Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2018

Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δέκατο έκτο μέρος


Η ΠΕΙΡΑΤΕΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ Δέκατο έκτο μέρος

Δημήτρης Τουτουντζής

Οι ακτές της Αφρικής. 
 
    Η ανάπτυξη της πειρατείας στις ακτές της Αφρικής φαίνεται πως παρουσιάστηκε σε μια σχετικά πρόσφατη χρονολογία. Τουλάχιστον οι αφηγήσεις που βρίσκουμε γι’ αυτήν είναι πρόσφατες. Από την εποχή της εκστρατείας του Βάσκο ντε Γκάμα το 1498 δημιουργήθηκαν συνεχείς εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στην Πορτογαλία και την Άπω Ανατολή από το δρόμο του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας. Οι ειδήσεις για πειρατεία σ’ αυτό το δρόμο είναι σπάνιες ως τον 18ο αιώνα, όταν οι κουρσάροι, που περιγράφονται στο βιβλίο των πειρατών του Τζόνσον, διέσχισαν τον Ωκεανό για να δοκιμάσουν την τύχη τους σ’ αυτές τις θάλασσες, επειδή η άλλη όχθη του Ατλαντικού είχε γίνει πολύ άβολη γι’ αυτούς. Το πιο φημισμένο όνομα που συνδυάζεται με το δρόμο των Ινδιών ανήκει στον 19ο αιώνα. Είναι το όνομα του Μπενίτο ντε Σότο (που δεν πρέπει να τον συγχέουμε με τον Μπερνάντο ντε Σότο, που είναι γνωστός από το «Πάντα») και είχε γεννηθεί στην Κορούνια. Για τον Μπενίτο ντε Σότο πρωτόγινε λόγος όταν ήταν υποπλοίαρχος σ’ ένα πορτογαλικό δουλεμπορικό καράβι, το «Ντεφενσόρ ντε Πέντρο», που ταξίδεψε από το Μπουένος Άυρες στην ακτή της Γουινέας το Νοέμβριο του 1827.
    Ο καπετάνιος ήταν αξιωματικός του πορτογαλικού βασιλικού ναυτικού, ο Ντομ Πέντρο ντε Μαρία ντε Σούζα Σαρμιέντο, που υποχρεώθηκε να μπαρκάρει σαράντα άντρες στη Βραζιλία.
Ανακάλυψε δυστυχώς πολύ αργά, πως ανάμεσά τους βρίσκονταν καμιά δωδεκαριά πειρατές της Κούβας.
    Δεν είχαν ανοιχτεί πολύ καιρό στη θάλασσα, όταν ο ντε Σότο άρχισε κιόλας να ψαρεύει ορισμένους από τους συντρόφους του και να διαπιστώνει πως αρκετοί από αυτούς ήταν έτοιμοι να συνεργαστούν μαζί του, να αρπάξουν το καράβι και να γυρίσουν στην πειρατεία. Η ευκαιρία παρουσιάστηκε τον Ιανουάριο, ενώ ο καπετάνιος, ο άλλος υποπλοίαρχος και μερικοί άντρες, που δεν έπαιρναν μέρος στη συνωμοσία, είχαν βγει στην ξηρά στην ακτή της Γουινέας. Από αυτούς που βρίσκονταν στο καράβι, όσοι αρνήθηκαν να ενωθούν με τους στασιαστές μπαρκαρίστηκαν σε μια μικρή βαρκούλα, που παρασύρθηκε από τα κύματα μα αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι.
    Ο ντε Σότο, αφού άλλαξε το όνομα του καραβιού και το έβγαλε «Μπλακ Τζόουκ», τράβηξε για το νησί της Ανάληψης και στις 13 Φεβρουαρίου 1828 διέκρινε το «Μόρνιγκ Σταρ», με πλοίαρχο τον Σάουλυ, που γύριζε από την Κεϋλάνη στην Αγγλία. Το «Μόρνιγκ Σταρ» μετέφερε, εκτός από ένα πλούσιο φορτίο κανέλλας και καφέ, και μεγάλο αριθμό επιβάτες. Ανάμεσα σ’ αυτούς βρίσκονταν είκοσι πέντε Άγγλοι στρατιώτες, που γύριζαν στη μητρόπολη με αναρρωτική άδεια, οι γυναίκες τους και πολλοί πολίτες. Ο ιδιοκτήτης του ήταν Κουάκερος και είχε αρνηθεί να οπλίσει το καράβι, σύμφωνα με τις αρχές του.
    Μ’ όλο που το «Μόρνιγκ Σταρ» ήταν καλοτάξιδο ιστιοφόρο, το «Μπλακ Τζόουκ» ήταν ακόμα πιο καλοτάξιδο. Γρήγορα το πρόφτασε και έριξε μια κανονιά μπροστά του, για να το υποχρεώσει να σταματήσει. Ο πλοίαρχος Σάουλυ αγνόησε αυτή την προειδοποίηση, όταν ακολούθησε όμως ένα χαλάζι μυδράλια, έκρινε σκόπιμο να το λογαριάσει. Το πειρατικό κατέβασε τότε τη βρετανική σημαία που χρησιμοποιούσε ως εκείνη τη στιγμή και ύψωσε στη θέση της τα χρώματα της Δημοκρατίας της Κολομβίας.
Ο καπετάνιος ντε Σότο διέταξε να στείλουν να φέρουν με μια βάρκα τον καπετάνιο και τα χαρτιά του καραβιού. Στη θέση του όμως ήρθε ο δεύτερος υποπλοίαρχος με ένα ναύτη και τρεις στρατιώτες. Όταν ο υποπλοίαρχος και ο ναύτης ανεβήκανε στο καράβι, βρήκαν τον ντε Σότο να αφρίζει από λύσσα, γιατί το «Μόρνιγκ Σταρ» είχε προσπαθήσει να ξεφύγει για τόση ώρα και πήραν διαταγή να γυρίσουν αμέσως να φέρουν τον καπετάνιο, αν δεν ήθελαν να δουν τους κανονιέρηδές του να βυθίζουν αμέσως το καράβι των Ινδιών. Όταν έφτασε ο καπετάνιος, θανατώθηκε αμέσως και οι άλλοι που βρίσκονταν κιόλας στο πειρατικό κρατήθηκαν, ενώ ένας Γάλλος, ο Σαίν Συρ Μπαρμπαζόν, στάλθηκε με μερικούς άντρες να σκοτώσουν όλους όσοι βρίσκονταν στο «Μόρνιγκ Σταρ».
    Η διαταγή δεν εκτελέστηκε κατά γράμμα, ξέφυγαν όμως μόνο όσοι καταφύγανε στο μεσοκατάστρωμα. Με ένα χείμαρρο κατάρες και ουρλιαχτά, οι πειρατές χτυπούσαν αριστερά και δεξιά την ομάδα των ανυπεράσπιστων αντρών του πληρώματος και των επιβατών, που είχαν μείνει στη γέφυρα. Οι πειρατές λεηλάτησαν τότε το καράβι, παίρνοντας χρήματα, τζοβαϊρικά, ναυτικά όργανα και κάθε τι που είχε κάποια αξία για να το πάνε στο καράβι τους. Όταν τελειώσανε το σκοτωμό και το πλιάτσικο, εγκαταστάθηκαν στην καμπίνα και διατάξανε τον αρχικαμαρώτο, να τους σερβίρει να φάνε και να πιούν. Το γεύμα εξελίχτηκε σύντομα σε όργιο πιοτού και κάτι παραπάνω. Δεν έπαψε παρά όταν ακουστήκανε τα ουρλιαχτά του ντε Σότο, που ήθελε να μάθει γιατί οι άντρες του δε γυρίζανε. Η οργισμένη του φωνή σκέπασε τα ξεφωνητά των γυναικών, που είχαν αναγκαστεί να μπουν στην καμπίνα, και το ποδοβολητό των αντρών στο αμπάρι, όπου τους είχαν κλείσει.
    Πριν φύγει, ο Μπαρμπαζόν έκοψε τα ξάρτια του «Μόρνιγκ Σταρ», πριόνισε τα κατάρτια και άνοιξε τρύπες στο κήτος, για να το βουλιάξει. Όταν έφυγε και ο τελευταίος αγριάνθρωπος και το σκάφος του «Μπλακ Τζόουκ» χάθηκε στον ορίζοντα, μερικές από τις γυναίκες κατόρθωσαν να απελευθερώσουν τους άντρες. Βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση. Το καράβι έκανε γρήγορα νερά και φαινόταν πως είχαν ξεφύγει από ένα τρόπο θανάτου μόνο και μόνο για να πέσουν σε έναν άλλο. Ευτυχώς κατόρθωσαν, τρομπάροντας χωρίς διακοπή, να εμποδίσουν το καράβι να βουλιάξει ως το άλλο πρωί, όταν βοηθήθηκαν από ένα άλλο αγγλικό καράβι, που πήγαινε και αυτό για την Ευρώπη.
    Το επεισόδιο έκανε τεράστια εντύπωση, όχι μόνο στην Αγγλία, αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Είχε σαν αποτέλεσμα από τότε τα καράβια του Κουάκερου να είναι πιο δυνατά οπλισμένα από τα καράβια κάθε άλλου εφοπλιστή.
    Ο ντε Σότο συνέχισε τις επιχειρήσεις του αιχμαλωτίζοντας πολλά καράβια γύρω από τις Αζόρες, σκοτώνοντας και πνίγοντας κάθε φορά τα πληρώματά τους. Πριν περάσει πολύς καιρός, το «Μπακ Τζόουκ» είχε γίνει τόσο μεγάλος κίνδυνος για όλη την εμπορική ναυσιπλοΐα, ώστε τα καράβια που γυρίζανε από τις Ινδίες στη μητρόπολη, είχαν πάρει διαταγή να συγκεντρώνονται στην Αγία Ελένη, για να ταξιδέψουν ύστερα σε νηοπομπή, ώστε το ένα να προστατεύει το άλλο.
    Εκείνη την εποχή οι πειρατές είχαν μαζέψει τόσο πλιάτσικο, που αποφάσισαν να πάνε στην Ισπανία να το πουλήσουν και να γλεντήσουν τη ζωή τους. Ο ντε Σότο προμηθεύτηκε πλαστά χαρτιά στο πατρικό του λιμάνι,  την Κορούνια, και έτσι εφοδιασμένος πήγε στο Κάντιθ, όπου είχε την ελπίδα να βρει καλή αγορά για τα λάφυρά του. Ήταν νύχτα όταν το «Μπλακ Τζόουκ» έφτασε στ’ ανοιχτά της πόλης. Αγκυροβόλησαν έξω για τη νύχτα, λογαριάζοντας να μπουν στο λιμάνι το άλλο πρωί, ο άνεμος όμως γύρισε στα δυτικά και ξαφνικά ένας φοβερός σίφουνας άρχισε να φυσάει κατά την ξηρά. Το πειρατικό καράβι ρίχτηκε στα βράχια, όταν ξημέρωσε ο άνεμος μαλάκωσε και το πλήρωμα μπόρεσε να φτάσει στην ακτή σώο και αβλαβές, με τις βάρκες.
    Ο ντε Σότο, βλέποντας να αναποδογυρίζονται τα σχέδια του, σκέφθηκε έναν καινούργιο συνδυασμό. Έμαθε στους άντρες του μια ιστορία, που καθώς είχε την ελπίδα, θα ήταν καλοδεχούμενη από τις αρχές του Κάντιθ. Θα έπρεπε να πουν πως ήταν τίμιοι ναυτικοί, πως ο καπετάνιος τους είχε πνιγεί και πως ζητούσαν μόνο την άδεια να πουλήσουν το καράβι. Μπήκαν λοιπόν στο Κάντιθ και παρουσιάστηκαν στον αξιωματικό του λιμανιού, που άκουσε το παραμύθι τους με συμπάθεια. Ο ντε Σότο βρήκε σύντομα έναν έμπορο, που δέχτηκε να αγοράσει το ναυάγιο για χίλια εφτακόσια πενήντα τάλιρα. Το συμβόλαιο είχε κιόλας υπογραφεί, τα χρήματα όμως δεν είχαν παραδοθεί, όταν οι αντιφάσεις στις διηγήσεις των πειρατών για τις περιπέτειές τους δημιούργησαν υποψίες και έξη από αυτούς πιάστηκαν. Ο ντε Σότο και ένας ναύτης του πληρώματος κατόρθωσαν να ξεφύγουν και να καταφύγουν στο ουδέτερο έδαφος, που χώριζε την Ισπανία από το Γιβραλτάρ.
    Μόλις έπαψαν οι έρευνες για την ανεύρεση των φυγάδων, ο ντε Σότο κατόρθωσε να μπει στο φρούριο μεταμφιεσμένος και με ψεύτικο διαβατήριο, και εγκαταστάθηκε σε μια μικρή ταβέρνα, κρυμμένη σ’ ένα στενοσόκακο. Νιώθοντας ασφαλισμένος στο Γιβραλτάρ, ο πειρατής άρχισε να κάνει το σπουδαίο, γιατί ξόδευε πολλά χρήματα για την τουαλέτα του. Συνήθως φορούσε ένα άσπρο καπέλο του καλύτερου αγγλικού γούστου, μεταξωτές κάλτσες, λευκή περισκελίδα και γαλάζιο επενδύτη. Τα μουστάκια του ήταν πυκνά και μπόλικα και τα μαλλιά, κατάμαυρα, πυκνά, μακριά και φυσικά κατσαρά, του έδιναν αρκετά την εμφάνιση ενός Λονδρέζου ιεροκήρυκα.
    Το πρώτο πρόσωπο που υποψιάστηκε αυτόν τον λαμπρό επισκέπτη του Γιβραλτάρ ήταν η υπηρέτρια της ταβέρνας, που διηγήθηκε στο αφεντικό της, πως έβρισκε ένα εγχειρίδιο κάθε πρωί κάτω από το μαξιλάρι του κυρίου, όταν έφτιαχνε το κρεβάτι του. Έκαναν έρευνα στην κάμαρά του και ανακάλυψαν, ανάμεσα σε άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία, ένα μπαούλο γεμάτο με ρούχα που ανήκαν σε μερικούς επιβάτες του «Μόρνιγκ Σταρ» και ένα ημερολόγιο γραμμένο από το χέρι του δυστυχισμένου καπετάνιου. Ο ντε Σότο πιάστηκε αμέσως, δικάστηκε από τον κυβερνήτη του Γιβραλτάρ, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο.
    Ως την ημέρα της εκτέλεσης επέμενε βεβαιώνοντας πως ήταν αθώος. Τελικά έκανε μια πλήρη εξομολόγηση των εγκλημάτων του μετανιώνοντας για όλα. Ένας αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσής του μας λέει: «Δε νομίζω πως έδειξε ποτέ κανένας τόση μετάνοια σαν αυτόν. Ωστόσο δεν έδειξε τον παραμικρό φόβο. Βάδιζε με σταθερό βήμα πίσω από το μοιραίο κάρο κοιτάζοντας πότε το φέρετρό του, πότε το σταυρό που κρατούσε στο χέρι. Έφερνε συχνά στα χείλια του το σύμβολο της θεότητας, επαναλάμβανε τις προσευχές, καθώς του τις έλεγε στ’ αυτί ο παπάς που τον συνόδευε και δε φαινόταν να ανησυχεί παρά μόνο για τον μέλλοντα κόσμο.
    Όταν η πομπή έφτασε στην κρεμάλα, κοντά στη θάλασσα, ο πειρατής ανέβηκε στο κάρο, βρίσκοντας όμως πως το σκοινί ήταν πολύ κοντό, πήδησε πάνω στο φέρετρό του και έβαλε το κεφάλι του στη θηλιά. Έπειτα, όταν ένιωσε το κάρο να ξεκινάει, φώναξε: «Αντίο τόδος. Αντίο, σε όλους» και έπεσε προς τα εμπρός». 
    Όταν τα καράβια των Ινδιών έφταναν νοτιότερα από την Αγία Ελένη, δε διατρέχανε μεγάλους κινδύνους να συναντήσουν πειρατές ως τη στιγμή που ξεπερνούσαν το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας. Τραβούσαν τότε ανατολικά για να αποφύγουν ένα άλλο πειρατικό λημέρι, το νησί της Μαδαγασκάρης. Ύστερα ήταν ουσιαστικά ασφαλισμένα
ως κάπου πενήντα μίλια από την ακτή του Μαλαμπάρ (νοτιοανατολική ακτή των Ινδιών).
    Η εκστρατεία του πλοιάρχου Γουντς Ρότζερς εναντίον του Νιού Πρόβιντενς στις Μπαχάμες το 1718 εξαφάνισε αυτή τη φημισμένη φωλιά πειρατών. Μερικοί από τους πειρατές κρεμάστηκαν και οι υπόλοιποι, κάπου δύο χιλιάδες, υποτάχθηκαν και πήραν τη βασιλική συγγνώμη. Ωστόσο ορισμένοι από τους πιο πορωμένους καταφύγανε προς την Ανατολή και εγκαταστήσανε το αρχηγείο τους στη Μαδαγασκάρη, μεταβάλλοντας σύντομα αυτό το νησί σε βάση πιο σημαντική από όσο είχαν σταθεί ποτέ παλιότερα οι Μπαχάμες.
    Το 1721 οι καταστροφές που είχαν προκαλέσει στο βρετανικό εμπορικό εμπόριο, και ιδιαίτερα στην Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών, ήταν τόσο σημαντικές, ώστε η αγγλική κυβέρνηση έστειλε μια σημαντική μοίρα για να τους διώξει. Η εκλογή του αρχηγού αυτής της δύναμης δεν μπορούσε να είναι πιο αποτυχημένη. Ο ναύαρχος Τόμας Μάθιους είχε σαν μοναδικό προσόν πως ήταν γενναίος. Ανεξάρτητα από τις πνευματικές του ελλείψεις, ήταν ταυτόχρονα άγριος και ανέντιμος. Καθώς πήγαινε για να εκτελέσει την αποστολή του με το καράβι «Λάιονς», έπιασε στον κόλπο του Αγίου Αυγουστίνου, στη Μαδαγασκάρη, για να αναζητήσει πειρατές. Μη βλέποντας κανέναν με την πρώτη ματιά, αντί να περιμένει τη βοήθεια που του φέρνανε τα δύο άλλα καράβια του, το «Σώλσμπερυ» και το «Έξετερ», ο Μάθιους πήγε στη Βομβάη. Πριν φύγει, εμπιστεύθηκε στους ιθαγενείς ένα γράμμα για τον πλοίαρχο Κόκμπερν του «Σώλσμπερυ», όπου του έδινε όλες τις λεπτομέρειες για το σχέδιο επιχειρήσεων της μοίρας. Μόλις έφυγε, δύο γνωστοί πειρατές, ο Ταίυλορ και ο Λα Μπους, έφτασαν, διαβάσανε το γράμμα και αμέσως έστειλαν γενική προειδοποίηση σε όλους τους γύρω πειρατές.
    Φτάνοντας στη Βομβάη, ο Μάθιους άρχισε την επίσκεψή του δημιουργώντας έναν βίαιο καυγά με τον κυβερνήτη για το ποιος θα ρίξει την πρώτη χαιρετιστήρια βολή. Αυτή η αλαζονική στάση πρόσβαλε όλους τους αξιωματούχους της Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών και οι μονομαχίες ανάμεσα στους αξιωματικούς του Μάθιους και στους αξιωματικούς του Ναυτικού της Βομβάης έγιναν καθημερινά σχεδόν επεισόδια. Η άφιξή του είχε έρθει στην κατάλληλη στιγμή, γιατί είχαν ετοιμασθεί σχέδια για μια συνδυασμένη επίθεση των Άγγλων και των Πορτογάλων εναντίον του μεγάλου πειρατή Άνγκρια στο Αλιμπάγκ. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την αποτυχία αυτής της επίθεσης, ανήκει στον Μάθιους.
    Ύστερα από αυτό το φιάσκο, ο Μάθιους αφιερώθηκε αποκλειστικά στο ιδιωτικό εμπόριο και φρόντισε να αφήσει τους πειρατές απόλυτα ήσυχους. Έκανε ταξίδια στην ακτή έναν ολόκληρο χρόνο, καυγαδίζοντας μ’ όλους όσους συναντούσε, και ύστερα αποφάσισε να γυρίσει στη Μαδαγασκάρη και να ασχοληθεί με την αποστολή που του είχε ανατεθεί.
    Στο νησί Μπουρμπόν (το σημερινό Ρεϋνιόν) πουλήσανε μια μεγάλη ποσότητα ρακί, που οι Γάλλοι τους το πλήρωσαν βασιλικά. Έπειτα η μοίρα έφτασε στο νησί Σαίντ Μαίρη. Δε βρήκαν εκεί πειρατές, πέρασαν όμως ανάμεσα στα ναυάγια πολλών εμπορικών πλοίων, που είχαν ριχτεί στις ακτές από αυτούς, ενώ ο κόλπος ήταν σπαρμένος με τα φορτία τους. Σε μερικά σημεία οι ναυτικοί βυθίζονταν ως το γόνατο στην κανέλλα, το γαρύφαλλο και το πιπέρι. Έπειτα έφθασε ο τοπικός μονάρχης, συνοδευόμενος από τις δύο κόρες του, και τους κάλεσε να ανεβούν στο καράβι. «Ο βασιλιάς πρόσφερε στον καπετάνιο τις δύο κόρες του για δώρο, γιατί ήταν συνήθεια να γίνεται αυτή η προσφορά στους πειρατές, και πιστεύανε πως είμαστε όλοι το ίδιο. Μ’ όλο που ο καπετάνιος αρνήθηκε αυτή την ευγενική προσφορά, οι κοπέλες αυτές έγιναν
δεκτές από ορισμένους αξιωματικούς μας, που πλήρωσαν ακριβά αυτή την τιμή, γιατί
κόστισε τη ζωή του ενός και ο άλλος αρρώστησε για τα καλά».
    Ένας άλλος γραφικός επισκέπτης που ήρθε να τους υποβάλει τα σέβη του ήταν ένας λευκός, καθαρόαιμος πειρατής, ο Τζέιμς Πλανταίην, γεννημένος στη Τζαμάικα. έφτασε κατάλληλα οπλισμένος, με μια φρουρά από είκοσι ιθαγενείς. Είχε μια μεγάλη έκταση γης και οι ιθαγενείς τον ονόμαζαν βασιλιά του Ράντερ Μπαίυ. Ο Μάθιους πήρε από αυτόν την ενδιαφέρουσα πληροφορία πως ο φημισμένος πειρατής Ταίυλορ κρυβόταν στο εσωτερικό του νησιού. Αντί να συλλάβει τον Πλανταίην, ο Μάθιους έκανε μαζί του καλές δουλειές με κλεμμένα εμπορεύματα, πουλώντας του καπέλα, κάλτσες και ρακί, που ο βασιλιάς του Ράντερ Μπαίυ τα πλήρωσε σε καλή τιμή με χρυσάφι και διαμάντια.
    Παρά την πείρα του στην πειρατεία, ο Τζέιμς Πλανταίην δείχτηκε κάπως πιο τίμιος άνθρωπος από τον Μάθιους. Αφού καλοπλήρωσε τις πραμάτειες που είχε αγοράσει, άφησε τα βαρέλια με το κρασί και το ρακί στην παραλία και έβαλε μερικούς άντρες να τα φυλάνε. Μόλις γύρισε την πλάτη του, ο Μάθιους ετοίμασε τις βάρκες του και άρπαξε τα ποτά, που του είχαν πληρωθεί, καθώς και μερικούς από τους ιθαγενείς φρουρούς. Ύστερα από αυτό το αξιόλογο κατόρθωμα, τράβηξε για τη Βεγγάλη με τη συνείδηση ήσυχη.
    Ας δούμε ποιος ήταν ο Τζέιμς Πλανταίην. Ήταν ακόμα μικρό παιδί όταν διαπίστωσε πως επειδή είχε αλήτικη ιδιοσυγκρασία, δεν μπορούσε να ανεχθεί τον παραμικρό καταναγκασμό. Αυτή η τάση, σε συνδυασμό με τον έρωτά του για την θάλασσα, τον έκανε να βρει γρήγορα τη σταδιοδρομία που του ταίριαζε. Αφού επιδόθηκε στο επάγγελμα του πειρατή, στο Ροντ Άιλαντ, έκανε τη μαθητεία του κάτω από καλό δάσκαλο, τον πλοίαρχο Τζων Ουίλλιαμς του «Τέρριμπλ» και έφυγε μαζί του για τη Γουινέα. Εκεί ενώθηκε με άλλους πειρατές και άρπαξε μερικές καλές πρέζες. Ο πειρατής καπετάνιος Ήνγκλαντ κυβερνούσε ένα από τα καράβια, το «Βίκτορυ», ενώ ο φημισμένος Μπαρθόλομιου Ρόμπερτς κυβερνούσε το άλλο.
        Ο Πλανταίην πήγε με το «Φάνσυ» στη Μαδαγασκάρη, όπου οι πειρατές έγιναν «πολύ χαρούμενα δεκτοί από τον βασιλιά». Έμειναν εκεί αρκετό καιρό και ύστερα πήγαν στη Τζοάννα, όπου είχαν την έκπληξη να βρούν δύο καράβια της Εταιρίας, το «Κασσάνδρα» και το «Γκρήνουιτς», το πρώτο με κυβερνήτη κάποιο Μακραί και το άλλο κάποιον Κίρμπυ, που είχαν αράξει εκεί για να πάρουν νερό ταξιδεύοντας για τη Βομβάη. Το φορτίο τους ήταν χρήματα, η ετήσια αποστολή στη Βομβάη και στο Σουράτ.
    Οι δύο καπετάνιοι της Εταιρίας αποφάσισαν να επιτεθούν στα δύο πειρατικά, γιατί ελπίζανε να πάρουν μια καλή αμοιβή από την Εταιρία για την αιχμαλωσία δύο τόσο φημισμένων πειρατών, όπως ο Ήνγκλαντ και ο Ταίυλορ. Έκοψαν τα παλαμάρια της άγκυρας και τα δύο καράβια της Εταιρίας ανοίχτηκαν στη θάλασσα, η ναυμαχία όμως δεν άρχισε παρά το επόμενο πρωί, όταν φύσηξε η αύρα. Οι πειρατές πλησιάσανε, ανεμίζοντας στο μεγάλο κατάρτι μια μαύρη σημαία με νεκροκεφαλή και σταυρωτά κόκαλα, μια κόκκινη σημαία στο μπροστινό κατάρτι και το σταυρό του Άη Γιώργη στο πίσω κατάρτι. Ο Μακραί διέταξε να αρχίσει το πυρ, απόρησε όμως και αγανάκτησε πολύ όταν ο σύντροφός του, το «Γκρήνουιτς», έφυγε κατά τα’ ανοιχτά, αφήνοντάς τον να πολεμήσει μοναχός του.
    Μ’ όλο που ο Μακραί είχε καλό καράβι και πλήρωμα πρώτης γραμμής, ο αγώνας ήταν άνισος. Ύστερα από τρεις ώρες άγριο βομβαρδισμό, είδε πως μοναδική του ελπίδα για να σωθεί ήταν να πέσει έξω, ενώ αν τον είχε υποστηρίξει ο Κίρμπυ, οι δύο πειρατές είναι βέβαιο πως θα είχαν νικηθεί και αιχμαλωτιστεί. Στο «Κασσάνδρα» είχαν σκοτωθεί
κιόλας δεκατρείς άντρες και άλλοι είκοσι τέσσερις είχαν λαβωθεί, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο γενναίος καπετάνιος. Όσοι ήξεραν κολύμπι βγήκαν στην παραλία, πολλοί όμως άντρες, βαριά λαβωμένοι, δεν μπόρεσαν να εγκαταλείψουν το καράβι και σφάχτηκαν από τους πειρατές. Ο Μακραί και όσοι άλλοι επιζήσανε, κατέφυγαν στο εσωτερικό, όπου έγιναν δεκτοί με συμπάθεια από τους ιθαγενείς, που αρνήθηκαν να τους παραδώσουν.
    Λίγες μέρες αργότερα έπεσε η οργή των πειρατών, χωρίς αμφιβολία κυρίως γιατί είχαν αιχμαλωτίσει ένα καινούργιο καράβι καλοτάξιδο με εβδομήντα χιλιάδες λίρες σε νομίσματα, και καλέσανε τον Μακραί για μια φιλική συνομιλία. Όταν έφτασε, έγινε εγκάρδια δεκτός από τον Ήνγκλαντ και τους περισσότερους πειρατές, μ’ όλο που οι άλλοι με αρχηγό τον αιμοβόρο Ταίυλορ, υποστήριζαν πως έπρεπε να τον σκοτώσουν.
    Ακολούθησε ένας βίαιος καυγάς και στη διάρκειά του ένας πειρατής με αγριωπό ύφος, με εντυπωσιακό μουστάκι και μ’ ένα ξύλινο πόδι, φορτωμένος με πιστόλια, πήρε το λόγο και μ’ ένα ξεχείλισμα βλαστήμιας επέμενε να μην πειράξουν τον Μακραί. Ύστερα, παίρνοντάς τον από το χέρι, ορκίστηκε πως θα έκανε κιμά τον πρώτο που θα τον άγγιζε, επιμένοντας πως ο Μακραί ήταν τίμιος άνθρωπος και είχε ταξιδέψει άλλοτε μαζί του. Ύστερα από μια κραιπάλη από λόγια, και ακόμα περισσότερο από πόντσι, συμφωνήθηκε να δώσουν το «Φάνσυ» στον Μακραί και να τον αφήσουν να φύγει, όσο και αν αγανακτούσε ο Ταίυλορ. Αφού είχαν περάσει σαράντα οχτώ μέρες φοβερά βάσανα, ο Μακραί και οι άντρες του έφτασαν στη Βομβάη.
    Στο μεταξύ οι πειρατές πήγαν στην ακτή του Μαλαμπάρ, όπου αιχμαλώτισαν πολλά μεγάλα πορτογαλικά καράβια και τα έφεραν στη Μαδαγασκάρη. Εκεί τους έδωσαν το γράμμα που είχε αφήσει ο Μάθιους και έτσι σκέφτηκαν πως ήταν φρόνιμο να κρυφτούν για λίγο.
    Ο Τζέιμς Πλανταίην, πλούσιος άνθρωπος τώρα, αποφάσισε να αποσυρθεί. Έχτισε ένα φρούριο, εγκαταστάθηκε σαν βασιλιάς του Ράντερ Μπαίυ, και ήταν αγαπητός στους έγχρωμους υπηκόους του, που συνθέτανε και τραγουδούσαν προς τιμήν του τραγούδια. Είχε ένα μικρό στρατό από έγχρωμους στρατιώτες και έκανε επιδρομές για να αρπάζει τα ζώα των γειτονικών βασιλιάδων.
    Ο βασιλιάς του Ράντερ Μπαίυ φιλοδοξούσε να γίνει βασιλιάς ολόκληρης της Μαδαγασκάρης, πράγμα που έγινε ύστερα από πολλές άγριες και αιματηρές μάχες. Έδωσε πολλές λαμπρές γιορτές, όπου κάλεσε όλους τους Ολλανδούς, Γάλλους και Άγγλους του νησιού. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους καλεσμένους φιγουράριζε και ο καπετάνιος Ήνγκλαντ, που εκείνη την εποχή ήταν πολύ εξασθενημένος και δεν έζησε περισσότερο από ένα μήνα ύστερα από αυτές.
    Ο νέος βασιλιάς της Μαδαγασκάρης, όπως μας λένε, γρήγορα βαρέθηκε τη βασιλεία του και αποφάσισε να εγκαταλείψει τις κτήσεις του και να αφήσει τους ιθαγενείς να απολαύσουν ήσυχα τα αγαθά τους. Η αλήθεια είναι πως ο Πλανταίην ένιωθε πως ετοιμαζόταν μια εξέγερση των ιθαγενών. Έβαλε λοιπόν να του φτιάξουν ένα μπρίκι και με μια από τις γυναίκες του (είχε πολλές), την πιστή του Νέλλυ, έφυγε για την ακτή του Μαλαμπάρ, όπου έγιναν δεκτοί με χαρά από τον Άνγκρια, που μαθαίνοντας ποια ήταν η ζωή του Πλανταίην και πόσο γενναίος πολεμιστής στάθηκε, τον φιλοξένησε με μεγαλοπρέπεια. Αυτή η πληροφορία είναι η τελευταία που έχουμε γι’ αυτή την παράξενη προσωπικότητα. Πέθανε άραγε από αρρώστια, από το πολύ πιοτό, από πληγές που πήρε στην υπηρεσία του Άνγκρια ή γύρισε να τελειώσει τις μέρες του στην Αγγλία; Κανείς δε θα το μάθει ποτέ.
Τέλος δέκατου έκτου μέρους.