι, όπως ο Μπαρθόλομιου Σαρπ και ο Τζων Κόξον. Τράβηξαν για το Πόρτο Μπέλλο και ξεμπαρκάρανε κάπου είκοσι λεύγες από την πόλη. Ύστερα από μια εξαντλητική πορεία, που κράτησε τέσσερις μέρες, επειδή πολλοί από αυτούς είχαν εξασθενίσει έχοντας τρεις μέρες να φάνε και πλήγιασαν τα πόδια τους από τα βράχια καθώς δεν είχαν παπούτσια, έφτασαν στην πόλη.
    Ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα. Η πόλη πάρθηκε γρήγορα και λεηλατήθηκε αμέσως, γιατί είχαν πληροφορίες πως πλησιάζανε σημαντικές ενισχύσεις των Ισπανών. Σ’ αυτή την επιχείρηση ο κάθε άντρας πήρε εκατό πιάστρα στο μερτικό του. Αφού γυρίσανε βιαστικά στα καράβια τους, οι μπουκανιέροι τραβήξανε κατά το βορρά, στη Μπόκα ντελ Τόρο, όπου καλαφατίσανε τα καράβια τους και πήραν νερό. Εκεί βρήκανε ένα απόσπασμα με αρχηγούς τον Ρίτσαρντ Σώκινς και τον Πήτερ Χάρρις. Τον Απρίλιο το στράτευμα αυτό ξεμπάρκαρε στον ισθμό του Νταριέν και ξεκίνησε για τον Ειρηνικό σταματώντας στο δρόμο μόνο για να χτυπήσει τη μικρή πόλη Σάντα Μαρία.
    Ο καιρός ήταν ζεστός και η πορεία δύσκολη. Σ’ αυτό πρέπει να αποδοθούν ως ένα βαθμό οι καυγάδες που ξεσπάσανε ανάμεσα στους αρχηγούς. Ο Κόξον, που ήταν θερμόαιμος, αρπάχτηκε πρώτα με το νεαρό Σώκινς, ζηλεύοντας τη δημοτικότητά του ανάμεσα στους άντρες, και ύστερα έστησε άλλο καυγά με τον Χάρρις, που κατέληξε σε ξυλοδαρμό. Τελικά οι καυγάδες έπαψαν και οι τυχοδιώκτες κατέβηκαν το ποτάμι με τριάντα πέντε πιρόγες και κατέληξαν να φτάσουν στον Ειρηνικό ωκεανό. Η τύχη τους ευνόησε και βρήκαν δύο μικρά ισπανικά καράβια αραγμένα. Τα πιάσανε αμέσως και τα εξοπλίσανε. Έπειτα μ’ ένα στολίσκο δύο μικρών ιστιοφόρων και ένα ορισμένο αριθμό από βάρκες αυτοί οι τολμηροί εξερευνητές τραβήξανε για τον Ειρηνικό.
    Τη στιγμή που πλησίαζαν στην πόλη του Παναμά, δόθηκε συναγερμός και τρία μικρά ισπανικά πολεμικά βγήκαν για να αντισταθούν στην απόπειρά τους. Οι μπουκανιέροι, χωρίς να φοβηθούν καθόλου, ορμίσανε με τα κουπιά να συναντήσουν τον εχθρό, σκαρφάλωσαν στα πλευρά των ισπανικών καραβιών και πέφτοντας επάνω στους έκπληκτους Ισπανούς, έπιασαν τα τρία καράβια ύστερα από μια λυσσασμένη μάχη. Έπειτα τράβηξαν για να επιτεθούν και να πάρουν ένα μεγάλο ισπανικό πολεμικό καράβι, το «Λα Σαντίσσιμα Τρινιντάντ», που βρισκόταν αγκυροβολημένο και πάνω σ’ αυτό ο πλοίαρχος Σαρπ μετέφερε τους τραυματίες του. Έτσι σε λίγες ώρες αυτοί οι δαίμονες οι πειρατές είχαν περάσει από τα μονόξυλα στις βάρκες και έπειτα στα μικρά πολεμικά καράβια, για να καταλήξουν τελικά κύριοι ενός μεγάλου πολεμικού καραβιού. Αυτό στάθηκε ασφαλώς ένα από τα πιο αξιόλογα κατορθώματα στην ιστορία των μπουκανιέρων.
    Βρίσκονταν τώρα σε κατάσταση να κάνουν ό,τι θέλανε περίπου στις ολότελα ανυπεράσπιστες ακτές του Ειρηνικού, ο καβγατζής όμως Κόξον, που είχε κατηγορηθεί για δειλία στον Παναμά, άνοιξε καινούργιους καυγάδες με τους συντρόφους του, και ακολουθούμενος από μια ομάδα δυσαρεστημένους, ξαναπέρασε τον ισθμό. Τελικά γύρισε στη Τζαμάικα και μ’ όλο που είχε εκδοθεί ένα ένταλμα σύλληψης εναντίον του
από τον κυβερνήτη, καθώς και από το Μόργκαν, φαίνεται πως συμφιλιώθηκε με το συμβούλιο σε τέτοιο βαθμό ώστε τον έστειλαν να κυνηγήσει ένα φημισμένο Γάλλο πειρατή, το Ζαν Αμελέν.
    Όταν έφυγε ο Κόξον, τα πληρώματα διάλεξαν για αρχηγό τον λαοφίλητο καπετάνιο Σώκινς. Για βδομάδες ταξίδευαν στον κόλπο του Παναμά αιχμαλωτίζοντας καράβια καθώς έφταναν στα λιμάνια και κάνοντας εμπόριο με ασυνείδητους Ισπανούς εμπόρους, που έβγαιναν με βάρκες για να τους πουλήσουν τρόφιμα και μπαρούτι, καθώς και για να τους αγοράσουν το πολύτιμο πλιάτσικο που είχαν αρπάξει από τα ισπανικά καράβια.
    Στις 15 Μαΐου σαλπάρανε για τα νότια και αγκυροβόλησαν στ’ ανοιχτά της Πουέμπλα Νουέβα, όπου ο Σώκινς και ο Σαρπ ξεμπαρκάρανε μια μικρή ομάδα από εξήντα άντρες για να επιτεθούν εναντίον της πόλης. Αυτή τη φορά οι Ισπανοί ήταν έτοιμοι πίσω από καινουργιοστημένα οχυρώματα και ορύγματα, όπου στη μάχη σκοτώθηκε ο Σώκινς, από έναν πυροβολισμό, ενώ οδηγούσε την επίθεση.
    Έπρεπε να διαλέξουν έναν καινούργιο αρχηγό και η εκλογή έπεσε στον καπετάνιο Μπαρθόλομιου Σαρπ. Αποφασίστηκε να γίνει μια απόπειρα εναντίον του Γκουαγιακίλ (σημαντικό λιμάνι του Ισημερινού μέσα στο ομώνυμο ποτάμι). Πριν από όλα η «Λα Σαντίσσιμα Τρινιντάντ» καλαφατίστηκε, έβγαλαν όλα τα σκαλίσματα της πρύμνης και διορθώσανε το κατάρτι. Αποφασίστηκε δε να εγκαταλείψουν το σχέδιο αιφνιδιασμού του Γκουαγιακίλ και να αποπειραθούν να κάνουν την ίδια επιχείρηση εναντίον της Αρίκα, λιμάνι στη Χιλή.
    Έτσι επιχειρήθηκε ένα μακρύ ταξίδι στα νότια προς την πόλη της Χιλής. Έφτασαν στις 26 Οκτωβρίου στ’ ανοιχτά της πόλης και οι μπουκανιέροι βγήκαν από το καράβι με βάρκες για να ξεμπαρκάρουν και να επιτεθούν, αλλά με μεγάλη τους απογοήτευση βρήκαν την παραλία μαύρη από πλήθος οπλισμένων Ισπανών που τους περίμεναν. Αποκαρδιωμένοι οι μπουκανιέροι ξεμπαρκάρανε πιο κάτω στη Λα Σερένα, μια μεγάλη πόλη περήφανη για τις εφτά εκκλησίες της. Και εκεί όμως οι κάτοικοι είχαν ειδοποιηθεί και προφτάσανε να φύγουν στα βουνά, παίρνοντας μαζί τους ό,τι πολύτιμο είχαν. Έτσι οι μπουκανιέροι αναγκάστηκαν να αρκεσθούν στο φτωχό πλιάτσικο που βρήκαν και έκαψαν την πόλη ως τα θεμέλια.
    Το μεγαλύτερο μέρος του Μαΐου φαγώθηκε από σκληρές δουλειές, όπως επιδιορθώσεις στη «Λα Σαντίσσιμα Τρινιντάντ», πριν αρχίσουν το ταξίδι για να περάσουν το Ακρωτήρι Χορν (το νοτιότερο σημείο της Νότιας Αμερικής). Έβγαλαν την πάνω γέφυρα, κοντύνανε τα κατάρτια, διορθώσανε τα ξάρτια και τα πανιά. Σε όσους μείνανε από τους Ισπανούς αιχμαλώτους έδωσαν μια μικρή βάρκα για να γυρίσουν σπίτια τους, κρατώντας μερικούς νέγρους και ινδιάνους για τις υπηρεσίες του καραβιού.
    Στις 10 Ιουλίου διακρίνανε ένα πανί και το πήραν αμέσως στο κυνήγι. Το έφτασαν στις οχτώ το βράδυ και διαπίστωσαν πως ήταν το «Σαν Πέντρο», το ίδιο καράβι που είχαν λεηλατήσει ένα χρόνο πριν. Αυτή τη φορά βρήκαν είκοσι μία χιλιάδες πιάστρα σε οχτώ καρυδένιες κασέλες και δέκα έξη χιλιάδες σε σάκους, καθώς και μια ποσότητα ασήμι. Την άλλη μέρα συναντήσανε ένα μεγάλο καράβι. Στην αρχή το πήραν για πολεμικό σταλμένο να τους κυνηγήσει. Οι πειρατές του έριξαν μια μπαταριά με τα μικρά όπλα τους και είχαν την τύχη να σκοτώσουν τον καπετάνιο, με αποτέλεσμα να παραδοθεί το πλήρωμα. Ήταν το «Σάντο Ροζάριο» και στο κήτος του βρήκαν ασήμι, νομίσματα και εξακόσιες νταμιτζάνες κρασί και ρακί.
    Στη συνέχεια οι μπουκανιέροι τραβήξανε κατευθείαν για το Ακρωτήρι Χορν που είναι
γνωστό για τις μεγάλες τρικυμίες που συναντούν όσοι περνάνε από εκεί. Ενώ πλησίαζαν
σ’ αυτό το δύσκολο πέρασμα κόντεψαν να πέσουν σε ένα βράχο και με πολύ μεγάλη
προσπάθεια κατόρθωσαν να γλυτώσουν. Ύστερα από τρομερά βάσανα, οι μπουκανιέροι έκαναν το γύρο του Ακρωτηρίου και πέρασαν στο Νότιο Ατλαντικό πλέοντας δε προς βοράν έφτασαν στις 28 Ιανουαρίου στ’ ανοιχτά των Μπαρμπάντος. Αυτό το καλοδεχούμενο τοπίο χαλιόταν από την παρουσία μιας φρεγάτας της «Ρίτσμοντ», και αποφασίσανε χωρίς αναβολή να πάνε αλλού. Στις 30 Ιανουαρίου έφτασαν επιτέλους στην Αντίγκουα, οι δοκιμασίες τους όμως δεν είχαν τελειώσει. Μια βάρκα που έστειλαν στην ξηρά για να αγοράσει καπνό και να ζητήσει την άδεια να μπουν στο λιμάνι, αντιμετώπισε μια ξερή άρνηση του κυβερνήτη, μ’ όλο που η κοινωνία του τόπου και ο λαός θα ήθελε πρόθυμα να τους δεχτούν.
    Η μόνη λύση που απόμενε στους κουρασμένους ταξιδιώτες ήταν να βγουν στην ξηρά στο Νέβις, όπου τους επιτρέψανε να ξεμπαρκάρουν και όπου σκορπίσανε. Πολλοί από τους άντρες του πληρώματος είχαν χάσει στο παιγνίδι όλο τους το πλιάτσικο και αποφασίστηκε να τους χαρίσουν το καράβι, ενώ όσοι είχαν χρήματα ακολούθησαν ο καθένας το δρόμο του. Όσο για τον περήφανο και γενναίο πλοίαρχο Σαρπ και τον υποπλοίαρχό του Τζων Κοξ, γυρίσανε στην Αγγλία με σκοπό, λέει ο Κοξ στο ημερολόγιό του, να δώσουν λόγο στο βασιλιά για τις ανακαλύψεις τους, στην πραγματικότητα όμως για να τους χώσουν φυλακή έπειτα από διαμαρτυρία του πρεσβευτή της Ισπανίας, και να τους δικάσουν για πειρατεία, μ’ όλο που χάρη στην απουσία κάθε άμεσης μαρτυρίας, οι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
    Όταν το Πορτ Ρόγιαλ έπαψε να καλοδέχεται τους μπουκανιέρους, οι τυχοδιώκτες των νησιών υποχρεώθηκαν να αναζητήσουν άλλους τόπου για να πουλούν το πλιάτσικό τους και να επισκευάζουν τα καράβια τους. Μετά την Τζαμάικα κανένα μέρος δεν μπορούσε να είναι πιο εύκολο από τις Μπαχάμες. Αυτή η ομάδα νησιών κάθε μορφής και κάθε μεγέθους κατέχει μια πρώτη θέση για τις πειρατικές επιχειρήσεις και είχε ακριβώς εκείνη την εποχή έναν εξαιρετικά εξυπηρετικό κυβερνήτη, τον κ. Ρόμπερτ Κλαρκ, που έδρευε στο νησί Νιού Πρόβιντενς. Ο κυβερνήτης Κλαρκ ήταν πάντα πρόθυμος να εκδώσει εντολές, έναντι αμοιβής, στους άνεργους πειρατές. Πολλοί μπουκανιέροι που δεν ήθελαν να δηλώσουν υποταγή στην Τζαμάικα, οδηγούσαν τα καράβια στο Νιού Πρόβιντενς και προμηθεύονταν μια εντολή κουρσέματος για να εκδικηθούν τις πραγματικές ή συχνότερα τις φανταστικές ζημιές που τους είχαν προκαλέσει οι Ισπανοί.
    Η τελευταία εμφάνιση των μπουκανιέρων έγινε το 1697. Ήταν ακόμα εμπόλεμη κατάσταση ανάμεσα στη Γαλλία από την μια μεριά και την Αγγλία και την Ισπανία από την άλλη. Ο άρχοντας ντε Πουαντί, ο Ζαν Μπερνάρ Ντεζάν, στάλθηκε από το βασιλιά της Γαλλίας, επικεφαλής ενός ισχυρού στόλου, για να επιτεθεί στην Καρθαγένη της Κολομβίας. Ο κ. Ντυκάς, κυβερνήτης του γαλλικού λιμανιού της Ισπανιόλας, φίλος και υποστηρικτής των μπουκανιέρων, πήρε διαταγή να καλέσει όλους τους φλιμπουστιέρους (άλλη μια ονομασία των πειρατών της Καραϊβικής), να πολεμήσουν κάτω από τις διαταγές του Πουαντί.
    Στις 18 Μαρτίου οι ενωμένοι στόλοι του βασιλιά και των μπουκανιέρων σαλπάρανε από τον κάβο Τιμπουρόν και στις 13 του επόμενου μήνα αγκυροβόλησαν δύο λεύγες ανατολικά από την Καρθαγένη. Η δύναμη των μπουκανιέρων, κάπου εξακόσιοι πενήντα άντρες, είχαν για αρχηγό τον Ντυκάς, γιατί αυτός είχε αρνηθεί να υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του υπεροπτικού ντε Πουαντί, που δεν έκανε καμία προσπάθεια για να κρύψει την περιφρόνηση, που του προκαλούσαν οι σύμμαχοί του.
    Ύστερα από βδομάδες βομβαρδισμό, έπεσε η πόλη. Ο θησαυρός που βρήκαν σ’ αυτή ήταν τεράστιος. Μερικοί λένε πως αντιπροσώπευε αξία είκοσι εκατομμυρίων στερλινών. Έπειτα άρχισαν οι δυσκολίες ανάμεσα στον ντε Πουαντί και στους συμμάχους του. Ο πρώτος επέμενε οι μπουκανιέροι να μην πάρουν παρά το ίδιο μερτικό από το πλιάτσικο που χορηγούνταν στα βασιλικά στρατεύματα, ενώ οι μπουκανιέροι ζητούσαν ό,τι είχε μαζευτεί να μοιραστεί όμοια μεταξύ τους, όπως ήταν συνήθεια από πάντοτε.
    Έγιναν πολλά παζάρια και τελικά ο ντε Πουαντί δέχτηκε να παραχωρήσει ένα ποσό σαράντα χιλιάδες κορώνες στους μπουκανιέρους, που χωρίς τις προσπάθειες του Ντυκάς θα είχαν επαναστατήσει. Αφού ταχτοποιήθηκε αυτό το ζήτημα, ο Γάλλος ναύαρχος μπάρκαρε τα στρατεύματά του και βιάστηκε να γυρίσει στη Γαλλία, χαρούμενος που απομακρύνθηκε από τους ταραχοποιούς και στασιαστές μπουκανιέρους καθώς και για να ξεφύγει από τον αγγλικό στόλο, που όπως ήξερε τον αναζητούσε εκεί γύρω, ενώ οι μπουκανιέροι έκαναν πως σαλπάρουν για την Ισπανιόλα, στο δρόμο όμως αποφασίσανε να γυρίσουν στην Καρθαγένη για να αποζημιωθούν από τον τσιγγούνικο τρόπο που τους μεταχειρίσθηκαν στο μοίρασμα του πλιάτσικου.
    Ο Ντυκάς, ο μόνος άνθρωπος που είχε επιρροή σ’ αυτούς τους σκληροτράχηλους ναυτικούς, ήταν πολύ άρρωστος για να διαμαρτυρηθεί και οι αξιωματικοί του δεν είχαν δύναμη. Σε λίγες μέρες οι μπουκανιέροι ξαναφτάσανε στην Καρθαγένη και για τέσσερις ημέρες λεηλάτησαν την πόλη βασανίζοντας τους δυστυχισμένους κατοίκους για να τους υποχρεώσουν να δώσουν ό,τι είχαν ακόμα πολύτιμο και αδειάζοντας τις εκκλησίες και τα μοναστήρια από μερικά ακόμα εκατομμύρια σε χρυσάφι και ασήμι. Εφοδιασμένοι μ’ αυτά τα πλιάτσικα, ξαναπήραν το δρόμο του παλιού τους λημεριού, του νησιού της Αγελάδας, για να κάνουν τη μοιρασιά. Στο δρόμο όμως η τιμωρία έπεσε επάνω τους με τη μορφή ενός ενωμένου αγγλοϊσπανικού στόλου. Από τα εννιά καράβια των μπουκανιέρων τα δύο, που είχαν το μεγαλύτερο μέρος από το πλιάτσικο, πιάστηκαν, δύο άλλα ρίχτηκαν στην ακτή και τα υπόλοιπα γλύτωσαν, με την ψυχή στα δόντια, για να καταφύγουν στην Ισπανιόλα.
    Ο Ντυκάς έστειλε μια αποστολή στην αυλή της Γαλλίας για να παραπονεθεί για την κακομεταχείριση που είχαν υποστεί αυτός και οι μπουκανιέροι του από μέρος του ντε Πουαντί και για να ζητήσει την ανάκλησή του. Για να ξαναφέρει την ησυχία, ο βασιλιάς τον έκανε ιππότη του Αγίου Λουδοβίκου και έστειλε ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες φράγκα να μοιραστούν ανάμεσα στους μπουκανιέρους. Είναι περιττό να ειπωθεί πως το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού δεν έφτασε ποτέ στους μπουκανιέρους, γιατί είχε περάσει από πολλά χέρια.
    Μπορεί να πει κανείς πως το πάρσιμο της Καρθαγένης το 1696 βάζει τελεία και παύλα στην ιστορία των μπουκανιέρων. Η μεγάλη σημασία τους στην ιστορία, βρίσκεται στο γεγονός πως ανοίξανε τα μάτια του κόσμου, και ιδιαίτερα στα έθνη από όπου κατάγονταν, για το σύνολο του συστήματος της ισπανοαμερικανικής διακυβέρνηση και του εμπορίου, για την κατάσταση σαπίλας της πρώτης και της δυνατότητες που θα ξάνοιγε το δεύτερο σε άλλα χέρια. Από αυτήν και από άλλες ακόμα αιτίες γεννήθηκαν οι ολλανδικές, αγγλικές και γαλλικές κτήσεις στις Αντίλλες.

Τέλος δέκατου τρίτου μέρους.